Wednesday, February 29, 2012

Ο αγώνας για την ανάπτυξη

Ο πρωθυπουργός κος. Λουκάς Παπαδήμος συναντήθηκε με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κο. Ζοζέ Μπαρόζο με θέμα την ανάπτυξη που είναι απαραίτητη, προκειμένου η χώρα μας να μπορέσει να αυξήσει τη φορολογητέα ύλη, τα δημοσιονομικά έσοδα κι έτσι ανταπεξέλθει και στις διεθνείς υποχρεώσεις της. Όπως ήταν αναμενόμενο, η συζήτηση περιεστράφη γύρω από την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων (ΕΣΠΑ). Same old, same old. Η κοινοτική γραφειοκρατία έχει στην Ελλάδα συμμάχους τις γνωστές κρατικιστικές δυνάμεις, στις οποίες υπάγεται και η Δημοκρατικής Αριστερά, για την οποία η ανάπτυξη μπορεί να προέρχεται μόνο από κρατικούς πόρους με πενταετή προγράμματα. Ωστόσο, κάποια ελπίδα δημιουργεί η αποστροφή του Πρωθυπουργού, ότι έχει σημασία και η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα (μολονότι επί του παρόντος δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί, δεδομένου του ότι ο Πρωθυπουργός μέχρι στιγμής δεν έχει δώσει κάποιο ιδεολογικό στίγμα).

Για άλλη μια φορά τίθεται το ίδιο δίλημμα: προσδοκούμε την ανάπτυξη μέσω ενός συστήματος κατανομής των πόρων από μία "σοφή" γραφειοκρατία ή περιμένουμε η ίδια η αγορά να υποδείξει ανάγκες και να δημιουργήσει επιχειρηματικές δραστηριότητες να τις καλύψουν; Στη συζήτηση αυτή συχνά αγνοούμε τα ιστορικά διδάγματα: στη χώρα μας ποτέ δεν είχαμε κρατικώς κατευθυνόμενη ανάπτυξη. Αντιθέτως, η οικονομία πήρε εμπρός, όταν παρασχέθηκε στα επενδυόμενα κεφάλαια σοβαρή νομοθετική προστασία. Η σύγκριση των πρώτων ετών μετά τον Εμφύλιο και μέχρι το 1953 και των ετών που ακολούθησαν το 1953 είναι χαρακτηριστική: ούτε το σχέδιο Μάρσαλ, ούτε η βοήθεια της UNRRA έφεραν κάποιαν ανάπτυξη, αντιθέτως οδήγησαν σε πλουτισμό αρκετών κρατικών αξιωματούχων. Όμως με το ν.δ. 2687/1953 (περίληψή του εδώ) οι ενδιαφερόμενοι από το εξωτερικό είχαν ένα σταθερό φορολογικό και κανονιστικό περιβάλλον για να επενδύσουν. Οι επενδύσεις ήλθαν απολύτως φυσιολογικά και, μάλιστα, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη βιομηχανίας στην Ελλάδα (κάτι που εμείς οι νεώτεροι μόνο ακουστά έχουμε!).

Μία διαφορά ανάμεσα στο 1953 και στο 2012 είναι ότι τότε δεν υπήρχε το τεράστιο πλήθος των κανονιστικών και άλλων ρυθμίσεων που θα έδιωχναν κάθε επενδυτή, με ή χωρίς την προστασία του νόμου. Ο επενδυτής ήξερε ότι η επένδυσή του δεν θα τεθεί σε κίνδυνο από κάποια απίθανη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ήξερε ότι δεν θα μπορεί το ΠΑΜΕ να του κλείσει το εργοστάσιο για λόγους επαναστατικής γυμναστικής (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιδοκιμάζουμε τις διώξεις που υφίσταντο οι αριστεροί την εποχή εκείνη - υπάρχει και μέσο έδαφος, η τήρηση της νομιμότητας χωρίς να υπάρχει αστυνομικό κράτος). Ήξερε ότι, αν πήγαινε στα δικαστήρια, σε λίγους μήνες θα είχε τελεσίδικη απόφαση στα χέρια του και ότι, για το λόγο αυτό, δεν θα μπορούσε εύκολα να τον φεσώσει κάποιος μπαταχτσής ή να του κάνει αθέμιτο ανταγωνισμό κάποιος που ήθελε να κερδίσει από τη δική του επιχειρηματικότητα. Ήξερε, εν ολίγοις, ότι η επιτυχία ή η αποτυχία της επενδύσεώς του θα προερχόταν από την αγορά, στην οποία θα απευθυνόταν. Με την ειδική νομοθεσία του 1953 του παρασχέθηκε και ένα χαμηλό φορολογικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα να είναι προς το συμφέρον του να επενδύσει στην Ελλάδα, αντί σε μία άλλη χώρα. Το αποτέλεσμα το δείχνουν οι δείκτες της ανάπτυξης τη δεκαετία 1955-1965, περίπου 8% ετησίως. Όλα αυτά χωρίς κάποιος σοφός γραφειοκράτης να δίνει ενισχύσεις, χωρίς να υποκαθιστά την κρίση των καταναλωτών.

