Sunday, October 28, 2012

Επετειακό

Γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου - την γιορτάζουμε σαν επέτειο νίκης. Είναι η τελευταία πολεμική αναμέτρηση, στην οποία η χώρα μας κέρδισε. Έτσι θέλουμε να λέμε.

Η αλήθεια δεν είναι όμως αυτή. Την 28η Οκτωβρίου 1941 η χώρα ήδη βρισκόταν υπό κατοχή. Μία από τις κατοχικές δυνάμεις ήταν η Ιταλία, την οποία υποτίθεται ότι είχαμε αντιμετωπίσει επιτυχώς. Το τελικό ισοζύγιο του πολέμου του 1940-41 για τη χώρα μας ήταν αρνητικό. Παλικάρια χάθηκαν ή έμειναν ανάπηρα, οικογένειες έμειναν ορφανές, χωρίς προστάτες, μέσα στη φτώχεια. Όνειρα έσβησαν στις πλαγιές της Πίνδου, αγάπες χάθηκαν, τις ρήμαξε ο πόλεμος. Με ποιο αποτέλεσμα; Την ντροπιαστική αποχώρηση της στρατιάς της Ηπείρου, που επέστρεψε ασύντακτη μόλις κατέρρευσε το μέτωπο της Μακεδονίας, στρατιώτες χωρίς καμμία καθοδήγηση, από νικητές επέστρεψαν ταπεινωμένοι στα σπίτια τους. Οι οικογένειές τους δεν τους υποδέχθηκαν εν θριάμβω, δεν παρήλασαν ως νικητές μπροστά στους συμπατριώτες τους, δεν γεύθηκαν τις τιμές του νικητή. Αυτά τα παλικάρια επέστρεψαν με το κεφάλι σκυμμένο σε μια πατρίδα που ώριζε πλέον ο κατακτητής. Και σε μια κατοχή που ρήμαξε την ύπαιθρο, που έπνιξε τις πόλεις στην πείνα.

Μας αρέσει τη συμπεριφορά αυτή να την θεωρούμε ηρωική. Να επαινούμε την ηγεσία, ακόμη και το δικτάτορα Μεταξά, που είπε "όχι", που δέχθηκε τον πόλεμο, αντί να παραχωρήσει κάποια οχυρά στους Ιταλούς - ένα "όχι" που ήταν βέβαιον ότι θα συμπαρασύρει και τη Γερμανία στον πόλεμο, που θα οδηγούσε σε σίγουρη, σχεδόν, ήττα, όπως επιβεβαιώθηκε και από τα πράγματα. Ήταν ανεύθυνο το όχι; Είχε το δικαίωμα ένας δικτάτορας να καταδικάσει το λαό του σ' αυτή τη μοίρα; Και ήσαν οι ένδοξοι αυτοί μήνες του φθινοπώρου, του χειμώνα και της άνοιξης του 1940-41 μια χίμαιρα; Μια απάτη, μια θυσία που δεν είχε αντίκρισμα; Και με τι μούτρα θα αντίκριζε οποιοσδήποτε τους φαντάρους που, χωρίς να χάσουν μια μάχη, επέστρεφαν ταπεινωμένοι στις οικογένειές τους με σκοπό να κάνουν ό,τι μπορούσαν για τη στοιχειώδη, πλέον, επιβίωσή τους;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει δοθεί από την ίδια την ιστορία: δεν ήταν ο δικτάτορας που κινήθηκε ενάντια στη θέληση του λαού λέγοντας το "όχι" - ήταν από τις στιγμές, κατά τις οποίες η ηγεσία του τόπου, παρ' όλο που είχε επιβληθεί χωρίς τη συναίνεση του λαού, συνέπεσε στην απόφασή της με τη λαϊκή βούληση. Και συνέπεσε, επειδή καμμία προπαγάνδα, κανένας μηχανισμός παραπλάνησης ή ψέμματος δεν είχε εμφυτεύσει στους φαντάρους που έφευγαν και στις οικογένειές τους που τους στήριζαν τον ενθουσιασμό τους για τον αγώνα υπέρ της πατρίδας τους, την αγάπη για τις οικογένειές τους που δεν περιοριζόταν στη διασφάλιση της διαβίωσής τους, αλλά στην αξιοπρέπειά τους, την ελευθερία τους, την τιμή τους. Δεν είναι μόνο οι εικόνες των χαμογελαστών φαντάρων που φεύγουν για το μέτωπο, είναι και οι αφηγήσεις αυτών που επέζησαν, που ήλθαν δυο και τρεις γενιές μετά σ' εμάς που το επιβεβαιώνουν.

