Monday, January 5, 2015

Ποιος χάνει πραγματικά από την άμεση αποκατάσταση του βασικού μισθού στα 750 ευρώ;

Ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβάνει, στα 10 πράγματα που θα κάνει αμέσως μόλις αναλάβει την κυβέρνηση, την αποκατάσταση του βασικού μισθού στα 750 ευρώ. Είναι από τις ενέργειες εκείνες που, δυστυχώς, αντανακλούν το συνδυασμό ιδεοληψίας, άγνοιας της αγοράς και καιροσκοπισμού εκ μέρους των εκφραστών τους. Εμφανίζεται ως μια ακόμη κανονιά στην πάλη των τάξεων, ως η ανακατάληψη ενός υψώματος που είχε κερδίσει προσωρινά η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα και ο ταξικός εχθρός των εργοδοτών/ βιομηχάνων.

Η επαναφορά της βασικής συζήτησης για την αξία του νομοθετικώς κατοχυρωμένου μισθού θα είχε την αξία της σε πιο ομαλές περιόδους. Σήμερα, όμως, τα δεδομένα θα έπρεπε να οδηγήσουν σε δεύτερες σκέψεις ακόμη και τους αυτοανακηρυσσόμενους προστάτες της εργατιάς (ένα μέρος του πολιτικού φάσματος, επικαλούμενο ταξική συνείδηση και κοινούς ταξικούς αγώνες διεκδικεί την αποκλειστικότητα στη μέριμνα για τους εργαζομένους). Στο σενάριο που δικαιολογεί το μισθό που καθιερώνεται νομοθετικά, ο εργοδότης αποκομίζει υπερκέρδη από την υπεραξία του εργαζομένου - γιατί να μη δώσει στον εργαζόμενο ένα μέρος από τα κέρδη αυτά; Δεν είναι δίκαιο να μοιράζονται εργοδότες και εργαζόμενοι τα κέρδη που φέρνει η προσπάθεια του εργαζομένου;

Δυστυχώς σήμερα δεν μπορεί να γίνει συζήτηση επί της βάσεως αυτής. Οι περισσότερες επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζομένους με το νόμιμο, το βασικό μισθό είναι μικρομεσαίες. Οι περισσότερες από αυτές τις επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τεράστια οικονομικά προβλήματα και χρέη. Δεν αγωνίζονται τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία για το υπερκέρδος, αλλά για να διατηρηθούν στη ζωή. Έχουν χρέη προς τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, εφορία και, σε πολλές περιπτώσεις, και προς τους ίδιους τους εργαζομένους τους. Όποιος γνωρίζει την αγορά, αντιλαμβάνεται ότι πολλές από τις επιχειρήσεις αυτές είναι σε οριακό σημείο ως προς την επιβίωσή τους. Γνωρίζει ότι μια απότομη επιβάρυνση του εργατικού κόστους (της τάξεως του 15-20%, σύμφωνα με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ) απλώς θα οδηγήσει πολλές από αυτές στο κλείσιμο.

Δεν πρόκειται για εκβιασμό. Δεν πρόκειται για εργοδότες που θα έχουν την επιλογή είτε να συνεχίσουν να λειτουργούν την επιχείρησή τους, είτε να την κλείσουν. Δεν θα διαθέτουν πλέον την επιλογή να συνεχίσουν. Και θα υποχρεωθούν είτε να κλείσουν, είτε να αρχίσουν να απασχολούν αδήλωτους εργαζομένους. Δυστυχώς η παραγωγικότητα ή η κερδοφορία δεν μπορούν να προκύψουν από νομοθετικές διατάξεις.

Έτσι, δυστυχώς πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα κλείσουν. Πολλοί εργαζόμενοι, τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να βοηθήσει, δεν θα δουν αύξηση, απλώς θα χάσουν τη δουλειά τους. Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για το κράτος (ασφαλιστικές εισφορές, φορολογία). Όταν η νομοθεσία προσπαθεί να επιβάλει κάτι που είναι τόσο μακριά από το σημείο ισορροπίας της αγοράς, απλώς ακυρώνεται η οικονομική δραστηριότητα - και δεν μπορεί να υπάρχει "δικαίωμα στην εργασία" χωρίς οικονομική δραστηριότητα.

Sunday, January 4, 2015

Η εθνική ανεξαρτησία και η κυριαρχία που χάθηκε

Αμέσως μετά το πρώτο Μνημόνιο είχε κυκλοφορήσει η «νομική» άποψη ότι δι' αυτού καταλύθηκε η εθνική μας κυριαρχία. Η άποψη αυτή βασιζόταν αφ' ενός στην παραίτηση του κράτους από την επίκληση του sovereign immunity (δηλαδή από τα κυριαρχικά του δικαιώματα) σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του Δημοσίου, αφ' ετέρου όμως (και κυρίως) στην άποψη ότι οι αποφάσεις για την πορεία της χώρας και για συγκεκριμένα μέτρα δεν θα λαμβάνονταν πια στην Ελλάδα, από το Κοινοβούλιο και την Κυβέρνηση, αλλά από την τρόικα, που εκπροσωπούσε τους δανειστές της χώρας μας.