Ο αγώνας μας τώρα θα πρέπει να είναι να επικρατήσει η αντίληψη ότι την ανάπτυξη μπορεί να την φέρει μόνο η ανεμπόδιστη νόμιμη επιχειρηματική δράση του ιδιωτικού τομέα. Η αφαίρεση χρημάτων διαμέσου της φορολογίας, ώστε να διατεθούν σε ενισχύσεις και επιχορηγήσεις και ό,τι άλλο κρίνουν οι σοφοί γραφειοκράτες των Βρυξελλών, απλώς θα απομυζήσει περαιτέρω την αγορά και θα δώσει σε κάποιους την ευκαιρία για άκοπο πλουτισμό. Επομένως, την περιορισμένη χρονικά (και ίσως τελευταία, ιστορικά) ευκαιρία που μας δόθηκε με την αποφυγή, προς το παρόν, της πτωχεύσεως, πρέπει να την αξιοποιήσουμε ακριβώς για τις διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες θα άρουν τα εμπόδια της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας στη χώρα μας και θα την καταστήσουν και πάλι ανταγωνιστική. Με φαραωνικές ουτοπίες νέων σχεδίων Μάρσαλ απλώς θα κάνουμε μία ακόμη τρύπα στο νερό.

Tuesday, February 28, 2012

Η ιστορία με το εκατομμύριο

Δεν πρέπει να μας εκπλήττει η λαϊκιστική έκρηξη σχετικά με την υποτιθέμενη φυγή ενός εκατομμυρίου στο εξωτερικό από βουλευτή. Τώρα, μάλιστα, που αποκαλύφθηκε ότι τόσος λόγος έγινε για μία συναλλαγή του συζύγου της κας. Μπακογιάννη, στην οποία το πέρασμα των χρημάτων από την Ελλάδα ήταν μόνο τυπικό (επρόκειτο, όπως φαίνεται και δεν έχει αμφισβητηθεί, για εξαργύρωση μετοχών με σκοπό την κάλυψη δαπάνης αγοράς πλοίου για εμπορικές δραστηριότητες), το λαϊκιστικό κύμα μάλλον θα θεριέψει, παρά θα καταλαγιάσει.

Η διαφορά είναι ότι αρχίζει να φαίνεται ποιο είναι το πραγματικό συναίσθημα που εγείρεται - δεν είναι η αγανάκτηση, ότι κάποιος ζημίωσε την πατρίδα εξάγοντας κεφάλαια (άλλωστε, οι περισσότεροι πολιτικοί έχουν ζημιώσει πραγματικά και πολύ περισσότερο την πατρίδα, αλλά περί αυτών ουδεμία δημοσιογραφική έρευνα έχει ξεκινήσει), αλλά ο φθόνος: ότι κάποιος έχει χρήματα, τα οποία προστατεύει κιόλας. Και ο φθόνος μας έχει οδηγήσει και σε μία απλούστευση, την οποία αυτάρεσκα επαναλαμβάνουμε: για να έχει πλουτίσει κάποιος, και μάλιστα τόσο πολύ, όσο ο κος. Κούβελος, οπωσδήποτε δεν θα ήταν τίμιος. Τι κι αν ο κος. Κούβελος δραστηριοποιείται στη ναυτιλία για πάνω από τρεις δεκαετίες, τα λεφτά του θα τα έβγαλε από τα οικόπεδα στη Μαγνησία (όπου θα γινόταν μεσογειακοί αγώνες) ή θα του τα έδωσε (ή στη σύζυγό του) η Siemens (επειδή αγαπά πολύ τον πεθερό του κο. Μητσοτάκη, που πήγε να της στερήσει το 1993 νέες απ' ευθείας αναθέσεις, από κοινού με την Intracom, στον ΟΤΕ). Δεν μπορεί, αφού έβγαλε αυτός χρήματα και δεν βγάλαμε εμείς (που είμαστε πιο έξυπνοι, πιο όμορφοι, πιο τίμιοι κ.λπ.) σίγουρα κάτι επιλήψιμο θα έπραξε.

