Αν ανατρέξουμε με τη μνήμη μας στις ζοφερές ημέρες του τέλους του 2009 και των αρχών του 2010 θυμόμαστε όρους όπως spreads, CDS, οίκοι αξιολόγησης και άλλους, που πολλοί τους ακούγαμε για πρώτη φορά. Είχαν προηγηθεί οι ανακοινώσεις ότι το έλλειμμα για το έτος 2009 δεν είναι 6%, όπως προβλεπόταν σύμφωνα με τις δηλώσεις της απελθούσας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, αλλά ένα τρομερό 13% (το οποίο αρκετά αργότερα αναθεωρήθηκε στο 15,5%). Είχε προηγηθεί και η κρίση του Dubai, όπου για πρώτη φορά τέθηκε εν αμφιβόλω η πιστοληπτική ικανότητα ενός κατά τεκμήριο πλούσιου κράτους τα τελευταία χρόνια.
Αλλά και η έννοια της πιστοληπτικής ικανότητας μάς ήταν άγνωστη, τουλάχιστον στο βαθμό που αφορούσε σε κράτη. Θεωρούσαμε ότι ένα κράτος δεν πρόκειται να πτωχεύσει, αλλά μπορεί πάντοτε να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις του. Στο κάτω-κάτω ένα κράτος πάντοτε μπορεί να επιβάλλει επιπλέον φορολογία στους πολίτες του και να εισπράττει σημαντικά ποσά, ώστε να μπορεί τυχόν κενά να τα καλύπτει (φανταζόμασταν). Και δεν υπήρχε λόγος να αμφιβάλλει κανείς ότι η Ελλάδα, χώρα με ισχυρή (όπως λέγαμε) οικονομία, στον πυρήνα της ενωμένης Ευρώπης, ως μέλος της ευρωζώνης, θα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Εκεί, λοιπόν, που όλα ήσαν ωραία και καλά, που το ελληνικό Δημόσιο ήταν αξιόπιστο, που οι οίκοι αξιολόγησης βαθμολογούσαν τα ομόλογά του με βαθμολογίες κοντά στο Α, εκεί που οι δημόσιες προσφορές ομολόγων καλύπτονταν με επιτόκια σχεδόν τόσο χαμηλά, όσο της Γερμανίας, που δεν μας ένοιαζε ότι έληγαν κατά καιρούς ομόλογα συνολικής αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ - γιατί θα εκδίδαμε νέα και θα βρίσκαμε έτσι τα χρήματα για να τα καλύψουμε, ξαφνικά (κατά σύμπτωση μετά την ανακοίνωση του πραγματικά εκτιμωμένου τότε ελλείμματος) κάποιοι οίκοι αξιολόγησης μείωσαν τη βαθμολογία της χώρας μας και τα spreads πήραν τον ανήφορο. Δεν μπορεί, εκεί που όλα πήγαιναν τόσο καλά, κάτι άλλαξε, προφανώς ήταν μια συνωμοσία των ξένων κέντρων/ των αγορών/ των κερδοσκόπων που εκμεταλλεύθηκαν κάποιες πρόσκαιρα κακές ειδήσεις για την ελληνική οικονομία, για να πλήξουν το ευρώ/ να κερδοσκοπήσουν ποντάροντας στη χρεωκοπία της χώρας και, για το λόγο αυτό, έκαναν και τα παπαγαλάκια διαδίδοντας διάφορα ψεύδη και κακά για την ελληνική οικονομία.
Αυτή είναι περίπου η κυρίαρχη αφήγηση. Ότι, αφού όλα πήγαιναν καλά, όλοι θα έσπευδαν να ξαναγοράσουν ελληνικά ομόλογα, χωρίς υπερβολικές απαιτήσεις, και θα συνέχιζε ο κύκλος δανεισμού - δημιουργίας νέων χρεών για την αποπληρωμή παλαιών. Και ότι οι κακές αγορές κάπως έσπασαν αυτόν τον κύκλο. Ωστόσο, η αφήγηση αυτή παραβλέπει κάποια πολύ βασικά πράγματα. Κατ' αρχήν, ότι ο κύκλος αυτός βασιζόταν στις αγορές και στην προθυμία διαφόρων επενδυτών να εμπιστευθούν το ελληνικό Δημόσιο και να αγοράσουν τα ομόλογά του. Κανείς δεν υποχρεώνει κάποιο διεθνή επενδυτή (εσωτερικό μόνο κατ' εξαίρεσιν) να αγοράσει ελληνικά ομόλογα, δηλαδή να δεχθεί να δανείσει τα χρήματά του στο ελληνικό δημόσιο. Ο διαρκής δανεισμός του δημοσίου τροφοδοτείτο ακριβώς από την αγορά και είχε ως προϋπόθεση τη στοιχειώδη αξιοπιστία του ελληνικού δημοσίου, οι διάφοροι επενδυτές, ορθολογικώς δρώντες, έπρεπε να έχουν μια τουλάχιστον πολύ βάσιμη προσδοκία ότι το ελληνικό κράτος θα μπορούσε, την ημερομηνία που έληγαν τα ομόλογα, να τους τα ξεπληρώσει. Η αξιοπιστία αυτή, η πιστοληπτική ικανότητα του δημοσίου όπως λέγεται "επισήμως", υπήρχε, όσον καιρό παρουσιαζόταν ότι η ελληνική οικονομία ευρίσκεται σε ανάπτυξη και το έλλειμμα είναι σχετικώς χαμηλό.