Η ηθική αξία ενός αγώνα κρίνεται από το διακύβευμά του και από τη δυσχέρεια των συνθηκών, υπό τις οποίες ο αγώνας δίνεται. Δεν μπορεί κάποιος να επιλέγει να αγωνίζεται μόνο όταν η νίκη είναι εξασφαλισμένη. Η αξία του αγώνα ανεβαίνει όταν η ήττα είναι περισσότερο πιθανή από τη νίκη, όταν η θυσία είναι μεγαλύτερη από το υλικό όφελος. Ο ενθουσιασμός για τις νίκες στο μέτωπο της Ηπείρου δεν πρέπει να αποκρύπτουν την πραγματική ηθική αξία του αγώνα. Το πραγματικό νόημα της εορτής της 28ης Οκτωβρίου 1940 δεν είναι ότι μια μικρή χώρα κέρδισε μάχες απέναντι σε μια στρατιωτικά ισχυρότερη χώρα. Δεν είναι η κατάληψη του Πόγραδετς ή της Κορυτσάς (όσο κι αν έχουν τη σημασία τους - και αν είναι αποτέλεσμα εν πολλοίς του ηρωισμού των στρατιωτών). Είναι ότι, όταν ο Μεταξάς αρνήθηκε το ιταλικό τελεσίγραφο, μια ολόκληρη γενιά δέχθηκε, και το δέχθηκε με ενθουσιασμό και το εκδήλωσε με χαμόγελο, να θυσιάσει την ελπίδα της, τον ενθουσιασμό της, τα νιάτα της και, κυρίως, το μέλλον της, με τη νίκη σχεδόν απίθανη, επειδή ήθελε η πατρίδα της (η οικογένεια, οι φίλοι, ό,τι είχε κανείς όσιο και ιερό) να παραμείνει ελεύθερη ή, ακόμη κι αν η ήττα ερχόταν, τίμια και αξιοπρεπής.

Διαπραγμάτευση, εργασιακά, νίκες και ήττες

Είναι πολύ ενδιαφέρων και παραπλανητικός, συνάμα, ο διάλογος που εκτυλίσσεται σε σχέση με τις «απαιτήσεις» της τρόικας στα εργασιακά, τη σκοπιμότητά τους, τις νίκες και τις ήττες της διαπραγμάτευσης. Εισαγωγικά και μόνο ν' αναφέρουμε ότι οποιαδήποτε διατήρηση του status quo, αυτού που οδήγησε σε ενάμισυ εκατομμύριο ανέργους, θεωρείται στο δημόσιο διάλογο νίκη και οποιαδήποτε μεταβολή του είναι ήττα της χώρας απέναντι στον «αντίπαλο» που είναι οι δανειστές μας.

Ο διάλογος ξεκινά με ένα ερώτημα που τίθεται υπό μια παραπλανητική προϋπόθεση: αφού οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα δεν έχουν δημοσιονομικό αποτέλεσμα, γιατί να επιμένει σ' αυτές η τρόικα; Υπονοείται, με το ερώτημα αυτό, ότι η τρόικα έχει εκδικητικούς σκοπούς απέναντι στους Έλληνες εργαζομένους (αυτούς που δουλεύουν τις περισσότερες ώρες στον κόσμο) και βγάζει το άχτι των δανειστών μας μειώνοντας τους μισθούς τους.

Για να απαντηθεί το ερώτημα, όμως, απαιτείται να καταδειχθεί η αναλήθεια της προϋπόθεσης, ότι δήθεν οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα δεν επηρεάζουν τα δημοσιονομικά της χώρας. Αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος: οι εργασιακές σχέσεις επηρεάζουν δύο βασικά μεγέθη που έχουν άμεση σχέση με τα δημοσιονομικά. Το προφανές είναι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας - όσο οι ρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις παραμένουν απαγορευτικές (σε συνδυασμό και με άλλες στρεβλώσεις του συστήματος) για την πραγματοποίηση επενδύσεων, οι οποίες συνοδεύονται από νέες προσλήψεις, είναι φυσικό να αποτρέπουν τις άμεσες ξένες επενδύσεις και, δι' αυτών, την εισροή ξένου συναλλάγματος (όπως και τις εγχώριες επενδύσεις, μολονότι αυτές πλήττονται ακόμη περισσότερο από την έλλειψη ρευστότητας). Είναι προφανές ότι η αποτροπή ξένων επενδύσεων μειώνει τις προοπτικές ανάπτυξης και αύξησης της φορολογητέας ύλης και μας βυθίζει περισσότερο στην ύφεση.