Φθόνος, λοιπόν, που είναι φυσικό να υποδαυλίζεται ευκολότερα σε μία δύσκολη οικονομική συγκυρία. Και οι κύριοι εκφραστές του είναι αυτοί που βλέπουν ότι μπορεί να χάσουν τα προνόμια που είχαν μέχρι τώρα, οι εκφραστές της θεωρίας του άκοπου πλουτισμού. Το πολιτικό κατεστημένο, που προσπαθεί να διατηρήσει τα τελευταία του ερείσματα.


Monday, February 27, 2012

Φιλελευθερισμός και μνημόνιο (πρώτο και δεύτερο)

Ο κ. Καρατζαφέρης αρνήθηκε να υποστηρίξει το δεύτερο μνημόνιο, επειδή μας οδηγεί στον τρισκατάρατο φιλελευθερισμό (με σκεπτικό παρόμοιο με αυτό των αριστερών κομμάτων). Από την άλλη, κάποιοι ιδεολόγοι φιλελεύθεροι κατακρίνουν το μνημόνιο (ως μνημόνιο, για τις ανάγκες της παρούσας ανάρτησης, θα εννοούμε το σύνολο των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών αλλαγών που δεσμεύεται, έναντι των δανειστών της, να εφαρμόσει η Ελληνική Δημοκρατία) ως μη φιλελεύθερο και τους υποστηρικτές του ως λίγο-πολύ άσχετους με τις αρχές του φιλελευθερισμού. Κάθε μία από τις δύο προσεγγίσεις παρουσιάζει θεμελιώδη σφάλματα. Η μεν προσέγγιση του κου. Καρατζαφέρη παραβλέπει ότι τα μέτρα του μνημονίου, που στην πλειοψηφία τους σχετίζονται με την αναδιάρθρωση των δημοσίων υπηρεσιών, έχουν περισσότερο χαρακτήρα εξορθολογισμού μιας υπάρχουσας κατάστασης, χωρίς πολλά από αυτά να μεταβάλλουν ουσιωδώς την κρατική επέμβαση στην οικονομία - μολονότι αρκετές διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η απελευθέρωση των επαγγελμάτων, η κατάργηση της υποχρεωτικής παράστασης δικηγόρων στα συμβόλαια κ.λπ., έχουν σαφώς φιλελεύθερο χαρακτήρα. Η προσέγγιση των ιδεολόγων φιλελευθέρων παραβλέπει ότι σκοπός του μνημονίου δεν είναι η φιλελευθεροποίηση της ελληνικής κοινωνίας, αλλά η διασφάλιση, κατά το δυνατόν, των δανειστών του Ελληνικού Δημοσίου ότι θα μπορέσουν να αποπληρωθούν τα χρέη προς αυτούς. Η στόχευση του μνημονίου είναι, δηλαδή, περισσότερο βραχυπρόθεσμη και σχετίζεται περισσότερο με τις ταμειακές ροές του Ελληνικού Δημοσίου για τα επόμενα λίγα έτη.

Τα βασικά μέτρα του δεύτερου μνημονίου, που το κατέστησαν κακό και νεοφιλελεύθερο κατά τον κο. Καρατζαφέρη (και διαφόρους που το καταψήφισαν) είναι η μείωση στις συντάξεις και η άμβλυνση της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με παράλληλη (νομοθετική) μείωση της κατώτατης αμοιβής (βασικού μισθού). Προφανώς το μόνο από τα μέτρα αυτά που θα μπορούσε θα θεωρηθεί ότι κινείται προς τη φιλελεύθερη κατεύθυνση είναι η άμβλυνση της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όχι με την έννοια της επέμβασης σε μια σύμβαση που έχει καταρτισθεί μεταξύ εκπροσώπων εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά με την έννοια της μη-επέκτασης της ισχύος της, με διοικητικό ή νομοθετικό τρόπο, μεταξύ μη συμβεβλημένων και μη εκπροσωπουμένων φορέων. Η ισορροπία μεταξύ εισφορών και παροχών σε ένα διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έχει λογιστικό, και όχι ιδεολογικό χαρακτήρα, ενώ η νομοθετική διαμόρφωση συμβατικών όρων (όπως του ημερομισθίου) δεν έχει καμμία σχέση με τις φιλελεύθερες απαιτήσεις για ελευθερία των συμβάσεων. Έτσι, τα μέτρα που είχε κατά νου ο κος. Καρατζαφέρης δύσκολα μπορούν να χαρακτηρισθούν φιλελεύθερα ή νεοφιλελεύθερα.

