Monday, July 4, 2011

Ναι στη μείωση του κράτους, όχι στην αύξηση των φόρων: και τι θα συμβεί με τους υπαλλήλους που χάνουν τη δουλειά τους;

Η αντίρρηση που προβάλλεται στην πρόταση για κατάργηση κρατικών οργανισμών έχει δύο βασικές πτυχές: ότι πολλοί άνθρωποι θα βρεθούν ξαφνικά στην ανεργία και ότι η αγορά, με ήδη μεγάλη κάμψη στην κατανάλωση, θα δεχθεί ένα -τελειωτικό- κτύπημα, καθώς σημαντικό μέρος των υποψηφίων καταναλωτών θα βρεθεί χωρίς εισόδημα.

Τα δύο αυτά επιχειρήματα δεν έχουν την απόλυτη ισχύ που τους προσδίδουν οι θιασώτες τους. Άλλωστε, εάν παίρναμε in extremis την άποψη ότι λειτουργεί καλύτερα η αγορά, όσο περισσότερο τροφοδοτείται με κρατικό χρήμα μέσω των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να γίνουν ακόμη περισσότεροι διορισμοί στο Δημόσιο, προκειμένου να τονωθεί η αγορά κι άλλο. Η αντίληψη αυτή στηρίζεται και σε μια στρεβλή ανάγνωση της οικονομικής πραγματικότητας: ο δημόσιος τομέας μπορεί να στηριχθεί (αφαιρουμένου του δανεισμού) μόνο από το προϊόν που παράγεται στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, εάν δεν παραχθεί προϊόν στον ιδιωτικό τομέα, δεν μπορούν να προκύψουν τα φορολογικά έσοδα, τα οποία θα διατηρήσουν το Κράτος. Αυτό απέχει πάρα πολύ από την αντίληψη, κατά την οποία πρέπει να υπάρχει μεγάλος δημόσιος τομέας, ώστε οι μισθοί του να τροφοδοτούν την αγορά: στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι παρά μια μη-παραγωγική κυκλική διαδικασία, η οποία οδηγεί σε μείωση του παραγομένου προϊόντος, μειωμένη φορολογική βάση και φοροδοτική ικανότητα, εν τέλει, και σε αναγκαστική στήριξη μέσω του εξωτερικού δανεισμού, ακριβώς δηλαδή αυτό που συνέβη στην Ελλάδα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. 

Άλλωστε, είναι σαφές ότι ελλείπει η ουσιαστική παραγωγή στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια: ο πρωτογενής τομέας υπάρχει για να δικαιολογεί τις επιδοτήσεις, όσον καιρό ακόμη αυτές διαρκέσουν, ο δευτερογενής τομέας που γνώρισε μια άνθηση τις δεκαετίες του '50 και του '60, στασιμότητα τη δεκαετία του '70 και φυγή στη συνέχεια, είναι πλέον αναιμικός, στην καλύτερη περίπτωση, ανύπαρκτος στη χειρότερη, ενώ ο τριτογενής τομέας χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανταγωνιστικότητα και από δραστηριότητες με χαμηλή προστιθέμενη αξία, παρά την πληθώρα πτυχιούχων στη χώρα μας. Δηλαδή η ιδιωτική οικονομία στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έλλειψη δυναμισμού και, πλέον, και ύφεση, δηλαδή ποσοτική μείωση του παραγομένου προϊόντος - και, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η λύση δεν είναι η "τόνωση" της αγοράς με κρατικό χρήμα, δεδομένου ότι το κρατικό χρήμα θα προέλθει από την ίδια την αγορά, δηλαδή από τη φορολογία, αφαιρώντας της και την τελευταία ικμάδα ζωντάνιας.

Επομένως, λύση είναι η αφαίρεση των βαρών με μείωση της φορολογίας - αλλά και με την παρουσία καινούργιων προσώπων, που θα έχουν αποδεσμευθεί από το κράτος. Καταβάλλοντας στα πρόσωπα αυτά το 70% των τακτικών αποδοχών τους για τρία χρόνια τους παρέχεται η δυνατότητα να αναζητήσουν τη δραστηριότητα, στην οποία θα θελήσουν να επιδοθούν, καθώς δεν θα έχουν καμμία υποχρέωση παρουσίας στην υπηρεσία τους ή εργασίας. Για πολλούς, μάλιστα, η δραστηριότητα που θα μπορέσουν να ασκήσουν στην αγορά θα είναι πιθανότατα παρεμφερής με τα καθήκοντα που ασκούσαν στο δημόσιο, ειδικά στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες θα καταργηθεί κάποιος οργανισμός, ο οποίος αντιστοιχεί σε ανάγκες που καλύπτονται από την αγορά. Οι αποδοχές αυτές, το 70% των τακτικών, θα είναι ένα αυξημένο επίδομα ανεργίας - αυξημένο, διότι θα χορηγείται ανεξαρτήτως του εάν ο δικαιούχος έχει βρει άλλη εργασία ή έχει ξεκινήσει δική του, κερδοφόρα ενδεχομένως, επιχείρηση. Δικαιολογείται, μάλιστα, η χορήγηση αυτής της αυξημένης προστασίας από τη διάψευση της νομίμου προσδοκίας που είχε δημιουργηθεί στους δικαιούχους του για μονιμότητα στη θέση τους στο Δημόσιο.

