Thursday, December 11, 2008
Τάξη, ασφάλεια και φιλελεύθερα διλήμματα
Η διατύπωση θέσεων, απόψεων κ.λπ. για τα γεγονότα των τελευταίων ημερών είναι ιδιαιτέρως δύσκολη για εμάς. Αυτό ισχύει για δύο λόγους: πρώτον, διότι είναι πολύ δύσκολη η νηφάλια τοποθέτηση σε ένα περιβάλλον που είναι ιδιαιτέρως φορτισμένο συναισθηματικά, καθώς έχει προηγηθεί ο θάνατος ενός ανθρώπου που προκλήθηκε από ενέργεια κρατικού οργάνου - δεύτερον, επειδή πάρα πολλοί συμπολίτες μας βιώνουν την καταστροφή της περιουσίας τους, του αποτελέσματος των κόπων μιας ζωής, αλλά και νοιώθουν ανασφαλείς για τη ζωή ή τη σωματική τους ακεραιότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η καίρια παρέμβαση των κρατικών μηχανισμών, των μηχανισμών καταστολής, έναντι των οποίων η ανακλαστική τοποθέτησή μας είναι αρνητική. Για το λόγο αυτό και πρέπει να ξεκαθαρίζουμε κάποιες βασικές παραμέτρους της συζήτησης, προτού μπούμε στη διαδικασία να τοποθετούμαστε αναλυτικά, όπως έκανε σε σημαντικό βαθμό ο Joe στην προηγηθείσα ανάρτησή του.
Μια βασική παράμετρος είναι η εξής: εάν η καταστροφή περιουσιακών στοιχείων είναι απαραίτητη για να σωθεί μια ανθρώπινη ζωή, τότε την αποδεχόμαστε. Ωστόσο, οι καταστροφές κι οι βανδαλισμοί που έχουν προκληθεί μετά το φόνο του 15χρονου μαθητή δεν μπορούν να γίνονται με επίκληση είτε της μνήμης του (την οποία δεν μπορώ να καταλάβω και πώς τιμούν) είτε της ζωής ή του τρόπου που πέθανε. Καμμία καταστροφή δεν πρόκειται να τον επαναφέρει στη ζωή. Είναι εντελώς διαστρεβλωτική η λογική του τύπου: "εδώ ένας άνθρωπος πέθανε, μια ανθρώπινη ζωή χάθηκε, ποιος νοιάζεται για τις περιουσίες". Αντιστρόφως, η αγωνία των καταστηματαρχών για τις περιουσίες τους δεν μπορεί να συσχετισθεί με τυχόν έλλειψη σεβασμού στη μνήμη του παιδιού που σκοτώθηκε. Είναι, δηλαδή, στην περίπτωσή μας κάτι διαφορετικό ο φόνος ενός ανθρώπου από τις καταστροφές περιουσιών τρίτων που ακολουθούν. Και, φυσικά, οι καταστροφές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε από "οργή", ούτε από "αγανάκτηση", ιδίως μάλιστα όταν στρέφονται κατά προσώπων που δεν έχουν καμμία απολύτως σχέση με το περιστατικό του φόνου.