Ξαφνικά, όμως, με την ανακοίνωση του ελλείμματος στο 13% και το προηγούμενο του Ντουμπάι πρόσφατο, κλονίσθηκε εκ θεμελίων η εικόνα της ελληνικής οικονομίας στο εξωτερικό. Πολύ βασικό στοιχείο του κλονισμού ήταν η αναξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων που μέχρι τότε τροφοδοτούσε η ελληνική πλευρά. Τα greek statistics έγιναν ανέκδοτο για πολλούς. Για τους κατόχους των ελληνικών ομολόγων, όμως, κι αυτό μας αρέσει να το παραβλέπουμε, έγιναν εφιάλτης. Ξαφνικά βρέθηκαν με χαρτιά μιας οικονομίας, η οποία -for all they knew- είχε τεράστια χρέη και υπανάπτυξη. Σύντομα αποδείχθηκε ότι το ελληνικό κράτος ξόδευε (και εξακολουθεί να ξοδεύει) πολλά περισσότερα από όσα εισπράττει, ότι το χρέος του συνολικά είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που νομίζαμε (πάνω από το συνολικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν για ένα έτος, προσαυξημένο μάλιστα), ότι τα τελευταία χρόνια (από το 2007 και μετά) δεν είχαμε ανάπτυξη, αλλά ύφεση. Κατά λογική αναγκαιότητα αυτό έθετε εν αμφιβόλω την ικανότητα του ελληνικού δημοσίου να αποπληρώνει τα χρέη του. Ποιος θα δάνειζε σε κάποιον, για τον οποίο ήξερε ότι συνηθίζει να ξοδεύει περισσότερα από όσα βγάζει; Χρειαζόταν κάποιος να είναι διεθνής ελεεινός κακός κερδοσκόπος, για να πάψει να δανείζει; Ή απλώς λογικός διαχειριστής;
Όπως είπαμε, φαίνεται ότι ο μύθος που έχουμε στον τίτλο της παρούσας ανάρτησης παραβλέπει ότι κανείς δεν είχε υποχρέωση να μας δανείσει. Από την άλλη, τα ποσά που χρωστούσαμε και μάλιστα θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμα πολύ σύντομα ήσαν τεράστια - δεκάδες δισεκατομμυρίων ευρώ. Επομένως, ακόμη περισσότερο, κανείς δεν είχε υποχρέωση να μας δανείσει σ' αυτά τα χάλια που είμαστε και κανείς δεν είχε υποχρέωση να πιστέψει τις διαβεβαιώσεις μας ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, όταν αποδείχθηκε ότι για πολλά χρόνια λέγαμε χοντρά ψέματα για τα βασικά μας δημοσιονομικά μεγέθη. Οι αγορές, που ανέβασαν τα spreads των ελληνικών ομολόγων, δεν ήταν κάποιο τέρας ανθελληνικό - ούτε είναι κάτι που κατευθύνεται, που κινείται με μια φωνή. Αποτυπώνει το σύνολο των αποφάσεων εκατομμυρίων επενδυτών ή δυνάμει επενδυτών. Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται με κάποια κριτήρια, ως επί το πλείστον ορθολογικά. Όταν από τα εκατομμύρια πιθανούς επενδυτές κανείς δεν ερχόταν να ζητήσει ελληνικά ομόλογα, εάν δεν είχαν εξωφρενικά επιτόκια που θα αντιστάθμιζαν το ρίσκο (εξ ου και η άνοδος των spreads, δηλαδή της διαφοράς του επιτοκίου των ελληνικών ομολόγων από τα γερμανικά, που θεωρούνται εντελώς αξιόπιστα), προφανώς δεν ήταν ο γυαλός στραβός, αλλά η ελληνική οικονομία που αρμένιζε στραβά.