Από την άλλη, οι φιλελεύθεροι που υποστηρίζουν το μνημόνιο δεν το κάνουν, επειδή θεωρούν ότι τα μέτρα του μνημονίου θα φέρουν τη φιλελευθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί, βεβαίως, ότι αρκετές από τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με το μνημόνιο, που περιλαμβάνουν και ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση τομέων της αγοράς, μείωση του κράτους διαμέσου της μειώσεως των προσλήψεων κ.λπ., είναι - έστω και εξ αντανακλάσεως μερικές - καλοδεχούμενες από τους φιλελεύθερους. Είναι σαφές ότι σκοπός των μέτρων του μνημονίου είναι η δυνατότητα βραχυπρόθεσμης αποπληρωμής των χρεών του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς αυτά καθίστανται ληξιπρόθεσμα, και η δημιουργία δημοσιονομικού πλεονάσματος, ώστε να μπορεί να εξυπηρετηθεί και μεσοπρόθεσμα ο (ήδη υφιστάμενος) κρατικός δανεισμός. Επίσης, η αποδοχή της ανάγκης για κύρωση του μνημονίου δεν συνεπάγεται και αποδοχή όλων των μέτρων που περιλαμβάνονται σ' αυτό - όμως η δυσμενής θέση, στην οποία ευρίσκεται η χώρα σε σχέση με τους δανειστές, μας υποχρεώνει να συμφωνούμε και σε μέτρα, των οποίων την αναποτελεσματικότητα δεν κατορθώσαμε να δείξουμε στους δανειστές μας.

Όλα αυτά, επειδή συνειδητοποιούμε τι έχουμε να χάσουμε, εάν το κράτος χρεωκοπήσει και εξέλθει από το ευρώ (δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η στάση πληρωμών θα συνεπάγεται αδυναμία πληρωμής όχι μόνο στους εξωτερικούς, αλλά και στους εσωτερικούς δανειστές του κράτους και τους προμηθευτές του). Επιπλέον, όλες οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις απαιτούν την παρουσία του κράτους και την εύρυθμη λειτουργία των βασικών παροχών του: της εξωτερικής και εσωτερικής ασφάλειας και της δικαιοσύνης. Η προστασία της ιδιοκτησίας απαιτεί την παρουσία κράτους. Και απαιτούν ένα σχετικά ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον αλλά και ένα αξιόπιστο κράτος, πολύ περισσότερο εάν οι περισσότερες λειτουργίες του ανατίθενται σε ιδιώτες (λ.χ. πώς θα λειτουργήσει ένα πρόγραμμα με κουπόνια εκπαίδευσης, εάν το ιδιωτικό σχολείο δεν ξέρει ότι το κράτος θα του πληρώσει το κουπόνι για το μαθητή που εγγράφει;).

Επίσης, ποια αναπτυξιακή προοπτική θα υπάρχει σε ένα κράτος, στο οποίο θα επικρατεί ο καλπάζων πληθωρισμός που θα φέρει η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα; Μια οικονομία, της οποίας οι βασικές πρώτες ύλες είναι εισαγόμενες, πώς θα αναπτύξει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα βασιζόμενη στην υποτίμηση του νομίσματός της; Πώς μπορεί να συγκριθεί η χώρα μας, με τον πολύ αδύναμο πρωτογενή τομέα και τον σκοτωμένο, πλέον, δευτερογενή τομέα με την Αργεντινή, η οποία μπορούσε, λόγω της γεωργοκτηνοτροφίας της, να έχει εξ αρχής πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών; Και, στο πλαίσιο ενός τέτοιου πληθωριστικού κλίματος, ποιες φωνές θα επικρατήσουν; Οι φωνές της απελευθέρωσης της οικονομίας, της δημιουργίας συνθηκών για την προσέγγιση άμεσων ξένων επενδύσεων, ή οι φωνές του προστατευτισμού και του συντεχνιασμού; Δεν συζητάμε, βέβαια, για την επάνοδο του νομισματοκοπείου στα χέρια της εγχώριας πολιτικής τάξης (που θα διατηρηθεί με εθνικιστικές διακηρύξεις) και τις συνέπειες που θα έχει κάτι τέτοιο. Το κράτος θα έχει ξανά τη δυνατότητα να κόβει χρήμα, για να βολεύει τις συντεχνίες που στηρίζουν την άρχουσα τάξη.