Δεύτερο θέμα είναι η παρουσία, η αρμοδιότητα, ο εξοπλισμός κ.λπ. των αστυνομικών. Από τη μία είναι λογικό να δυσπιστούμε έναντι της κρατικής εξουσίας, ειδικά μετά από πρόσφατα κρούσματα αυθαιρεσιών, οι οποίες κορυφώθηκαν με το φόνο του μαθητή - ή, για να το πούμε αλλιώς: μπορούμε να εμπιστευόμαστε τους αστυνομικούς, δίνοντάς τους εξοπλισμό, όταν βλέπουμε ότι υπάρχει περίπτωση να καταλήξουμε ακόμη και σε φόνους πολιτών; Από την άλλη, μπορούμε να έχουμε αστυνομική εξουσία χωρίς δυνατότητα αποτροπής ή, έστω, αυτοάμυνας, η οποία δεν εξασφαλίζεται χωρίς τον οπλισμό τους; Αν δεν εμπιστευόμαστε την αστυνομία για την τήρηση της τάξης τι θα γίνει; Θα πρέπει να δεχθούμε την αυτοδικία; Θα πρέπει να αφήνουμε απροστάτευτους τους πολίτες από όποιον έχει το θράσος ή τη διάθεση να βιαιοπραγήσει εναντίον τους (για οποιονδήποτε λόγο: από ιδεολογία μέχρι πλιάτσικο); Είναι λογική αυτή που προεβλήθη από την κυβέρνηση, ότι για δύο ημέρες μετά το φόνο η αστυνομία ήταν "αμυνόμενη"; Ο συναισθηματισμός που προκάλεσε ο χαμός μιας ανθρώπινης ζωής σ' αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να θολώνει την κρίση μας - η οποία πρέπει, δυστυχώς, να καταλήξει σε απάντηση στο εξής ερώτημα: παρ' όλο που η αστυνομία μας μπορεί να είναι ανεκπαίδευτη, διεφθαρμένη, ανοργάνωτη, φοβισμένη ή εθισμένη στην αυθαιρεσία, υπάρχει καλύτερη εναλλακτική λύση για την τήρηση της τάξης; Μπορούμε, λ.χ., να εμπιστευθούμε το στρατό; (επίτηδες προκλητικό το ερώτημα - αφιερωμένο σ' όσους εύχονται την επαναφορά της χούντας!) Ή πρέπει να παραιτηθεί η οργανωμένη, συντεταγμένη Πολιτεία από αυτήν της την αρμοδιότητα, με αποτέλεσμα να αναλαμβάνει ο καθένας να υπερασπίζεται τον εαυτό του, την περιουσία του ή ό,τι ο ίδιος κρίνει άξιος υπεράσπισης διά της βίας; Δεν νομίζω ότι είναι εφικτή μια λύση, στην οποία πρωτεύοντα ρόλο δεν θα παίζει η αστυνομία. Και, φοβάμαι πολύ, μάλλον η οπλοφορούσα αστυνομία. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα ζητούμε από κάποιον να εργάζεται με σκοπό την προστασία του κοινού καλού από εγκληματικά στοιχεία και να μην του παρέχουμε τα απαραίτητα εργαλεία (γιατί αυτό είναι, δυστυχώς, ο οπλισμός), ώστε να μπορεί να αποτρέπει το έγκλημα και να προστατεύεται. Αποδεχόμενοι αυτό το ρόλο της αστυνομίας, χρειάζεται να εξετάσουμε πώς θα μπορούσαν να αποτραπούν οι αυθαιρεσίες της, οι οποίες, όπως φαίνεται, έχουν φθάσει στο σημείο των πυροβολισμών χωρίς να συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
Τέλος, πρέπει να γίνει και κάποιος λόγος για όσους βγαίνουν στους δρόμους και "αγωνίζονται" καταστρέφοντας ή ταλαιπωρώντας. Χρειάζεται να διευκρινίσουμε ότι η καχυποψία έναντι του κράτους που μας διακρίνει δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου να ζητούμε παραβίαση της νομιμότητας. Δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή οποιαδήποτε βίαιη παραβίαση της νομιμότητας, ειδικά μάλιστα όταν γίνεται εις βάρος συμπολιτών μας. Τέτοιες παραβιάσεις ξεκινούν από τις καταλήψεις δημοσίων κτηρίων και την απαγόρευση, διά της βίας, σε συμπολίτες μας να τα χρησιμοποιούν και καταλήγουν στην πλήρη κατάλυση της τάξης, στις καταστροφές περιουσιών, τα καψίματα κ.λπ. Κανένα κίνητρο, είτε συναισθηματικό, είτε πολιτικό, δεν δικαιολογεί τέτοιες συμπεριφορές, όσο θεωρούμε ότι είμαστε σε συντεταγμένη, δημοκρατική Πολιτεία. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση δημοκρατικών ευαισθησιών από τις οργανωμένες και βίαιες μειοψηφίες. Το πολίτευμα στη χώρα μας, με όλα τα επιμέρους ελαττώματά του, είναι μια ζώσα δημοκρατία. Κατά το μάλλον ή ήττον έχει διασφαλισθεί η ελευθερία του λόγου, της έκφρασης, της επικοινωνίας. Οι ιδέες, όσο ριζοσπαστικές κι αν είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις διαδίδονται ελεύθερα (για εξαιρέσεις έχουμε μιλήσει στο παρελθόν). Η συσχέτιση των βανδαλισμών αυτών με πράξεις αντίστασης κατά αυταρχικών καθεστώτων (ιδίως της περιόδου της δικτατορίας) είναι εξωφρενική και ενδεικτική είτε της μεγαλομανίας των όσων την κάνουν, είτε της αφέλειας που διακρίνουν στο ακροατήριό τους.
