Ο κ. Καρατζαφέρης αρνήθηκε να υποστηρίξει το δεύτερο μνημόνιο, επειδή μας οδηγεί στον τρισκατάρατο φιλελευθερισμό (με σκεπτικό παρόμοιο με αυτό των αριστερών κομμάτων). Από την άλλη, κάποιοι ιδεολόγοι φιλελεύθεροι κατακρίνουν το μνημόνιο (ως μνημόνιο, για τις ανάγκες της παρούσας ανάρτησης, θα εννοούμε το σύνολο των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών αλλαγών που δεσμεύεται, έναντι των δανειστών της, να εφαρμόσει η Ελληνική Δημοκρατία) ως μη φιλελεύθερο και τους υποστηρικτές του ως λίγο-πολύ άσχετους με τις αρχές του φιλελευθερισμού. Κάθε μία από τις δύο προσεγγίσεις παρουσιάζει θεμελιώδη σφάλματα. Η μεν προσέγγιση του κου. Καρατζαφέρη παραβλέπει ότι τα μέτρα του μνημονίου, που στην πλειοψηφία τους σχετίζονται με την αναδιάρθρωση των δημοσίων υπηρεσιών, έχουν περισσότερο χαρακτήρα εξορθολογισμού μιας υπάρχουσας κατάστασης, χωρίς πολλά από αυτά να μεταβάλλουν ουσιωδώς την κρατική επέμβαση στην οικονομία - μολονότι αρκετές διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η απελευθέρωση των επαγγελμάτων, η κατάργηση της υποχρεωτικής παράστασης δικηγόρων στα συμβόλαια κ.λπ., έχουν σαφώς φιλελεύθερο χαρακτήρα. Η προσέγγιση των ιδεολόγων φιλελευθέρων παραβλέπει ότι σκοπός του μνημονίου δεν είναι η φιλελευθεροποίηση της ελληνικής κοινωνίας, αλλά η διασφάλιση, κατά το δυνατόν, των δανειστών του Ελληνικού Δημοσίου ότι θα μπορέσουν να αποπληρωθούν τα χρέη προς αυτούς. Η στόχευση του μνημονίου είναι, δηλαδή, περισσότερο βραχυπρόθεσμη και σχετίζεται περισσότερο με τις ταμειακές ροές του Ελληνικού Δημοσίου για τα επόμενα λίγα έτη.
Τα βασικά μέτρα του δεύτερου μνημονίου, που το κατέστησαν κακό και νεοφιλελεύθερο κατά τον κο. Καρατζαφέρη (και διαφόρους που το καταψήφισαν) είναι η μείωση στις συντάξεις και η άμβλυνση της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με παράλληλη (νομοθετική) μείωση της κατώτατης αμοιβής (βασικού μισθού). Προφανώς το μόνο από τα μέτρα αυτά που θα μπορούσε θα θεωρηθεί ότι κινείται προς τη φιλελεύθερη κατεύθυνση είναι η άμβλυνση της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όχι με την έννοια της επέμβασης σε μια σύμβαση που έχει καταρτισθεί μεταξύ εκπροσώπων εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά με την έννοια της μη-επέκτασης της ισχύος της, με διοικητικό ή νομοθετικό τρόπο, μεταξύ μη συμβεβλημένων και μη εκπροσωπουμένων φορέων. Η ισορροπία μεταξύ εισφορών και παροχών σε ένα διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έχει λογιστικό, και όχι ιδεολογικό χαρακτήρα, ενώ η νομοθετική διαμόρφωση συμβατικών όρων (όπως του ημερομισθίου) δεν έχει καμμία σχέση με τις φιλελεύθερες απαιτήσεις για ελευθερία των συμβάσεων. Έτσι, τα μέτρα που είχε κατά νου ο κος. Καρατζαφέρης δύσκολα μπορούν να χαρακτηρισθούν φιλελεύθερα ή νεοφιλελεύθερα.
Από την άλλη, οι φιλελεύθεροι που υποστηρίζουν το μνημόνιο δεν το κάνουν, επειδή θεωρούν ότι τα μέτρα του μνημονίου θα φέρουν τη φιλελευθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί, βεβαίως, ότι αρκετές από τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με το μνημόνιο, που περιλαμβάνουν και ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση τομέων της αγοράς, μείωση του κράτους διαμέσου της μειώσεως των προσλήψεων κ.λπ., είναι - έστω και εξ αντανακλάσεως μερικές - καλοδεχούμενες από τους φιλελεύθερους. Είναι σαφές ότι σκοπός των μέτρων του μνημονίου είναι η δυνατότητα βραχυπρόθεσμης αποπληρωμής των χρεών του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς αυτά καθίστανται ληξιπρόθεσμα, και η δημιουργία δημοσιονομικού πλεονάσματος, ώστε να μπορεί να εξυπηρετηθεί και μεσοπρόθεσμα ο (ήδη υφιστάμενος) κρατικός δανεισμός. Επίσης, η αποδοχή της ανάγκης για κύρωση του μνημονίου δεν συνεπάγεται και αποδοχή όλων των μέτρων που περιλαμβάνονται σ' αυτό - όμως η δυσμενής θέση, στην οποία ευρίσκεται η χώρα σε σχέση με τους δανειστές, μας υποχρεώνει να συμφωνούμε και σε μέτρα, των οποίων την αναποτελεσματικότητα δεν κατορθώσαμε να δείξουμε στους δανειστές μας.
