Monday, March 30, 2009
«Η διαφορά του νεοφανούς από το καινούργιο»: μια απάντηση
Στη χθεσινή του επιφυλλίδα ο Χρήστος Γιανναράς ασχολείται με τρόπο σαφέστατο για τους γνώστες της ελληνικής πολιτικής επικαιρότητας, δίχως να το κατονομάζει, με το νέο κόμμα «Δράση».
Ο εξ αρχής δηλωμένος και αυτονόητα υποκειμενικός χαρακτήρας της κατάθεσης της οπτικής του Γιανναρά, όμως, δε νοείται να συνεπάγεται και κάποιο δικαίωμα στη λογική αυθαιρεσία, στην ασυνέπεια με παλαιότερα γραπτά, την αποφυγή, δηλαδή, του λογικού ελέγχου όσων γράφει. Συγκεκριμένα, μία απλή αντιπαραβολή του κειμένου στο οποίο αναφέρεται με την επιφυλλίδα μαρτυρά τη στρεβλωμένη παρουσίασή του: η μέριμνα για την ανάπτυξη των δημιουργικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας, έναντι των παρασιτικών κομματικών συντεχνιών, και για την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για τους πολίτες παρουσιάζεται ως ιστορικός υλισμός, η κατηγορηματική δήλωση της σαφούς πρόθεσης για δράση ως κομπασμός και αυταρέσκεια κ.ο.κ. Είναι λυπηρό ότι καταλήγει να αναπαραγάγει πολυακουσμένα τον τελευταίο καιρό ad hominem επιχειρήματα, όπως τα περί «περιφερόμενων επίδοξων αναρριχητών στην εξουσία», εναντίον πολιτικών οι οποίοι προτιμούν να αλλάζουν κόμμα από το να αλλάξουν τις αρχές τους.
Περισσότερο, όμως, ξενίζει τους τακτικούς αναγνώστες της στήλης το ότι, ενώ ο ίδιος πριν από λίγους μήνες όχι μόνο καλούσε στην ίδρυση κόμματος ακριβώς τέτοιας κοινωνικής στόχευσης, αλλά κατονόμαζε έναν από τους συμμετέχοντες στη «Δράση», το Στέφανο Μάνο, ως έναν από τους δύο που θα έπρεπε να ασχοληθούν με αυτό, τώρα, που το τότε χαρακτηριζόμενο ως «ιδεώδες και ουτοπικό στόχευμα» πραγματοποιήθηκε, εμφανίζεται να έχει μία καθ’ όλα απορριπτική στάση. Σε εκείνο το γραμμένο στον απόηχο της αποτυχίας του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος Σημίτη άρθρο, η κομματική συστέγαση των εκσυγχρονιστών παρουσιαζόταν ως «αυτονόητο αίτημα» πολλών πολιτών, αλλά τώρα καταγγέλλεται ως «ποτπουρί», αδιάντροπης πολυσυλλεκτικότητας. Αυτό που θα δρούσε ως «ιδεολογικός καταλύτης» τώρα δεν αποτελεί τίποτα το καινούργιο, και οι ανιδιοτελείς, «αποδεδειγμένοι στην πράξη και με συνέπεια εκσυγχρονιστές» μεταμορφώθηκαν σε ψηφοθήρες, όμοιους με τους υπεύθυνους για την άθλια κατάσταση του δημόσιου βίου.
Παρ’ όλες αυτές τις ανοίκειες για τους αναγνώστες της εφημερίδας και ελεγχόμενες ως προς τη λογική τους συνέπεια αλλαγές οπτικής του αρθρογράφου, παραμένουν και κάποια επιχειρήματα που δεν εμπίπτουν στα ανωτέρω και επομένως αξίζει να εξεταστούν προσεκτικά.