Ο γράφων, όπως και οι αδελφοί μου, δεν είμαστε ούτε ιατροδικαστές, ούτε έχουμε τα στοιχεία, για να εκφέρουμε κρίση περί των συνθηκών του φόνου. Ό,τι και να έχει γίνει, ακόμη κι εάν τα όσα ισχυρίζεται στην απολογία του ο αστυνομικός ήταν στο σύνολό τους αληθινά, πρόκειται για μια πράξη εντελώς αποτρόπαια - η αγανάκτησή μας γι' αυτήν είναι δεδομένη, όπως και η λύπη μας για το θάνατο ενός εφήβου. Ότι προσπαθούμε να αποστασιοποιηθούμε από τα συναισθήματά μας αυτά κατά τη συζήτηση περί του πρακτέτου (καθώς και το ότι επικρίνουμε όσους εκμεταλλεύονται τα συναισθήματα που έχει προκαλέσει το περιστατικό αυτό για πολιτικούς λόγους) δεν σημαίνει καθόλου ότι η στενοχώρια μας είναι μικρότερη. Το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε, μέσα στην οδύνη μας, είναι το περιστατικό αυτό να είναι το τελευταίο - και, στη δημοκρατική μας κοινωνία αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αξιοποιήσουμε τα δικαιώματα που μας δίνει η δημοκρατία, το διάλογο, μέχρι και την ψήφο, ώστε να διασφαλίσουμε, στο μέτρο που μας αναλογεί, ότι κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί.
Μια βασική παράμετρος είναι η εξής: εάν η καταστροφή περιουσιακών στοιχείων είναι απαραίτητη για να σωθεί μια ανθρώπινη ζωή, τότε την αποδεχόμαστε. Ωστόσο, οι καταστροφές κι οι βανδαλισμοί που έχουν προκληθεί μετά το φόνο του 15χρονου μαθητή δεν μπορούν να γίνονται με επίκληση είτε της μνήμης του (την οποία δεν μπορώ να καταλάβω και πώς τιμούν) είτε της ζωής ή του τρόπου που πέθανε. Καμμία καταστροφή δεν πρόκειται να τον επαναφέρει στη ζωή. Είναι εντελώς διαστρεβλωτική η λογική του τύπου: "εδώ ένας άνθρωπος πέθανε, μια ανθρώπινη ζωή χάθηκε, ποιος νοιάζεται για τις περιουσίες". Αντιστρόφως, η αγωνία των καταστηματαρχών για τις περιουσίες τους δεν μπορεί να συσχετισθεί με τυχόν έλλειψη σεβασμού στη μνήμη του παιδιού που σκοτώθηκε. Είναι, δηλαδή, στην περίπτωσή μας κάτι διαφορετικό ο φόνος ενός ανθρώπου από τις καταστροφές περιουσιών τρίτων που ακολουθούν. Και, φυσικά, οι καταστροφές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε από "οργή", ούτε από "αγανάκτηση", ιδίως μάλιστα όταν στρέφονται κατά προσώπων που δεν έχουν καμμία απολύτως σχέση με το περιστατικό του φόνου.