Το δεύτερο είναι ότι η δυσκολία στις απολύσεις έχει ως αποτέλεσμα, γενικότερα, να αποφεύγονται οι προσλήψεις. Η διαπίστωση αυτή σχετίζεται και με το ποιος ωφελείται και ποιος βλάπτεται από τη διατήρηση του σημερινού νομοθετικού καθεστώτος και, πιο συγκεκριμένα, εάν η κοινωνία συνολικά θα έπρεπε να προτιμά περισσότερες νέες θέσεις εργασίας ή περισσότερη προστασία των ήδη υφισταμένων θέσεων (μια παρένθεση: οι ανελαστικές σχέσεις εργασίας οδηγούν αρκετές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το εργατικό κόστος, σε κλείσιμο με αποτέλεσμα, εν τέλει, χειρότερο για τους εργαζομένους, των οποίων δήθεν οι θέσεις εργασίας προστατεύονται). Πολλές χώρες του εξωτερικού, με ανεπτυγμένο κοινωνικό κράτος (με κλασσικό παράδειγμα τη Δανία), αφήνουν ελεύθερες τις απολύσεις και επιρρίπτουν τη μέριμνα για τους ανέργους στο κράτος. Φυσικά, πρόκειται για χώρες, στις οποίες η αλλαγή εργασίας και εργοδότη δεν θεωρείται ταμπού, αντίθετα με ότι ισχύει παρ' ημίν. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ότι στις χώρες αυτές έχουν ελάχιστη ανεργία.

Παραπλανητικό θα ήταν και το ερώτημα: με ποιου το μέρος είσαι, με τους εργοδότες ή με τους εργαζομένους; Σε μια ανεπτυγμένη οικονομία της αγοράς ο εργαζόμενος δεν αναζητεί εργασία μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει το βασικό μισθό. Η διασφάλιση του εργαζομένου, όταν είναι δυσαρεστημένος από τον εργοδότη του, είναι ότι υπάρχει και άλλη θέση εργασίας δίπλα, κενή, σε άλλο εργοδότη και ότι μπορεί να αλλάξει εργασία πιθανότατα αυξάνοντας και την αμοιβή του. Έτσι, μια ανεπτυγμένη οικονομία λειτουργεί προς όφελος και των επιχειρηματιών και των εργαζομένων. 

Θα έπιανε τόπο όμως μια μεταρρύθμιση στα εργασιακά στην Ελλάδα των επιχειρήσεων που κλείνουν και της τεράστιας ανεργίας; Ή, αντιστρόφως, θα φέρει η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων ένα ξαφνικό κύμα επενδύσεων και ανάπτυξης, ώστε σε λίγους μήνες να ξεχάσουμε την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα και ξαφνικά να βρεθούμε σε ένα καπιταλιστικό παράδεισο; Όχι βέβαια. Όμως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πού οδηγεί ο φαύλος κύκλος της παρούσας κατάστασης: επιχειρήσεις που κλείνουν, επενδύσεις που δεν πραγματοποιούνται, αύξηση της ανεργίας ή της μαύρης εργασίας. Μια κίνηση (από τις αρκετές που απαιτούνται) για να σπάσει αυτός ο κύκλος - είναι νίκη ή ήττα της Ελλάδος; Είναι «αντίσταση» στην τρόικα η διατήρηση των εμποδίων στις επενδύσεις και στη διαμόρφωση νέων θέσεων εργασίας;

Είναι πολύ λογικό το αίτημα, υπό τις σημερινές συνθήκες, να υπάρξει ιδιαίτερη μέριμνα για εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα που χάνουν τη δουλειά τους εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης ή που βλέπουν τους μισθούς τους να συρρικνώνονται. Η μέριμνα αυτή, όμως δεν μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχεται με μια μορφή που, εν τέλει, δεν ωφελεί τους εργαζομένους αλλά απλώς αποτρέπει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.