Και κάτι τελευταίο: προβάλλεται από πολλές πλευρές ότι το πρώτο μνημόνιο απέτυχε. Στην αντίρρηση ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόσθηκαν (κυρίως αυτές που προέβλεπαν διαρθρωτικές αλλαγές) ακολουθούσε ένας διάλογος για τις ευθύνες που είχε είτε η τρόικα, είτε η ελληνική κυβέρνηση. Μια προσεκτική ματιά στο δεύτερο μνημόνιο αποδεικνύει ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι πολύ πιο εξειδικευμένες, δηλαδή ότι η τρόικα έχει αρχίσει να μαθαίνει αρκετά για τη χώρα μας και δεν εμπιστεύεται πλέον την ελληνική άρχουσα τάξη. Αυτονόητες ρυθμίσεις, όπως η ενοποίηση των κατακερματισμένων ασφαλιστικών ταμείων ή η κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Εστίας (από τον οποίο προέρχεται και η επιδότηση προς τη ΓΣΕΕ) ή κάποιων φόρων υπέρ τρίτων, που για πρώτη φορά προβλέπονται στο δεύτερο μνημόνιο (και που αποτελούν ανάθεμα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα), αποδεικνύουν ότι, παρά τις ατέλειές τους, οι δανειστές μας έχουν καταφέρει να διαγνώσουν αρκετές από τις παθολογίες του συστήματός μας. Πολλά από τα μέτρα δημοσιονομικού και λοιπού εξορθολογισμού του ελληνικού κράτους θα έπρεπε να είναι ευπρόσδεκτα ανεξαρτήτως ιδεολογικής ένταξης από όλους, όσοι δεν είναι εξαρτημένοι από τις συντεχνίες που λυμαίνονται το κράτος σήμερα.

Συνεπώς, το μνημόνιο δεν ήλθε για να φέρει το φιλελευθερισμό στην Ελλάδα. Ούτε εγγυάται κανείς ότι ο χρόνος, που μας αγοράζει, θα φέρει τις αλλαγές προς την κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας. Ίσα-ίσα που ελλοχεύει ο κίνδυνος να πάμε σε μία κρατική "ανάπτυξη" με αύξηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, ΕΣΠΑ κ.λπ. Αλλά γι' αυτά θα τα πούμε στην επόμενη ανάρτηση.

Η φανταστική και η πραγματική κόλαση

Σε παρουσίασή του στην εκπομπή του Γιώργου Αυτιά (αναφορά σε δεύτερη συνεχόμενη ανάρτηση!) ο Γιώργος Καρατζαφέρης επεχείρησε να δώσει το στίγμα του κόμματός του - είπε, πάνω-κάτω, τα εξής: "Είναι δύο τα κακά: ο κομμουνισμός από τη μία πλευρά και ο νεοφιλελευθερισμός από την άλλη. Εμείς δεν θέλουμε κανένα από τα δύο". Εννοούσε, βέβαια, ότι νεοφιλελευθερισμός ήταν η πολιτική που προωθούσε το δεύτερο μνημόνιο, το οποίο κατεψήφισε (σε αντίθεση με τους νεοφιλελεύθερους, υποτίθεται, Μαυρουδή Βορίδη και Σπυρίδωνα-Άδωνι Γεωργιάδη), ενώ κομμουνισμός θα ήταν το αποτέλεσμα της επιβολής των ιδεών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ στην πολιτική σκηνή. Ο κ. Καρατζαφέρης, δηλαδή, επαγγέλθηκε και αυτός με τη σειρά του ένα "τρίτο δρόμο", τον άλλο κόσμο που είναι εφικτός, θυμίζοντας, από την αντίστροφη πλευρά, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η Δημοκρατική Αριστερά.
Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό, μολονότι τα πρακτικά θέματα είναι πολύ περισσότερο επίκαιρα, να κάνουμε και την ιδεολογική αναφορά: ο υπαρκτός σοσιαλισμός δοκιμάσθηκε στη γη (και έχει ακόμη κάποια κατάλοιπα). Ο νεοφιλελευθερισμός δεν ξέρω εάν έχει δοκιμασθεί ως τέτοιος, αλλά τα βασικά στοιχεία που περιέχει το νέο μνημόνιο (εάν, χάριν της συζητήσεως, ταυτίσουμε το νέο μνημόνιο με το νεοφιλελευθερισμό, πρόταση τουλάχιστον αμφίβολη αφ' εαυτής) έχουν τύχει ευρείας εφαρμογής στις δυτικές δημοκρατίες, στις οποίες οι συντεχνίες έχουν περιορισθεί και το κοινωνικό κράτος δεν είναι κατακερματισμένο. Εάν η αγωνία του κου. Καρατζαφέρη να μας προφυλάξει από ένα μοντέλο Βορείου Κορέας ή Κούβας, αποκηρύσσοντας τον κομμουνισμό, είναι εύλογη, δεν μπορώ να καταλάβω από ποιο μοντέλο προσπαθεί να μας προφυλάξει με την παρουσίαση του νεοφιλελευθερισμού ως της άλλης οδού προς την επίγεια κόλαση. Διότι, παραδόξως, οι κοινωνίες που είχαν τα χαρακτηριστικά αυτής της επί γης κολάσεως, ήσαν και οι κοινωνίες που προσείλκυαν το μεγαλύτερο αριθμό υποψηφίων μεταναστών, εκεί όπου οι περισσότεροι ξένοι ήθελαν να ενταχθούν.