Δεύτερο θέμα είναι η παρουσία, η αρμοδιότητα, ο εξοπλισμός κ.λπ. των αστυνομικών. Από τη μία είναι λογικό να δυσπιστούμε έναντι της κρατικής εξουσίας, ειδικά μετά από πρόσφατα κρούσματα αυθαιρεσιών, οι οποίες κορυφώθηκαν με το φόνο του μαθητή - ή, για να το πούμε αλλιώς: μπορούμε να εμπιστευόμαστε τους αστυνομικούς, δίνοντάς τους εξοπλισμό, όταν βλέπουμε ότι υπάρχει περίπτωση να καταλήξουμε ακόμη και σε φόνους πολιτών; Από την άλλη, μπορούμε να έχουμε αστυνομική εξουσία χωρίς δυνατότητα αποτροπής ή, έστω, αυτοάμυνας, η οποία δεν εξασφαλίζεται χωρίς τον οπλισμό τους; Αν δεν εμπιστευόμαστε την αστυνομία για την τήρηση της τάξης τι θα γίνει; Θα πρέπει να δεχθούμε την αυτοδικία; Θα πρέπει να αφήνουμε απροστάτευτους τους πολίτες από όποιον έχει το θράσος ή τη διάθεση να βιαιοπραγήσει εναντίον τους (για οποιονδήποτε λόγο: από ιδεολογία μέχρι πλιάτσικο); Είναι λογική αυτή που προεβλήθη από την κυβέρνηση, ότι για δύο ημέρες μετά το φόνο η αστυνομία ήταν "αμυνόμενη"; Ο συναισθηματισμός που προκάλεσε ο χαμός μιας ανθρώπινης ζωής σ' αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να θολώνει την κρίση μας - η οποία πρέπει, δυστυχώς, να καταλήξει σε απάντηση στο εξής ερώτημα: παρ' όλο που η αστυνομία μας μπορεί να είναι ανεκπαίδευτη, διεφθαρμένη, ανοργάνωτη, φοβισμένη ή εθισμένη στην αυθαιρεσία, υπάρχει καλύτερη εναλλακτική λύση για την τήρηση της τάξης; Μπορούμε, λ.χ., να εμπιστευθούμε το στρατό; (επίτηδες προκλητικό το ερώτημα - αφιερωμένο σ' όσους εύχονται την επαναφορά της χούντας!) Ή πρέπει να παραιτηθεί η οργανωμένη, συντεταγμένη Πολιτεία από αυτήν της την αρμοδιότητα, με αποτέλεσμα να αναλαμβάνει ο καθένας να υπερασπίζεται τον εαυτό του, την περιουσία του ή ό,τι ο ίδιος κρίνει άξιος υπεράσπισης διά της βίας; Δεν νομίζω ότι είναι εφικτή μια λύση, στην οποία πρωτεύοντα ρόλο δεν θα παίζει η αστυνομία. Και, φοβάμαι πολύ, μάλλον η οπλοφορούσα αστυνομία. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα ζητούμε από κάποιον να εργάζεται με σκοπό την προστασία του κοινού καλού από εγκληματικά στοιχεία και να μην του παρέχουμε τα απαραίτητα εργαλεία (γιατί αυτό είναι, δυστυχώς, ο οπλισμός), ώστε να μπορεί να αποτρέπει το έγκλημα και να προστατεύεται. Αποδεχόμενοι αυτό το ρόλο της αστυνομίας, χρειάζεται να εξετάσουμε πώς θα μπορούσαν να αποτραπούν οι αυθαιρεσίες της, οι οποίες, όπως φαίνεται, έχουν φθάσει στο σημείο των πυροβολισμών χωρίς να συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