Συνεπώς, με τη μείωση του κράτους η αγορά, στην πραγματικότητα, θα τονωθεί: θα υπάρξει μια μείωση του κυκλοφορούντος χρήματος, αλλά αντίστοιχα θα υπάρξει αύξηση του παραγομένου προϊόντος, καθώς θα απελευθερωθούν δυνάμεις, οι οποίες κατ' ανάγκην θα κινηθούν παραγωγικά. Δεν θα έχουμε, δηλαδή, σοβαρή πτώση (βραχυπρόθεσμη) στην κινητικότητα της αγοράς, αλλά, αντιθέτως, θα έχουμε μια μεσοπρόθεσμη τόνωση, η οποία θα συνδυασθεί και με τον εξορθολογισμό του δημοσίου τομέα.

Δυστυχώς δεν μπορεί να παραλειφθεί και το "έσχατο" επιχείρημα υπέρ της μειώσεως του κράτους, σε σχέση με τους εργαζομένους σ' αυτό: ότι η παρούσα κατάσταση δεν είναι βιώσιμη, με αποτέλεσμα τυχόν αδράνεια σήμερα να έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση του κράτους, οπότε πολύ περισσότεροι άνθρωποι, πολύ περισσότεορι υπάλληλοι, έχουν να χάσουν πολλά περισσότερα.

Sunday, July 3, 2011

Ναι στη μείωση του κράτους, όχι στην αύξηση των φόρων: επειδή η μείωση του κράτους συνδέεται με τον εξορθολογισμό του

Οι δυσμενείς επιπτώσεις της αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών είναι λίγο ως πολύ γνωστές: εκτός του ότι αυξάνεται το κίνητρο για φοροδιαφυγή, τίθεται ένα βασικό αντικίνητρο για επενδύσεις, για την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου, καθώς τα περιθώρια του προσδοκωμένου κέρδους μειώνονται. Επίσης, πολλές φορές η αύξηση των φορολογικών συντελεστών (ιδίως στους έμμεσους φόρους) έχει ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση του αυξημένου φορολογικού βάρους στην τελική τιμή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, πράγμα που οδηγεί, όπως είναι φυσικό, σε μειωμένη κατανάλωση (το οποίο οδηγεί σε μειωμένες εισπράξεις των εμμέσων φόρων -μείωση της φορολογικής βάσεως- και έτσι, σύμφωνα με την ίδια λογική, στην ανάγκη να αυξηθούν ακόμη περισσότερο οι συντελεστές, ώστε να αναπληρωθούν οι σχετικές απώλειες). Έτσι, η επιλογή της μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος μέσω της αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών έχει αποτέλεσμα, και μάλιστα μόνιμο, στην αγορά, αφαιρώντας μεγάλο μέρος από τη δυναμική της.

Ακριβώς το αντίστροφο, όμως, συμβαίνει με τη μείωση του κράτους. Η μείωση του κράτους συναρτάται, κατ' ανάγκην, με τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του, την εξέταση, κατ' αρχήν, του ερωτήματος: ποιες υπηρεσίες πρέπει να παρέχει το κράτος στον πολίτη. Όμως, παραπέρα, εξετάζεται κι ένα ακόμη ερώτημα: ακόμη και τις υπηρεσίες που, απαντώντας στο προηγούμενο ερώτημα, δεχόμαστε ότι πρέπει να διασφαλίζει το κράτος στους πολίτες του - αυτές πρέπει να τις παρέχει μέσω μιας οργανωμένης γραφειοκρατικής δομής ή είναι καλύτερο να καταφεύγει στην αγορά, διατηρώντας απλώς εποπτικό ρόλο;

Το πρώτο ερώτημα, ποιες υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζει το κράτος, εμπεριέχει και πολλές αξιολογικές κρίσεις, στις οποίες υπάρχουν πολλές θεμιτές διαφωνίες, αναλόγως της ιδεολογικής προελεύσεως καθενός που απαντά. Το δεύτερο ερώτημα, όμως, είναι στη βάση του πολύ περισσότερο τεχνοκρατικό - θεωρείται δεδομένη, συμφωνημένη, η ανάγκη παροχής μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας και, εξετάζεται υπό καθαρά τεχνοκρατικό πρίσμα: ποιότητα υπηρεσιών και κόστος αυτών. Είναι εκπληκτικό πόσο διευρύνονται τα περιθώρια συμφωνίας προσώπων που προέρχονται ακόμη και από αντίθετους ιδεολογικούς χώρους στο δεύτερο ερώτημα (στο βαθμό που δεν παρεμβάλλονται ιδεοληψίες) - και πως προτάσεις, οι οποίες προέρχονται από το φιλελεύθερο χώρο (λ.χ. τα κουπόνια εκπαίδευσης) συγκινούν πολλές φορές και αριστερούς, οι οποίοι διαβλέπουν ότι με τη χρήση τους περισσότερα παιδιά (και μάλιστα από τις λιγότερο εύπορες οικογένειες) έχουν περισσότερες πιθανότητες να εξασφαλίσουν μια καλή μόρφωση. Όμως σήμερα υπάρχουν πολλές συγκλίσεις ακόμη και στις απαντήσεις προς το πρώτο ερώτημα - χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αγροφυλακή, της οποίας η υπεράσπιση παρέμεινε καθαρά παραταξιακή υπόθεση του κόμματος που την δημιούργησε με αποκλειστικό σκοπό το διορισμό "ημετέρων".

Εννοείται, επιπλέον, ότι το όφελος από την κατάργηση περιττών οργανισμών παραμένει στο κράτος και την κοινωνία σε βάθος χρόνου - το αποτέλεσμα της μειώσεως του κράτους, δηλαδή, δεν είναι απλώς δημοσιονομικά βραχυχρόνιο, αλλά και μεσοπρόθεσμα εξορθολογιστικό και σαφώς προτιμητέο, και γι' αυτό το λόγο, από μια ακόμη αύξηση των φορολογικών συντελεστών.