Sunday, March 6, 2011

Η πολιτική ορθότητα αποκτά ποινικά εργαλεία

Διαβάστε το νομοσχέδιο για την καταπολέμηση των ρατσιστικών συμπεριφορών. Για να δούμε τι ποινικοποιεί - και, κατ' αρχήν, στο άρθρο 3 § 1 (για να μην αναφερθούμε στις επιβαρυντικές περιπτώσεις):

Όποιος από πρόθεση, δημόσια προφορικά ή διά του τύπου ή μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά ομάδας ή προσώπου, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το γενετήσιο προσανατολισμό, ή κατά πραγμάτων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα, κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή χιλίων έως πέντε χιλιάδων (1.000 – 5.000) ευρώ.

Υπάρχει πολλή περιπτωσιολογία μέσα σ' όλες αυτές τις διαζεύξεις - αν αφαιρέσουμε κάποιες, τι μας μένει;

Όποιος από πρόθεση, δημόσια προφορικά ή διά του τύπου ή μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, προκαλεί ... εχθροπάθεια κατά ομάδας ή προσώπου, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το γενετήσιο προσανατολισμό ... κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, τιμωρείται ... .

Και τί εστιν εχθροπάθεια; Πάμε στο άρθρο 2:

Στον παρόντα νόμο, ο όρος «εχθροπάθεια» θα πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος τόσο στην καλλιέργεια όσο και στην εξωτερίκευση αισθημάτων μίσους και αντιπαλότητας.

Οπότε: όποιος πει κάτι, το οποίο θα καλλιεργήσει αισθήματα αντιπαλότητας (κατά προσώπων με όλους τους παραπάνω προσδιορισμούς) κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, τιμωρείται.

Επομένως, θα καλείται ένας δικαστής να κρίνει: εάν κάποιος λόγος μπορεί να προκαλέσει αντιπαλότητα (δεν αναφέρεται ποιοι θα καταληφθούν από εχθροπάθεια, οπότε μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, άρα ο δικαστής δεν θα εξετάσει ένα-ένα όλους, όσοι μπορεί να είναι αποδέκτες του "κακού" μηνύματος, αλλά θα κρίνει με τη δική του συναίσθηση για τη δυνητική πρόκληση αιτιότητας) και εάν η αντιπαλότητα αυτή θα μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη.

[Άσκηση (ή, αλλιώς, κουΐζ για δυνατούς λύτες): μιλήστε για ζητήματα ισλάμ ή μετανάστευσης κατά τρόπο, που να διασφαλίζετε ότι δεν θα μπείτε στη μέγγενη αυτού του νόμου, ότι δεν θα κρίνει κάποιος δικαστής ότι αυτά που λέτε μπορούν να προκαλέσουν αντιπαλότητα και, εν συνεχεία, να εκθέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη.]

Να μιλήσουμε για την παντελή έλλειψη ασφάλειας στο ποινικό δίκαιο; Να μιλήσουμε για ουσιαστική αδυναμία για συζήτηση κάποιων από τα πιο σημαντικά θέματα σήμερα; (επειδή μάλιστα θα γίνονται πιο έντονα και ενδεχομένως να φορτίζεται περισσότερο το κλίμα, η δημιουργία αντιπαλότητας ή κινδύνου στη δημόσια τάξη θα θεωρείται όλο και πιο πιθανή) Να μιλήσουμε για την αποτροπή δημοσίων εκδηλώσεων κάθε λογής απόψεων, οι οποίες θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν από αυτούς που τις απεχθάνονται και να καταρριφθούν σε ανοικτό διάλογο; Να μιλήσουμε για τη στέρηση του θεμελιώδους δικαιώματος, σε μια δημοκρατία, του ελεύθερου δημοσίου διαλόγου; Δεν ξέρω τι μπορεί να πει κανείς γι' αυτό το νομοσχέδιο - και έρχεται καπάκι και το παρακάτω:

Όποιος δημόσια προφορικά ή διά του τύπου ή μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, εγκωμιάζει ή αρνείται ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ή των εγκλημάτων που ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στη Συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945 και η πράξη αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή το γενετήσιο προσανατολισμό κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή χιλίων έως τριών χιλιάδων (1.000 – 3.000) ευρώ.

Πρέπει να έχουμε και την επιβεβλημένη από την πλειοψηφία άποψη για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο (να μην εκμηδενίζουμε τη σημασία τους!) και, φυσικά, αν μην αμφισβητούμε την επίσημη ιστορία! Δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό ούτε καν από τους συντάκτες του νόμου αυτού πώς θα μπορούσε ο νόμος να χρησιμοποιηθεί από κάθε ένα που ενοχλείται από μια αντίθετη άποψη (και δεν έχει τα διανοητικά εργαλεία να την αντικρούσει ευθέως), ώστε να την φιμώσει, να ταλαιπωρεί με δικαστήρια όσους διαφωνούν μαζί του.

Ο νόμος αυτός είναι απαράδεκτος και πρέπει να ασκηθεί κάθε δυνατή πολιτική πίεση, ώστε να μη ψηφισθεί. Μέχρι στιγμής ένα κόμμα, η Δράση, εξέδωσε δελτίο τύπου που τον καταγγέλλει. Περιμένουμε και τη θέση των λοιπών κομμάτων.

