Ο Αντώνης Σαμαράς δικαιολόγησε την καταψήφιση του πρώτου μνημονίου, λέγοντας ότι περιέχει μόνο υφεσιακές πολιτικές και ισχυρίζεται ότι δικαιώθηκε από την ύφεση που είχε η ελληνική οικονομία τα τελευταία δύο έτη. Η Λούκα Κατσέλη ισχυρίζεται ότι δεν ψήφισε το δεύτερο μνημόνιο για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ότι δεν έχει αναπτυξιακά μέτρα αλλά ότι, αντιθέτως, η μείωση των κατωτάτων μισθών στον ιδιωτικό τομέα θα φέρει ύφεση. Το βασικό επιχείρημα (από τα βασικά απολιθώματα της απολιθωμένης κεϋνσιανής σκέψης - εννοώντας όχι τον ίδιο τον Keynes, αλλά τους περισσότερους που επικαλούνται το όνομά του) είναι ότι χωρίς ελλείμματα και χωρίς ζήτηση δεν μπορεί να τονωθεί η παραγωγή, με την επισήμανση ότι τα ελλείμματα πρέπει να προκληθούν όχι από τη μείωση της φορολογίας, αλλά από την αύξηση των κρατικών δαπανών. Επομένως, εάν υπήρχαν περισσότερα χρήματα στην αγορά, που το κράτος θα παρείχε μέσω μεγάλων μισθών στους δημοσίους υπαλλήλους ή μέσω αναδιανεμητικής πολιτικής, θα είχαμε ανάπτυξη και όχι ύφεση.
Το παράδοξο μ' αυτό το μύθο είναι ότι, εν μέρει στη θεωρία, έχει και κάποια βάση - και γι' αυτό και είναι ιδιαιτέρως πιστευτός. Πράγματι, όσο περισσότερο χρήμα είναι διαθέσιμο στην αγορά, τόσο περισσότερες είναι οι προοπτικές για ανάπτυξη. Ωστόσο, η διάθεση του χρήματος αυτού όταν γίνεται από το κράτος οδηγείται κατά κανόνα στους αντιπαραγωγικούς τομείς της οικονομίας, κατευθυνόμενο από τις συντεχνίες και τις ομάδες πιέσεως με τη μεγαλύτερη ισχύ. Αντιθέτως, θα ήταν πολύ πιο συζητήσιμο το αίτημα για φορολογική ελάφρυνση, αντί της αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών και σε κάθε περίπτωση θα αποτελούσε ένα αυτονόητο φιλελεύθερο αίτημα. Ούτε, φυσικά, μπορεί να παραβλεφθεί ότι η αύξηση της φορολογίας (που επήλθε με το πρώτο και το δεύτερο μνημόνιο) αφαιρεί πόρους από την αγορά. Αυτό όμως δεν μπορεί να οδηγεί σε αίτημα για περισσότερες κρατικές παροχές (οι οποίες, στο κάτω-κάτω, απαιτούν υψηλή φορολογία ή εξωτερικό δανεισμό) και, κυρίως, σε επικρίσεις για τα μέτρα που περιλαμβάνουν τα μνημόνια 1 και 2, με τα οποία επιδιώκεται η μείωση των κρατικών δαπανών.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο μύθος αυτός διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα. Η ελληνική οικονομία δεν μπήκε σε ύφεση το 2010 για πρώτη φορά, αλλά είχε ήδη μπει από το 2008 - η ύφεση εντάθηκε το 2009, καθώς το έλλειμμα γιγαντώθηκε και η τάση της ήταν φυσιολογικά αυξητική στη συνέχεια. Εάν η μείωση των κρατικών δαπανών προκαλούσε την ύφεση, ενώ η αύξησή τους την ανάπτυξη, τότε η πορεία του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος θα είχε εντελώς διαφορετική εξέλιξη. Αλλά και οι δαπάνες είναι εντελώς αμφίβολο εάν τελικώς μειώθηκαν, παρ' όλα αυτά έχουμε ύφεση.
Η αλήθεια, που δεν μας αρέσει να πολυ-βλέπουμε, είναι ότι το αυξημένο ΑΕΠ των ετών που είχαν προηγηθεί του μνημονίου δεν ήταν παρά μία φούσκα. Δεν ανταποκρινόταν σε αύξηση της παραγωγής, διότι ο τεχνητά διογκωμένος δημόσιος τομέας ήταν από τη φύση του αντιπαραγωγικός. Στο μεγαλύτερο μέρος του ωφείλετο σε αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, που γινόταν με τους κοινοτικούς πόρους. Οι πόροι αυτοί ανακυκλώνονταν στην ελληνική οικονομία, οδηγώντας και σε τεχνητά αυξημένες τιμές (με πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ακίνητα). Το ιδιαιτέρως ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών της χώρας μας σημαίνει, με απλά λόγια, ότι από τις συναλλαγές βγαίνουν περισσότερα χρήματα από τη χώρα, από όσα μπαίνουν όλα αυτά τα χρόνια. Επομένως, για να διατηρούνται τα ίδια επίπεδα χρήματος στην αγορά (και μάλιστα μέσω του κράτους) και το ίδιο ΑΕΠ, ήταν αναγκαίος ο διαρκώς μεγαλύτερος δανεισμός της χώρας. Με άλλα λόγια, η διατήρηση του ΑΕΠ στα (σχετικώς υψηλά) επίπεδα του 2008 ήταν εντελώς τεχνητή και αναντίστοιχη με την ουσιαστική πραγματική δυνατότητα της χώρας. Συνεπώς, η ύφεση δεν ήταν παρά μια φυσιολογική διόρθωση ενός τεχνητά διογκωμένου μεγέθους (ούτως ή άλλως, η ανάπτυξη και η ύφεση δεν έρχονται με προεδρικά διατάγματα).
Τι εξυπηρετεί η διάδοση του μύθου για την υφεσιακή διάσταση του μνημονίου; Στο αίτημα για τη διατήρηση του υπέρογκου δημόσιου τομέα, αφ' ενός. Στο αίτημα για ανάπτυξη μέσω ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, αφ' ετέρου. Η ανάπτυξη, όμως, δεν έρχεται ποτέ από πάνω: απαιτεί τη λειτουργία μιας δυναμικής αγοράς, στην οποία η καινοτομία και το ρίσκο επιβραβεύονται. Η δυναμική μιας αγοράς, όμως, ανακόπτεται από τη δαιδαλώδη ελληνική γραφειοκρατία, από πολλές εκτός τόπου και χρόνου ρυθμίσεις, από ένα ανελαστικό εργασιακό καθεστώς (στο οποίο ίσως ο κατώτατος μισθός να είναι και από τα ήσσονος σημασίας εμπόδια), από την υψηλή φορολογία και την προοπτική της αύξησής της, με άλλα λόγια από την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, αυτοί που επιμένουν ότι οι μειώσεις των κρατικών δαπανών προκάλεσαν την ύφεση της ελληνικής κοινωνίας είναι όσοι δεν θέλουν τον ανταγωνισμό, επειδή είναι θωρακισμένοι στα προνόμιά τους και το ισχύον καθεστώς τους επιτρέπει να ζουν εις βάρος των άλλων.
No comments:
Post a Comment