Για να το ξαναδούμε, δηλαδή: όσοι υποστηρίζουν ότι, παρά τις πληροφορίες για τεράστιο έλλειμμα της Ελλάδος, για πολύ μεγαλύτερο χρέος από αυτό που μέχρι τότε είχε αναφερθεί, παρά την προφανή αναξιοπιστία των στοιχείων που έδινε το ελληνικό κράτος, οι αγορές ώφειλαν (ή έπρεπε με κάποιον τρόπο να ρυθμισθούν, προκειμένου) να εξακολουθούν να τοποθετούν τις επενδύσεις τους σε ελληνικά ομόλογα, μάλλον θεωρούν ότι οι επενδυτές έχουν αυτοκτονικές τάσεις ή δεν πρέπει να σέβονται τα χρήματα που τους εμπιστεύονται. Αν και μάλλον (για όσους δεν έχουν φοβερή άγνοια των στοιχειωδών λειτουργιών μιας αγοράς) επιδιώκουν να ξεφύγει η συζήτηση από την πραγματική αναζήτηση ευθυνών: ποιος φταίει που η ελληνική κυβέρνηση, εντελώς συνειδητά, αποφάσιζε να ξοδεύει πολλά περισσότερα, από όσα είχε τη δυνατότητα να εισπράττει; [Εδώ πέρα πρέπει να σημειώσουμε ότι η χώρα μας, για να μπει στην ευρωζώνη, έχει δεσμευθεί (από το Σύμφωνο Σταθερότητας) ότι δεν θα έχει ελλείμματα που ξεπερνούν το 3%. Για να μην έχουμε κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρήσαμε και στην κατασκευή χαλκευμένων οικονομικών στοιχείων, κυρίως κρύβοντας υποχρεώσεις που είχε αναλάβει το ελληνικό κράτος.]
Κάπου εδώ πρέπει να αναφερθούμε, πάντως, και στο ρόλο των CDS (credit default swaps - ασφάλιστρα κινδύνου). Τα CDS είναι τίτλοι που εξέδιδαν διάφορες εταιρείες, οι οποίες υπόσχονταν στους κατόχους τους αποζημίωση, σε περίπτωση που το ελληνικό κράτος χρεωκοπούσε. Μολονότι η βασική αποστολή των CDS ήταν να ασφαλίζονται οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων (δηλαδή όποιος αγόραζε ελληνικά ομόλογα, θα μπορούσε να αγοράσει και αντίστοιχα CDS, ούτως ώστε να διασφαλίσει τα χρήματά του ακόμη και σε περίπτωση χρεωκοπίας), υπήρχε η δυνατότητα αγοράς και "γυμνών" CDS, δηλαδή από επενδυτές που δεν είχαν ελληνικά ομόλογα και απλώς "πόνταραν", κατά κάποιον τρόπο, στην ελληνική χρεωκοπία. Θεωρητικά θα μπορούσε κάποιος να αγοράσει CDS και να επηρεάσει την αγορά να μην αναχρηματοδοτήσει το ελληνικό χρέος (να μην αγοράζονται νέα ομόλογα), ώστε να χρεωκοπήσει η Ελλάς και ο κάτοχος των CDS να βγάλει μια περιουσία. Αυτό, όμως, σκοντάφτει σε κάτι πολύ απλό: η ελληνική οικονομία παρουσίαζε και παρουσιάζει τέτοια χάλια, που δεν χρειαζόταν κανείς κάτοχος CDS να διαδίδει ψέματα γι' αυτήν, προκειμένου να αποθαρρύνονται οι επενδυτές από την αγορά ελληνικών ομολόγων (εξ άλλου, όπως αποδείχθηκε, ο όγκος των CDS - 3 δισεκατομμύρια ευρώ - ήταν ασήμαντος, μπροστά στο ελληνικό χρέος, αλλά και στο "κούρεμα" των ομολόγων).