Διερωτάται, λοιπόν, ο Γιανναράς για τη σκοπιμότητα της διατήρησης της ύπαρξης του ελληνικού κράτους, εάν αυτό δεν κατευθύνει σε αξιόλογη πολιτισμική δημιουργία, εκπορευόμενη από κάποια ιδιαιτερότητα της κληρονομιάς των Ελλήνων απέναντι στους άλλους λαούς. Πέραν του ότι ποτέ από την ίδρυση της ελληνικής πολιτείας δεν υιοθετήθηκε αυτός ως λόγος ύπαρξης της, τα ιστορικά δεδομένα μας αναγκάζουν να αναγνωρίσουμε ότι είναι Έλληνες της διασποράς, δηλαδή εκείνοι που αποδέχτηκαν και έγιναν μέτοχοι του μοντέρνου δυτικού πολιτισμού, όσοι έχουν να επιδείξουν έργα οικουμενικής εμβέλειας. Ενδεικτικά, υπενθυμίζουμε, από το πλήθος των παραδειγμάτων: Κοραής, Σεφέρης, Κάλλας, Καστοριάδης. Επιστρέφοντας στη διερώτηση του Γιανναρά, η θέληση αυτή –όπως νομίζω, αλλά και προσλαμβάνοντας τη μέχρι τώρα δημόσια παρουσία των προσώπων που μετέχουν στο εγχείρημα της Δράσης– προκύπτει από τη βούληση μετοχής σε μία πολιτική κοινότητα στα χαρακτηριστικά της οποίας συγκαταλέγονται: αξιέμπιστο κράτος δικαίου, ανταγωνιστική οικονομία, ακομμάτιστη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ανάπτυξη των συλλογικών αγαθών, ακμαία κοινωνία πολιτών, ήθος και αξιοπρέπεια στο δημόσιο βίο, όπως έχει γράψει ο Χαρίδημος Τσούκας. Είναι αναμενόμενο ορισμένοι, όπως ο Γιανναράς, να καταδικάζουν τη νεωτερικότητα για καταστροφή των αυθεντιών που εμφάνιζαν ενδεδυμένα με απόλυτη βεβαιότητα τα κελεύσματά τους και να αισθάνονται την ανάγκη να προστρέχουν σε μία (κατασκευασμένη σύμφωνα με τις ιδεολογικές τους ανάγκες) παράδοση, το «λαϊκό–εκκλησιαστικό βίωμα» ή την εξ αποκαλύψεως αγάπη για να μπορέσουν να βρουν μία κατ’ αυτούς αποδεκτή θεμελίωση των πολιτικών πεποιθήσεών όπως αυτές της «Δράσης». Όμως, για να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέτει ο επιφυλλιδογράφος, ο αυτοπεριορισμός των πολιτών και η συνακόλουθη νοηματοδότηση και η θέσμιση της πολιτικής κοινωνίας με βάση αρχές έγκειται αποκλειστικά στη θέληση των ατόμων που την απαρτίζουν. Με άλλα λόγια, αυτές οι αρχές οργάνωσης της κοινωνίας, δηλαδή η πολιτική ισότητα, η ελευθερία και η δικαιοσύνη, ήδη από τότε που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην πολιτική κονίστρα ως μέρος ενός συνεκτικού προτάγματος, θεωρήθηκαν από τους υποστηρικτές τους ως αυταπόδεικτες και επικράτησαν στις κοινωνίες εκείνες στις οποίες η πραγμάτωσή τους αποτελούσε αυταξία.
Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να αναγνωρισθεί ως ορθό ένα μέρος των όσων γράφει ο Χρήστος Γιανναράς: το αίτημα της οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας σύμφωνα με τον Ορθό Λόγο δεν είναι καινούργιο, είναι αρκετά παλαιό. Ήδη από το νεοελληνικό Διαφωτισμό, οπότε τέθηκαν τα θεμέλια του εθνικού κινήματος των Ελλήνων και της δημιουργίας της ελληνικής πολιτείας, και στο εξής απαντάται μία ομάδα λογίων που εξέφραζε τη δυσφορία του να είσαι Έλληνας, όσο αυτό δε σήμαινε το να είσαι μέλος μιας ευνομούμενης πολιτείας, οργανωμένης κατά τα δυτικά πρότυπα, και επέμενε να προβάλλει αυτές τις αρχές, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις εκπροσώπων συντηρητικών και αντιδραστικών ρευμάτων της κοινωνίας.
Όμως, είναι λανθασμένο και βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την κοινωνική-ιστορική πραγματικότητα, ο καταλογισμός ευθυνών σε αυτούς και τους επιγόνους τους για τον σημερινό παραλογισμό. Τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, ο κατακερματισμός της σε ιδιοτελείς συντεχνίες και προσοδοθηρικές ομάδες που λυμαίνονται το Δημόσιο, η πρόταξη του οικογενειακού και ατομικού συμφέροντος έναντι του σεβασμού των κανόνων, η ύπαρξη πελατειακών δικτύων ανάγονται σε παλαιότερες εποχές και αποτελούν επιβιώσεις της προνεωτερικής κοινωνίας. Το φάσμα της κατάλυσης του κοινωνικού συμβολαίου και την μετατροπή της πολιτικής κοινότητας σε άθροισμα από αντιμαχόμενες φράξιες, όπως τη βιώσαμε στα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου και εξής, ελάχιστη σχέση έχουν με το πολιτικό πρόταγμα της πολιτικού φιλελευθερισμού.
