Tuesday, November 1, 2011

Πότε το δημοψήφισμα θα μπορούσε να λειτουργήσει λυτρωτικά

Alea iacta est. Ο Πρωθυπουργός φαίνεται ότι διέβη τον Ρουβίκωνα, η ζημιά στο διεθνές κύρος της χώρας έχει ήδη συντελεσθεί, οι αγορές έχουν πανικοβληθεί και ακόμη και στην (όχι και τόσο πιθανή) περίπτωση που η κυβέρνηση πέσει και δεν προκηρυχθεί το δημοψήφισμα, η ζημιά θα έχει γίνει. Το χειρότερο σενάριο, μετά από όλα αυτά, θα είναι τελικά να μη γίνει δημοψήφισμα (πράγμα που δεν δικαιολογεί, σε καμμία περίπτωση, την πρωτοβουλία αυτή του πρωθυπουργού).

Το κακό με το δημοψήφισμα δεν είναι ότι ο "ανώριμος", "συναισθηματικός" κ.λπ. λαός μπορεί να λάβει τη "λάθος" απόφαση. Δημοκρατία σημαίνει ότι το εκλογικό σώμα αναλαμβάνει συλλογικά (περιλαμβανομένης και της μειοψηφίας) την ευθύνη των επιλογών του (δεν είναι της παρούσης η -αυτονόητη- οριοθέτηση του κανόνα της πλειοψηφίας από τα ατομικά δικαιώματα κ.λπ.), οπότε, εάν το εκλογικό σώμα κρίνει ότι καλύτερο είναι να φύγουμε από την ευρωζώνη ή να πτωχεύσουμε, τι να κάνουμε, αυτοί είμαστε συνολικά. Το κακό είναι ότι γίνεται σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, διαρκούσης μιας διαπραγματεύσεως, στην οποία εισάγει ένα τεράστιο βαθμό αβεβαιότητος (σε βαθμό που πιθανότατα να ακυρώσει τη διαπραγμάτευση στην πράξη, με αποτέλεσμα ενδεχομένως τον Ιανουάριο να μην υπάρχει και δανειακή σύμβαση προς επικύρωση, χωρίς να υποτιμώνται και άλλες αθέλητες συνέπειες της αβεβαιότητος, λ.χ. στη διόγκωση της κρίσεως χρέους άλλων κρατών). Επίσης, το ότι φαινόμαστε ανακόλουθοι ως κράτος: βάλαμε τους Ευρωπαίους να τσακωθούν για τα μάτια μας, να καταλήξουν σε δεσμευτικά, γι' αυτούς, κείμενα, για να καταλήξουμε να τους πούμε ότι, ξέρετε, τελικά μπορεί και να μην πάρουμε, δεσμευθείτε εσείς, αλλά εμείς δεν δεσμευόμαστε.
 
Εν πάση περιπτώσει, τελείωσε αυτό τώρα. Το κλίμα έχει διαμορφωθεί. Σκοπός είναι να εκμεταλλευθούμε, όσοι είμαστε υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, το μόνο πλεονέκτημα που μας παρέχει το δημοψήφισμα: να ξεκαθαρίσουμε εάν πράγματι ανήκουμε στην πλειοψηφία (η οποία δεν έχει δικαιολογία, σε ένα δημοψήφισμα, να παραμείνει "σιωπηλή"), ή στη μειοψηφία. Και, εάν όντως είμαστε στην πλειοψηφία, να διασφαλίσουμε από την εναλλαγή κυβερνήσεων τη δανειακή στήριξη εκ μέρους των εταίρων μας, προκειμένου να μπορούμε να προσερχόμαστε και στις εκλογές, χωρίς διλήμματα για το ποια κυβέρνηση θα αναλάβει.

Υπό την έννοια αυτή το δημοψήφισμα μπορεί να δράσει λυτρωτικά. Και υπό το μεγάλο εάν, ότι δεν θα έχει διαλυθεί η ευρωζώνη ή η δανειακή σύμβαση, μέχρι την ημερομηνία διεξαγωγής του. Υπό τις (διόλου αυτονόητες) αυτές προϋποθέσεις, ας το δούμε ως ευκαιρία για ανάδειξη, έστω και την υστάτη στιγμή, μιας ορθολογικής, φιλοευρωπαϊκής πλειοψηφίας.

Tuesday, October 18, 2011

Το κείμενο των "τριών", ο δημόσιος διάλογος και η συμμαχία των λογικών

Το αμέσως προηγούμενο κείμενο σ' αυτό το ιστολόγιο επεδίωξε να αναδείξει την κρισιμότητα της καταστάσεως, ως προς τη διατήρηση του κράτους καθ' αυτήν. Ήδη η κατάσταση έχει γίνει ακόμη χειρότερη. Μέσα στο γενικό χαμό ήλθε το περιβόητο άρθρο - παρέμβαση τριών υπουργών, της κας. Άννας Διαμαντοπούλου, του κου. Ανδρέα Λοβέρδου και του κου. Γιάννη Ραγκούση, με το οποίο οι τρεις παραπάνω υπουργοί δηλώνουν την αποφασιστικότητά τους να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες, για να βγει η ελληνική οικονομία από την κρίση.