Sunday, February 26, 2012

Τις πταίει; Και η ευθύνη των δημοσιογράφων

Σε συζήτηση, σήμερα το πρωί, με τον Καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλο, και στην παρατήρησή του ότι για την κρίση φταίνε και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ο Γιώργος Αυτιάς αντέλεξε: "πείτε μου, κε. Καθηγητά, υπέγραψε κανείς δημοσιογράφος διαταγή, για να λαμβάνουν επίδομα όσοι βάζουν τις μηχανές τους εμπρός εγκαίρως;" (σημειωτέον: καταγράφω από μνήμης, οπότε μπορεί να ειπώθηκε με κάπως διαφορετική διατύπωση).

Όμως ο κος. Αυτιάς δεν προχώρησε, να μας πει ποιος πολιτικός (ή υπουργός ή διοικητής ΔΕΚΟ) είναι αυτός που υπέγραψε, ώστε να χορηγηθεί το παραπάνω επίδομα. Ποτέ δεν αποτέλεσε αντικείμενο δημοσιογραφικής έρευνας ποιοι πολιτικοί έλαβαν τις πλέον εξόφθαλμες αποφάσεις για παροχές σε συντεχνίες ή συνδικάτα υπό κομματική διοίκηση. Τις προσεχείς ημέρες μπορεί να αποκαλυφθεί το όνομα του/ της βουλευτού που εξήγαγε € 1.000.000 στην Ελβετία (χρήματα που αποκτήθηκαν νομίμως, κατά το ρεπορτάζ). Θα πέσουν όλοι πάνω του, να τον φάνε. Ωστόσο, η ζημία που προκάλεσε αυτός ο βουλευτής στο δημόσιο είναι σχεδόν μηδαμινή. Αντιθέτως, η ζημία που προκάλεσε αυτός που υπέγραψε για καθένα από τα παράλογα αυτά επιδόματα (όπως και της έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία) είναι πολύ μεγαλύτερη. Ποιος δημοσιογράφος, όμως, κάθισε να μας αποκαλύψει ποιος είναι αυτός; Πότε οι δημοσιογράφοι παρενεβλήθησαν σ' αυτή την άνομη συμμαχία των συντεχνιών και των πολιτικών που τις στηρίζουν με δημόσιο χρήμα;

Και, φυσικά, ποιος έχει στήσει στον τοίχο κορυφαίο σημερινό υπουργό, ο οποίος το 1999 υπέγραψε σύμβαση με την ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ που κυρώθηκε στη συνέχεια από τη Βουλή και είχε ως αποτέλεσμα το Δημόσιο να πληρώνει κάθε χρόνο τουλάχιστον € 600.000.000 στον ΟΑΠ-ΔΕΗ; Για να αντιληφθούμε το μέγεθος των 600 εκατομμυρίων, αρκεί ν' αναλογισθούμε ότι η νέα δανειακή σύμβαση κόντεψε να τιναχθεί στον αέρα, επειδή δεν μπορούσαν να καλυφθούν τρύπες 300 εκατομμυρίων (και οι οποίες τελικώς καλύφθηκαν με οριζόντια περικοπή σε συντάξεις). Τις ευθύνες από αυτόν τον πολιτικό ποιος θα τις αναζητήσει;