Όλα αυτά, επειδή συνειδητοποιούμε τι έχουμε να χάσουμε, εάν το κράτος χρεωκοπήσει και εξέλθει από το ευρώ (δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η στάση πληρωμών θα συνεπάγεται αδυναμία πληρωμής όχι μόνο στους εξωτερικούς, αλλά και στους εσωτερικούς δανειστές του κράτους και τους προμηθευτές του). Επιπλέον, όλες οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις απαιτούν την παρουσία του κράτους και την εύρυθμη λειτουργία των βασικών παροχών του: της εξωτερικής και εσωτερικής ασφάλειας και της δικαιοσύνης. Η προστασία της ιδιοκτησίας απαιτεί την παρουσία κράτους. Και απαιτούν ένα σχετικά ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον αλλά και ένα αξιόπιστο κράτος, πολύ περισσότερο εάν οι περισσότερες λειτουργίες του ανατίθενται σε ιδιώτες (λ.χ. πώς θα λειτουργήσει ένα πρόγραμμα με κουπόνια εκπαίδευσης, εάν το ιδιωτικό σχολείο δεν ξέρει ότι το κράτος θα του πληρώσει το κουπόνι για το μαθητή που εγγράφει;).
Επίσης, ποια αναπτυξιακή προοπτική θα υπάρχει σε ένα κράτος, στο οποίο θα επικρατεί ο καλπάζων πληθωρισμός που θα φέρει η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα; Μια οικονομία, της οποίας οι βασικές πρώτες ύλες είναι εισαγόμενες, πώς θα αναπτύξει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα βασιζόμενη στην υποτίμηση του νομίσματός της; Πώς μπορεί να συγκριθεί η χώρα μας, με τον πολύ αδύναμο πρωτογενή τομέα και τον σκοτωμένο, πλέον, δευτερογενή τομέα με την Αργεντινή, η οποία μπορούσε, λόγω της γεωργοκτηνοτροφίας της, να έχει εξ αρχής πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών; Και, στο πλαίσιο ενός τέτοιου πληθωριστικού κλίματος, ποιες φωνές θα επικρατήσουν; Οι φωνές της απελευθέρωσης της οικονομίας, της δημιουργίας συνθηκών για την προσέγγιση άμεσων ξένων επενδύσεων, ή οι φωνές του προστατευτισμού και του συντεχνιασμού; Δεν συζητάμε, βέβαια, για την επάνοδο του νομισματοκοπείου στα χέρια της εγχώριας πολιτικής τάξης (που θα διατηρηθεί με εθνικιστικές διακηρύξεις) και τις συνέπειες που θα έχει κάτι τέτοιο. Το κράτος θα έχει ξανά τη δυνατότητα να κόβει χρήμα, για να βολεύει τις συντεχνίες που στηρίζουν την άρχουσα τάξη.
Και κάτι τελευταίο: προβάλλεται από πολλές πλευρές ότι το πρώτο μνημόνιο απέτυχε. Στην αντίρρηση ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόσθηκαν (κυρίως αυτές που προέβλεπαν διαρθρωτικές αλλαγές) ακολουθούσε ένας διάλογος για τις ευθύνες που είχε είτε η τρόικα, είτε η ελληνική κυβέρνηση. Μια προσεκτική ματιά στο δεύτερο μνημόνιο αποδεικνύει ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι πολύ πιο εξειδικευμένες, δηλαδή ότι η τρόικα έχει αρχίσει να μαθαίνει αρκετά για τη χώρα μας και δεν εμπιστεύεται πλέον την ελληνική άρχουσα τάξη. Αυτονόητες ρυθμίσεις, όπως η ενοποίηση των κατακερματισμένων ασφαλιστικών ταμείων ή η κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Εστίας (από τον οποίο προέρχεται και η επιδότηση προς τη ΓΣΕΕ) ή κάποιων φόρων υπέρ τρίτων, που για πρώτη φορά προβλέπονται στο δεύτερο μνημόνιο (και που αποτελούν ανάθεμα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα), αποδεικνύουν ότι, παρά τις ατέλειές τους, οι δανειστές μας έχουν καταφέρει να διαγνώσουν αρκετές από τις παθολογίες του συστήματός μας. Πολλά από τα μέτρα δημοσιονομικού και λοιπού εξορθολογισμού του ελληνικού κράτους θα έπρεπε να είναι ευπρόσδεκτα ανεξαρτήτως ιδεολογικής ένταξης από όλους, όσοι δεν είναι εξαρτημένοι από τις συντεχνίες που λυμαίνονται το κράτος σήμερα.
Συνεπώς, το μνημόνιο δεν ήλθε για να φέρει το φιλελευθερισμό στην Ελλάδα. Ούτε εγγυάται κανείς ότι ο χρόνος, που μας αγοράζει, θα φέρει τις αλλαγές προς την κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας. Ίσα-ίσα που ελλοχεύει ο κίνδυνος να πάμε σε μία κρατική "ανάπτυξη" με αύξηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, ΕΣΠΑ κ.λπ. Αλλά γι' αυτά θα τα πούμε στην επόμενη ανάρτηση.
No comments:
Post a Comment