ΥΓ. Το κερασάκι στην τούρτα, πάντως, είναι οι υπέρ του νόμου τοποθετήσεις τριών καθηγητών της Νομικής του ΑΠΘ, εκ των οποίων οι δύο είναι ποινικολόγοι και επαναλαμβάνουν σε όλα τους τα συγγράμματα τον εγγυητικό χαρακτήρα του ποινικού δικαίου: οριοθετεί αυστηρά τις ποινικώς κολάσιμες πράξεις, με αποτέλεσμα οι πολίτες να ξέρουν πως επιτρέπεται ό,τι δεν απαγορεύεται.

3 comments:

William said...

Επειδή η άσκηση είναι πολύ δύσκολη, δοκιμάστε πρώτα μία ευκολότερη: Μιλήστε για οποιοδήποτε θέμα κατά τρόπο με τον οποίο θα διασφαλίζετε ότι δεν θα προκαλέσετε αντιπαλότητα.

shareholder-cs said...

H επικεφαλίδα στο blog «Η πολιτική ορθότητα αποκτά ποινικά εργαλεία»

νομίζω ότι παραποιεί τη λογική του συγκεκριμένου νόμου.



Όσο μπορώ να συνάγω, ο νόμος δεν απαγορεύει διόλου την έκφραση ακόμα και ρατσιστικών αντιλήψεων αλλά τιμωρεί «τη πρόθεση να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη».



Το αν και πότε συμβαίνει αυτό, το κρίνει η δικαιοσύνη.

Δεν βλέπω κάτι μεμπτό σ αυτό. Δεν είμαι νομικός, αλλά νομίζω ότι ούτως ή άλλως η προσπάθεια διέγερσης σε βιαιοπραγίες διώκεται γενικότερα.

Και εκεί, πάλι η δικαιοσύνη κρίνει.



Ομοίως η δικαιοσύνη μπορεί βασει της κέιμενης νομοθεσίας να κρίνει κάποιον για συκοφαντική δυσφήμιση κάποιου άλλου, ή ότι πρόσβαλε τη δημόσια αιδώ, ή το θρησκευτικό συναίσθημα, ή την αξιοπρέπεια, ή τη γενετήσια αξιοπρέπεια, ή της σημαίας και των εθνικών συμβόλων, κλπ κλπ



Ο δικαστής είναι ex officio κριτής. Δεν μπορούμε να του αρνούμαστε αυτό το ρόλο.

Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά και διακριτά όσο το άσπρο απ το μαύρο, δεν θα χρειαζόταν δικαστήρια, εισαγγελείς, δικηγόροι προς υπεράσπιση, κρίση των ενόρκων, δευτεροβάθμια δικαστήρια, σκεπτικό της δικαστικής απόφασης, εφέσεις κλπ



Όσο για το επιχείρημα



«Δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό ούτε καν από τους συντάκτες του νόμου αυτού πώς θα μπορούσε ο νόμος να χρησιμοποιηθεί από κάθε ένα που ενοχλείται από μια αντίθετη άποψη (και δεν έχει τα διανοητικά εργαλεία να την αντικρούσει ευθέως), ώστε να την φιμώσει, να ταλαιπωρεί με δικαστήρια όσους διαφωνούν μαζί του.»



είναι προφανές ότι όποιος έχει τέτοια διάθεση, του αρκούν και οι υπόλοιπες παρούσες νομικές διατάξεις για να ταλαιπωρήσει κάποιον δικαστικά.



Χρήστος Σαμαράς

Averell said...

@ christos

Ξεκινώ από το τελευταίο που γράφετε. Πολύ σωστά, υπάρχουν ήδη εργαλεία για να ταλαιπωρούν διάφοροι τους συμπολίτες τους στα δικαστήρια. Σας διαβεβαιώνω ότι χρησιμοποιούνται υπέρ το δέον. Επομένως ποιο πρέπει να είναι το αίτημα; Να προστεθούν κι άλλα ή να καταργηθούν τα ήδη υπάρχοντα; Κατά τη γνώμη μου το δεύτερο.

Δεύτερον: τι σημαίνει "προκαλώ εχθροπάθεια"; Η πρόκληση της εχθροπάθειας δεν είναι το σκοπούμενο, κατ' ανάγκην: σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου, δεν τιμωρείται αυτός που σκοπεύει να προκαλέσει αντιπαλότητα, αλλά αυτός, του οποίου ο λόγος την προκαλεί έστω και εξ αντανακλάσεως - και το τελευταίο αυτό είναι πολύ εύκολο να συμβεί. Οποιοδήποτε έντονα εριζόμενο ζήτημα προκαλεί διαμάχες, προκαλεί αντιπαλότητες, προκαλεί αυτή την περιβόητη "εχθροπάθεια". Και τιμωρείται όχι η έκφραση που εξέθεσε σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, αλλά αυτή που μπορεί να την θέσει σε κίνδυνο. Δηλαδή ό,τι νάναι.

Τέλος, η δικαιοσύνη δεν είναι ένας θεσμός με δική του αυθεντία. Η δικαιοσύνη ακολουθεί τους νόμους. Αλλίμονο εάν επιτρέπαμε στους δικαστές αυθαίρετα, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, να κρίνουν τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Εξίσου κακό είναι να τους παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στην εφαρμογή των ποινικών κανόνων.