Κατ’ αυτήν την έννοια, το αληθινά καινούργιο που κομίζει η Δράση δεν είναι άλλο παρά η ειλικρινής στροφή προς τις καταβολές της εκσυγχρονιστικής παράδοσης των Ελλήνων υποστηρικτών των πολιτικών αρχών του Διαφωτισμού. Η μεγάλη πρόκληση παραμένει η με την εκφραζόμενη διά της ψήφου συναίνεση των πολιτών εφαρμογή των αρχών αυτών.
Ο εξ αρχής δηλωμένος και αυτονόητα υποκειμενικός χαρακτήρας της κατάθεσης της οπτικής του Γιανναρά, όμως, δε νοείται να συνεπάγεται και κάποιο δικαίωμα στη λογική αυθαιρεσία, στην ασυνέπεια με παλαιότερα γραπτά, την αποφυγή, δηλαδή, του λογικού ελέγχου όσων γράφει. Συγκεκριμένα, μία απλή αντιπαραβολή του κειμένου στο οποίο αναφέρεται με την επιφυλλίδα μαρτυρά τη στρεβλωμένη παρουσίασή του: η μέριμνα για την ανάπτυξη των δημιουργικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας, έναντι των παρασιτικών κομματικών συντεχνιών, και για την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για τους πολίτες παρουσιάζεται ως ιστορικός υλισμός, η κατηγορηματική δήλωση της σαφούς πρόθεσης για δράση ως κομπασμός και αυταρέσκεια κ.ο.κ. Είναι λυπηρό ότι καταλήγει να αναπαραγάγει πολυακουσμένα τον τελευταίο καιρό ad hominem επιχειρήματα, όπως τα περί «περιφερόμενων επίδοξων αναρριχητών στην εξουσία», εναντίον πολιτικών οι οποίοι προτιμούν να αλλάζουν κόμμα από το να αλλάξουν τις αρχές τους.
Περισσότερο, όμως, ξενίζει τους τακτικούς αναγνώστες της στήλης το ότι, ενώ ο ίδιος πριν από λίγους μήνες όχι μόνο καλούσε στην ίδρυση κόμματος ακριβώς τέτοιας κοινωνικής στόχευσης, αλλά κατονόμαζε έναν από τους συμμετέχοντες στη «Δράση», το Στέφανο Μάνο, ως έναν από τους δύο που θα έπρεπε να ασχοληθούν με αυτό, τώρα, που το τότε χαρακτηριζόμενο ως «ιδεώδες και ουτοπικό στόχευμα» πραγματοποιήθηκε, εμφανίζεται να έχει μία καθ’ όλα απορριπτική στάση. Σε εκείνο το γραμμένο στον απόηχο της αποτυχίας του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος Σημίτη άρθρο, η κομματική συστέγαση των εκσυγχρονιστών παρουσιαζόταν ως «αυτονόητο αίτημα» πολλών πολιτών, αλλά τώρα καταγγέλλεται ως «ποτπουρί», αδιάντροπης πολυσυλλεκτικότητας. Αυτό που θα δρούσε ως «ιδεολογικός καταλύτης» τώρα δεν αποτελεί τίποτα το καινούργιο, και οι ανιδιοτελείς, «αποδεδειγμένοι στην πράξη και με συνέπεια εκσυγχρονιστές» μεταμορφώθηκαν σε ψηφοθήρες, όμοιους με τους υπεύθυνους για την άθλια κατάσταση του δημόσιου βίου.
Παρ’ όλες αυτές τις ανοίκειες για τους αναγνώστες της εφημερίδας και ελεγχόμενες ως προς τη λογική τους συνέπεια αλλαγές οπτικής του αρθρογράφου, παραμένουν και κάποια επιχειρήματα που δεν εμπίπτουν στα ανωτέρω και επομένως αξίζει να εξεταστούν προσεκτικά.