Κι εδώ έρχεται και ένα ακόμη στοιχείο του μύθου, που λέει ότι υπήρχαν χώρες με μεγαλύτερο έλλειμμα ή μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος (όπως η Ιαπωνία), τις οποίες όμως οι αγορές εξακολουθούν και εμπιστεύονται. Επομένως, οι αγορές και οι κερδοσκόποι προφανώς είχαν βάλει στο μάτι ειδικά την ελληνική οικονομία, για κάποιο λόγο. Η θεώρηση αυτή είναι επίσης απλουστευτική, καθώς παραβλέπει τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική οικονομία είχε, όταν φούντωσε η κρίση, ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστιαία ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών στον κόσμο (δηλαδή καθαρά έφευγαν πολύ περισσότερα χρήματα, από όσα επέστρεφαν, κυρίως λόγω του ισχνού εξαγωγικού της χαρακτήρα). Η όποια ανάπτυξή της ωφείλετο σε μεγάλα δημόσια έργα, τα οποία όμως γινόταν κυρίως με χρήματα που έρχονταν από την Ευρώπη. Όμως η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι καταβαραθρωμένη, με αποτέλεσμα να μην καταλείπεται ελπίδα ανάκαμψης (αν δεν αλλάξουν δραματικά τα πράγματα). Αυτό σημαίνει ότι ο φαύλος κύκλος των ελλειμμάτων και της αναχρηματοδότησής τους από το διεθνή δανεισμό κάποτε θα σταματούσε, αφού δεν διαφαίνεται προοπτική ανάκαμψης, στηριγμένης στις ίδιες δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, η αδυναμία αναχρηματοδότησης των ελλειμμάτων από το διεθνή δανεισμό είναι βέβαιον ότι θα οδηγούσε (όπως και οδήγησε) σε σπάσιμο της φούσκας και ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Η χώρα μας δεν διέθετε κανένα από τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα (εξαγωγές, καινοτομία, ανταγωνιστικότητα) που διαθέτουν άλλες χώρες με μεγάλα ελλείμματα και χρέη που, παρ' όλα αυτά, εξακολουθούν να μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τις διεθνείς αγορές (φυσικά, όπως αποδείχθηκε μέσα σε λίγους μήνες μόλις, και για κάποιες από αυτές τις χώρες -Ιταλία- η ώρα της κρίσης δεν άργησε να έλθει).
Για να επανέλθουμε, επομένως, στο βασικό ζήτημα: ο μύθος αυτός, ότι μας φταίνε οι αγορές, διαδίδεται για να μην ψάξουμε ποιοι είναι αυτοί που μοίραζαν υποσχέσεις και χρήματα του ελληνικού λαού (και τον χρέωναν, όπως και τις νεώτερες γενιές). Επίσης, για να μη δούμε τι μπορούμε να αλλάξουμε στην ελληνική οικονομία - οι δαπάνες πώς διαμοιράζονται, ώστε να μπορούμε να δούμε ποιες είναι οι αναγκαίες, ποιες έγιναν για λόγους πελατειακών τακτοποιήσεων, ποιες μπορούν να κοπούν και ποιες όχι. Kυρίως, όμως, για το πρώτο: για να αποφύγουμε τον καταλογισμό ευθυνών, για να δεχθούμε ότι δεν φταίνε αυτοί που μας χρέωσαν ή αυτοί που δεν κάνουν κάτι, για να μας ελαφρύνουν το βάρος - οι οποίοι έχουν όλοι ονοματεπώνυμο: κάθε απόφαση, με την οποία επιβαρύνθηκε η οικονομία, κάθε πρόσληψη, κάθε χορήγηση επιδόματος, κάθε άχρηστο έργο, έχει κάποιαν υπογραφή. Φταίνε οι ανώνυμες "αγορές" (που φανταζόμαστε ότι είναι κάποιοι -λίγοι- άνθρωποι με πούρο, σε ένα κλειστό χώρο, που χαίρονται όταν καταστρέφουν χώρες και πληθυσμούς, ενώ οι ίδιοι βγάζουν απίστευτα κέρδη). Α, κι ένας άλλος λόγος: ο μύθος αυτός χρησιμοποιείται και για να δικαιολογήσει περισσότερες "ρυθμίσεις", δηλαδή κρατικές παρεμβάσεις, στην οικονομία, για να δώσει στους κυβερνώντες ακόμη περισσότερες δυνατότητες ρουσφετολογικής παρέμβασης, ακόμη περισσότερη κόλλα για την καρέκλα της εξουσίας.
Περιμένετε, λοιπόν, να ακούσουμε το μύθο αυτό κυρίως από το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία (αν και ήδη τον διετύπωσε και η Λούκα Κατσέλη, η οποία δήλωσε στον Αλέξη Παπαχελά ότι είχε "υποτιμήσει" τη δύναμη των κερδοσκόπων).
No comments:
Post a Comment