Τέλος, πρέπει να γίνει και κάποιος λόγος για όσους βγαίνουν στους δρόμους και "αγωνίζονται" καταστρέφοντας ή ταλαιπωρώντας. Χρειάζεται να διευκρινίσουμε ότι η καχυποψία έναντι του κράτους που μας διακρίνει δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου να ζητούμε παραβίαση της νομιμότητας. Δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή οποιαδήποτε βίαιη παραβίαση της νομιμότητας, ειδικά μάλιστα όταν γίνεται εις βάρος συμπολιτών μας. Τέτοιες παραβιάσεις ξεκινούν από τις καταλήψεις δημοσίων κτηρίων και την απαγόρευση, διά της βίας, σε συμπολίτες μας να τα χρησιμοποιούν και καταλήγουν στην πλήρη κατάλυση της τάξης, στις καταστροφές περιουσιών, τα καψίματα κ.λπ. Κανένα κίνητρο, είτε συναισθηματικό, είτε πολιτικό, δεν δικαιολογεί τέτοιες συμπεριφορές, όσο θεωρούμε ότι είμαστε σε συντεταγμένη, δημοκρατική Πολιτεία. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση δημοκρατικών ευαισθησιών από τις οργανωμένες και βίαιες μειοψηφίες. Το πολίτευμα στη χώρα μας, με όλα τα επιμέρους ελαττώματά του, είναι μια ζώσα δημοκρατία. Κατά το μάλλον ή ήττον έχει διασφαλισθεί η ελευθερία του λόγου, της έκφρασης, της επικοινωνίας. Οι ιδέες, όσο ριζοσπαστικές κι αν είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις διαδίδονται ελεύθερα (για εξαιρέσεις έχουμε μιλήσει στο παρελθόν). Η συσχέτιση των βανδαλισμών αυτών με πράξεις αντίστασης κατά αυταρχικών καθεστώτων (ιδίως της περιόδου της δικτατορίας) είναι εξωφρενική και ενδεικτική είτε της μεγαλομανίας των όσων την κάνουν, είτε της αφέλειας που διακρίνουν στο ακροατήριό τους.
Ο γράφων, όπως και οι αδελφοί μου, δεν είμαστε ούτε ιατροδικαστές, ούτε έχουμε τα στοιχεία, για να εκφέρουμε κρίση περί των συνθηκών του φόνου. Ό,τι και να έχει γίνει, ακόμη κι εάν τα όσα ισχυρίζεται στην απολογία του ο αστυνομικός ήταν στο σύνολό τους αληθινά, πρόκειται για μια πράξη εντελώς αποτρόπαια - η αγανάκτησή μας γι' αυτήν είναι δεδομένη, όπως και η λύπη μας για το θάνατο ενός εφήβου. Ότι προσπαθούμε να αποστασιοποιηθούμε από τα συναισθήματά μας αυτά κατά τη συζήτηση περί του πρακτέτου (καθώς και το ότι επικρίνουμε όσους εκμεταλλεύονται τα συναισθήματα που έχει προκαλέσει το περιστατικό αυτό για πολιτικούς λόγους) δεν σημαίνει καθόλου ότι η στενοχώρια μας είναι μικρότερη. Το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε, μέσα στην οδύνη μας, είναι το περιστατικό αυτό να είναι το τελευταίο - και, στη δημοκρατική μας κοινωνία αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αξιοποιήσουμε τα δικαιώματα που μας δίνει η δημοκρατία, το διάλογο, μέχρι και την ψήφο, ώστε να διασφαλίσουμε, στο μέτρο που μας αναλογεί, ότι κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί.
Labels:
αστυνομική αυθαιρεσία,
βανδαλισμοί,
Επεισόδια,
τάξη και ασφάλεια,
φόνος
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 comment:
Διαβάστε κι αυτό
το άρθρο του Φώτη Περλικού.
Post a Comment