Διερωτάται, λοιπόν, ο Γιανναράς για τη σκοπιμότητα της διατήρησης της ύπαρξης του ελληνικού κράτους, εάν αυτό δεν κατευθύνει σε αξιόλογη πολιτισμική δημιουργία, εκπορευόμενη από κάποια ιδιαιτερότητα της κληρονομιάς των Ελλήνων απέναντι στους άλλους λαούς. Πέραν του ότι ποτέ από την ίδρυση της ελληνικής πολιτείας δεν υιοθετήθηκε αυτός ως λόγος ύπαρξης της, τα ιστορικά δεδομένα μας αναγκάζουν να αναγνωρίσουμε ότι είναι Έλληνες της διασποράς, δηλαδή εκείνοι που αποδέχτηκαν και έγιναν μέτοχοι του μοντέρνου δυτικού πολιτισμού, όσοι έχουν να επιδείξουν έργα οικουμενικής εμβέλειας. Ενδεικτικά, υπενθυμίζουμε, από το πλήθος των παραδειγμάτων: Κοραής, Σεφέρης, Κάλλας, Καστοριάδης. Επιστρέφοντας στη διερώτηση του Γιανναρά, η θέληση αυτή –όπως νομίζω, αλλά και προσλαμβάνοντας τη μέχρι τώρα δημόσια παρουσία των προσώπων που μετέχουν στο εγχείρημα της Δράσης– προκύπτει από τη βούληση μετοχής σε μία πολιτική κοινότητα στα χαρακτηριστικά της οποίας συγκαταλέγονται: αξιέμπιστο κράτος δικαίου, ανταγωνιστική οικονομία, ακομμάτιστη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ανάπτυξη των συλλογικών αγαθών, ακμαία κοινωνία πολιτών, ήθος και αξιοπρέπεια στο δημόσιο βίο, όπως έχει γράψει ο Χαρίδημος Τσούκας. Είναι αναμενόμενο ορισμένοι, όπως ο Γιανναράς, να καταδικάζουν τη νεωτερικότητα για καταστροφή των αυθεντιών που εμφάνιζαν ενδεδυμένα με απόλυτη βεβαιότητα τα κελεύσματά τους και να αισθάνονται την ανάγκη να προστρέχουν σε μία (κατασκευασμένη σύμφωνα με τις ιδεολογικές τους ανάγκες) παράδοση, το «λαϊκό–εκκλησιαστικό βίωμα» ή την εξ αποκαλύψεως αγάπη για να μπορέσουν να βρουν μία κατ’ αυτούς αποδεκτή θεμελίωση των πολιτικών πεποιθήσεών όπως αυτές της «Δράσης». Όμως, για να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέτει ο επιφυλλιδογράφος, ο αυτοπεριορισμός των πολιτών και η συνακόλουθη νοηματοδότηση και η θέσμιση της πολιτικής κοινωνίας με βάση αρχές έγκειται αποκλειστικά στη θέληση των ατόμων που την απαρτίζουν. Με άλλα λόγια, αυτές οι αρχές οργάνωσης της κοινωνίας, δηλαδή η πολιτική ισότητα, η ελευθερία και η δικαιοσύνη, ήδη από τότε που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην πολιτική κονίστρα ως μέρος ενός συνεκτικού προτάγματος, θεωρήθηκαν από τους υποστηρικτές τους ως αυταπόδεικτες και επικράτησαν στις κοινωνίες εκείνες στις οποίες η πραγμάτωσή τους αποτελούσε αυταξία.
Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να αναγνωρισθεί ως ορθό ένα μέρος των όσων γράφει ο Χρήστος Γιανναράς: το αίτημα της οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας σύμφωνα με τον Ορθό Λόγο δεν είναι καινούργιο, είναι αρκετά παλαιό. Ήδη από το νεοελληνικό Διαφωτισμό, οπότε τέθηκαν τα θεμέλια του εθνικού κινήματος των Ελλήνων και της δημιουργίας της ελληνικής πολιτείας, και στο εξής απαντάται μία ομάδα λογίων που εξέφραζε τη δυσφορία του να είσαι Έλληνας, όσο αυτό δε σήμαινε το να είσαι μέλος μιας ευνομούμενης πολιτείας, οργανωμένης κατά τα δυτικά πρότυπα, και επέμενε να προβάλλει αυτές τις αρχές, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις εκπροσώπων συντηρητικών και αντιδραστικών ρευμάτων της κοινωνίας.