Νομικά μιλώντας η άποψη αυτή είναι έωλη, όπως έκρινε και το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ' αριθμόν 668/2012 απόφασή του, επισημαίνοντας το προφανές, ότι κανένα μέτρο δεν επιβάλλεται απ' ευθείας, αλλά όλα εγκρίνονται από τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Πολιτείας. Ουσιαστικά, όμως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απειλή διακοπής της χρηματοδότησης είναι πολύ ισχυρό όπλο που χρησιμοποιείται από την τρόικα, ώστε να υποχρεώσει τη χώρα μας να περάσει τα μέτρα που αναφέρονται στο μνημόνιο. Η απειλή αυτή έχει αναγκάσει πολλούς βουλευτές να ψηφίσουν για διάφορα μέτρα έχοντας συνειδησιακό πρόβλημα.

Εν τοις πράγμασι, δηλαδή, όντως η χώρα υποχρεώνεται να κινηθεί σε ένα περιορισμένο πλαίσιο πολιτικών επιλογών. Αυτό το επικρίνουν σε κάθε δυνατή ευκαιρία οι εξ αριστερών υπέρμαχοι της εθνικής κυριαρχίας, ιδίως οι περισσότερο «πατριωτικοί» εξ αυτών. Δεν παραλείπουν, φυσικά, να χρεώσουν αυτή την επιταγή στον επάρατο νεοφιλελευθερισμό.

Φυσικά, όσο και να ψάχνουν δεν θα βρουν ούτε ένα φιλελεύθερο ή νεοφιλελεύθερο, ο οποίος να επικροτεί μια πολιτική ελλειμμάτων και να μη επιζητεί τουλάχιστον ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Εάν οι νεοφιλελεύθεροι κυβερνούσαν την Ελλάδα μπορεί να έκαναν πολύ άσχημα και ανάλγητα πράγματα, όμως δεν θα είχαν δανεισθεί από τις αγορές και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε να φθάσουν σε σημείο που αδυνατούν να αποπληρώσουν τα χρέη της χώρας. Αντιθέτως, οι εξ αριστερών κατά κανόνα κατηγορούσαν τις «νεοφιλελεύθερες» κυβερνήσεις ότι δεν δίνουν αρκετές παροχές - παροχές που θα απαιτούσαν ακόμη περισσότερο εξωτερικό δανεισμό, άρα ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση από τις αγορές.

Για να το πούμε με απλά λόγια: ας θεωρήσουμε «αγορά» ή «αγορές», χάριν της συζητήσεως, μόνο το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτούς τους τραπεζίτες που είναι χοντροί, φοράνε μαύρα (και μαύρα παπιγιόν) και καπνίζουν πούρα και όλη τους η μέριμνα είναι να απομυζήσουν το μεδούλι των πτωχών, πλην τιμίων, Ελλήνων. Τι λόγο θα είχαν στη ζωή  μας, αν οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έβρισκαν εύκολες λύσεις για να στηρίξουν τις παροχές τους, δανειζόμενες από το εξωτερικό; Γιατί να μπούμε στην ανάγκη των αγορών; Γιατί να δώσουμε στους τύπους με τα πούρα το δικαίωμα να μας «τιμωρούν»; Επειδή θέλαμε ένα πολιτικό πελατειακό σύστημα. Επειδή δεν μας ενδιέφερε η αύξηση της παραγωγής, αλλά η εύκολη λύση, για να στηθεί ένα πελατειακό σύστημα. Επειδή στο όνομα του σοσιαλισμού ή της επανίδρυσης του κράτους προσλαμβάναμε και ξοδεύαμε δημιουργώντας όλο και περισσότερα αντικίνητρα για την παραγωγή, επιβραβεύαμε όσους ήθελαν να γίνουν υποτακτικοί του συστήματος και τιμωρούσαμε όσους παρήγαν.

Το έλλειμμα και το χρέος έχουν όνομα και επώνυμο (ή, μάλλον, ονόματα και επώνυμα). Η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είναι διαθέσιμη για όποιον θέλει να τα μάθει. Όνομα και επώνυμο έχουν όσοι καταβαράθρωσαν τα δημόσια οικονομικά. Όνομα και επώνυμο έχουν και όσοι ωφελήθηκαν (και δεν είναι οι πλέον αδύναμοι οικονομικά εκ των συμπολιτών μας, μάλλον το ανάποδο). Τα νούμερα έχουν αρχίσει να γίνονται γνωστά. Σκεφθείτε πόσους ΕΝΦΙΑ θα είχαμε γλιτώσει, εάν είχε αποκρατικοποιηθεί ο ΟΣΕ το 1993. Το ίδιο και η Ολυμπιακή Αεροπορία. Εάν δεν έπρεπε να πληρώνουμε κάθε χρόνο πάνω από 10.000 ευρώ ενίσχυση για κάθε συνταξιούχο της ΔΕΗ. Εάν οι καθηγητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δίδασκαν δύο διδακτικές ώρες παραπάνω την εβδομάδα. Και πόσοι θα είχαν στραφεί στην παραγωγή, την πραγματική παραγωγή, εάν η ευκολότερη ανέλιξη δεν ήταν μια θέση σε ΔΕΚΟ ή σε κάποια κρατικοδίαιτη ιδιωτική εταιρεία.

Και ξαναπάμε στο αρχικό ερώτημα - ναι, έχει εν τοις πράγμασι περιορισθεί η κυριαρχία. Ναι, είμαστε στο έλεος των κακών τύπων με τα πούρα. Μόνο που θα δείτε ότι αυτοί που γκρινιάζουν περισσότερο, αυτοί που μας καλούν να μην είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, είναι αυτοί που υποστήριξαν τις πολιτικές, οι οποίες μας έφεραν στο έλεος των κακών και ανάλγητων αγορών.