Όμως, είναι λανθασμένο και βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την κοινωνική-ιστορική πραγματικότητα, ο καταλογισμός ευθυνών σε αυτούς και τους επιγόνους τους για τον σημερινό παραλογισμό. Τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, ο κατακερματισμός της σε ιδιοτελείς συντεχνίες και προσοδοθηρικές ομάδες που λυμαίνονται το Δημόσιο, η πρόταξη του οικογενειακού και ατομικού συμφέροντος έναντι του σεβασμού των κανόνων, η ύπαρξη πελατειακών δικτύων ανάγονται σε παλαιότερες εποχές και αποτελούν επιβιώσεις της προνεωτερικής κοινωνίας. Το φάσμα της κατάλυσης του κοινωνικού συμβολαίου και την μετατροπή της πολιτικής κοινότητας σε άθροισμα από αντιμαχόμενες φράξιες, όπως τη βιώσαμε στα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου και εξής, ελάχιστη σχέση έχουν με το πολιτικό πρόταγμα της πολιτικού φιλελευθερισμού.
Κατ’ αυτήν την έννοια, το αληθινά καινούργιο που κομίζει η Δράση δεν είναι άλλο παρά η ειλικρινής στροφή προς τις καταβολές της εκσυγχρονιστικής παράδοσης των Ελλήνων υποστηρικτών των πολιτικών αρχών του Διαφωτισμού. Η μεγάλη πρόκληση παραμένει η με την εκφραζόμενη διά της ψήφου συναίνεση των πολιτών εφαρμογή των αρχών αυτών.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
3 comments:
Πολύ καλό κείμενο, αδελφέ! Μπράβο! Άσε πια που ο Γιανναράς έχει κι αυτός μανία με την έννοια της "κοινής" λογικής, ωσάν να ισχυρισθήκαμε ότι ο λογικός επαγωγικός συλλογισμός έχει τους κανόνες που η πλειοψηφία κάθε φορά ορίζει. Και, φυσικά, εντελώς αδικαιολόγητα θέτει ως προϋπόθεση της λειτουργίας της την ύπαρξη συμβιβασμών - εγώ λέω ότι έξω είναι μέρα, εσύ ότι είναι νύχτα, ας πούμε ότι είναι σούρουπο για να κινούμαστε με "κοινή" (κατά Γιανναράν) λογική.
Είναι λυπηρό ότι καταλήγει να αναπαραγάγει πολυακουσμένα τον τελευταίο καιρό ad hominem επιχειρήματα, όπως τα περί «περιφερόμενων επίδοξων αναρριχητών στην εξουσία», εναντίον πολιτικών οι οποίοι προτιμούν να αλλάζουν κόμμα από το να αλλάξουν τις αρχές τους.
Αυτό που δεν καταλαβαίνει ο Γιανναράς και πολλοί άλλοι είναι πως ένας αποτελεσματικός πολιτικός στη ζωή του δεν είναι απαραίτητο να κάνει εφ'όρου ζωής καριέρα πίσω από μια σημαία.
Οι καιροί αλλάζουν, το ίδιο και οι απαιτήσεις τους. Ο κάθε πολιτικός συνενώνεται με ομοϊδεάτες της χρονικής περιόδου που δραστηριοποιείται. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι πουλάει τα ιδανικά του. Κάθε άλλο.
Ο αποτελεσματικός πολιτικός είναι πάνω απ'όλα πραγματιστής και φροντίζει να επηρεάζει/ελέγχει τον πολιτικό του περίγυρο όσο μπορεί. Ακούω τελευταία πολύ την άδικη κατηγορία «γυρολόγος» γι'αυτήν την κατηγορία πολιτικών.
Πόσο λάθος. Ο ιδανικός πολιτικός είναι αυτός που κουβαλάει τις προτάσεις του μαζί του και τις μεταφέρει σε όποιο κόμμα κι αν βρεθεί. Αν ο κύριος Μάνος πήγε απ'τη ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ και τώρα είναι κάπου αλλού είναι προς τιμή των υποστηρικτών του που ξέρουν ότι ο άνθρωπός τους θα τιμήσει την ψήφο τους με το πολιτικό του πρόγραμμα.
---
Η ελληνική φιλελεύθερη πολιτική σκηνή είναι τόσο περιορισμένη στην Ελλάδα που βρίσκω εντελώς φαιδρό και αντιπαραγωγικό να «πυροβολούμε» τους λίγους αγνούς εκφραστές της...
@ kensai
Δημοσιεύθηκαν ταυτοχρόνως (κυριολεκτικά!) τα σχόλιά μας - αν είχα προλάβει να διαβάσω και το δικό σου, θα προσέθετα τη συμφωνία μου με τις επισημάνσεις σου:
"... ένας αποτελεσματικός πολιτικός στη ζωή του δεν είναι απαραίτητο να κάνει εφ'όρου ζωής καριέρα πίσω από μια σημαία".
Post a Comment