Όσοι από το φιλελεύθερο χώρο αντιμετωπίσαν θετικά το παραπάνω κείμενο επεκρίθησαν - βασικός άξονας της κριτικής ήταν ότι οι συγγραφείς του άρθρου είναι υπουργοί και η δουλειά τους είναι να διοικούν και όχι να συγγράφουν. Ωστόσο, το κείμενο αυτό ανέδειξε ένα ακόμη πόλο μιας πιθανής μελλοντικής συμμαχίας που είναι απαραίτητη, έστω και πρόσκαιρα: είναι η συμμαχία αυτών που προτάσσουν τη νομιμότητα, που αναγνωρίζουν στο κράτος το μονοπώλιο της νόμιμης βίας, που ακόμη και όταν διαφωνούν με ένα νόμο, συμμορφώνονται (δεν αναφέρομαι σε οριακές περιπτώσεις κατάλυσης των ατομικών δικαιωμάτων, φυσικά). Είναι μία συμμαχία που είναι απαραίτητο να αναδειχθεί στο δημόσιο διάλογο, ειδικά μάλιστα όταν και κοινοβουλευτικά κόμματα είτε υποθάλπουν παράνομες συμπεριφορές, είτε αμφισβητούν ευθέως τη νομιμότητα.

Βασικά στοιχεία του παραπάνω κειμένου, τα οποία πολλοί προσυπογράφουν και χρειάζεται ν' αναδειχθούν ως υποστηριζόμενα από όσο μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας γίνεται, είναι: α. ότι οι περισσότερες από τις παραβατικές συμπεριφορές (για να μην πούμε όλες) γίνονται από οργανωμένες συντεχνίες, οι οποίες βλέπουν τα συμφέροντά τους να θίγονται και φοβούνται για τα (παράνομα) κεκτημένα τους και επικαλούνται την κοινωνία συνολικά, για να κρύψουν τον καθαρά ωφελιμιστικό (και αντικοινωνικό) χαρακτήρα των ενεργειών τους, και β. ότι σε κάθε περίπτωση η συνέχιση των παραβατικών συμπεριφορών και η αδυναμία του κράτους να τις περιστείλει σημαίνει, κατ' ουσίαν, κατάλυση του κράτους. Ότι χρειάζεται η κοινωνία στο σύνολό της, αυτό που ονομάζουμε "σιωπηλή πλειοψηφία", να αντιταχθεί σε τέτοιες πρακτικές.

Ακόμη κι εάν διαφωνούμε σε πλείστα όσα με τους γράφοντες, ακόμη κι εάν δεν θέλουμε το δικό τους κείμενο να είναι η αφορμή για μια τέτοια συμμαχία - εν τούτοις στη σημερινή συγκυρία είναι απολύτως απαραίτητο η συμμαχία των λογικών, αυτών που πιστεύουν στην τήρηση του νόμου, να αναδειχθεί και να αποκτήσει φωνή: έχει ισχυρούς αντιπάλους -  τουλάχιστον δύο κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή, τα τριτοβάθμια και τα περισσότερα μικρότερα συνδικάτα της χώρας και τη λαϊκιστική δημοσιογραφία. Ας γίνει δεκτό στο δημόσιο διάλογο το αυτονόητο, ότι κανείς δεν μπορεί να καταλύει τη νομιμότητα εν ονόματι των συντεχνιακών του συμφερόντων, κι ας διαφωνήσουμε για όλα τα άλλα κατόπιν.

Friday, October 14, 2011

Η κατάλυση της νομιμότητας προ των πυλών

Οι ημέρες που περνάμε είναι ιδιαιτέρως κρίσιμες. Όχι μόνο για το (πολύ σημαντικό αφ' εαυτού) ζήτημα της αποκομιδής των απορριμμάτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ή για τον τρόπο και τον φορέα που θα φροντίζει την αποκομιδή αυτή, αλλά επειδή η οργανωμένη Πολιτεία (κυβέρνηση και εισαγγελία) δίνει μάχη με συνδικαλιστικούς φορείς, οι οποίοι ρητώς επικαλούνται πλέον την παρανομία. Περιμένουμε με πραγματική αγωνία να φανεί εάν η Βουλή μπορεί να νομοθετεί, εάν η Κυβέρνηση μπορεί να ασκεί τις αρμοδιότητές της, εάν μπορεί να διατηρεί στοιχειωδώς την τάξη, ή εάν είμαστε όλοι έρμαια των διαθέσεων των οργανωμένων συνδικάτων.
Δεν διστάζουν οι αυτόκλητοι προστάτες όχι μόνον των δικών τους συμφερόντων, αλλά και των δικών μας, να απειλούν ότι θα χυθεί αίμα, εάν η κυβέρνηση οδηγηθεί σε συγκεκριμένη επιλογή ως προς τον τρόπο αποκομιδής των απορριμμάτων. Όσοι ήσαν διατεθειμένοι να ανεχθούν ένα μικρό ποσοστό παρανομίας ή παραβατικότητας εν ονόματι των "αγωνιστικών κινητοποιήσεων" συνειδητοποιούν πλέον ότι παίζεται κυριολεκτικά η ύπαρξη και η λειτουργία του κράτους, ως έχοντος το νόμιμο μονοπώλιο της βίας. Είτε επικρατεί το κράτος και ξέρουμε ότι, ψηφίζοντας Βουλή, θα ψηφίσουμε το σώμα που νομοθετεί, είτε επικρατεί το χάος και ξέρουμε ότι, εφ' εξής, επισήμως πλέον θα επικρατεί ο θρασύτερος, ο πιο οργανωμένος, ο ισχυρότερος στο πεδίο της ωμής βίας. Η στάση των πολιτικών και των πολιτικών παρατάξεων απέναντι σ' αυτή τη μάχη δείχνει και την πραγματική δημοκρατικότητα της καθεμιάς.

Monday, July 4, 2011

Ναι στη μείωση του κράτους, όχι στην αύξηση των φόρων: και τι θα συμβεί με τους υπαλλήλους που χάνουν τη δουλειά τους;

Η αντίρρηση που προβάλλεται στην πρόταση για κατάργηση κρατικών οργανισμών έχει δύο βασικές πτυχές: ότι πολλοί άνθρωποι θα βρεθούν ξαφνικά στην ανεργία και ότι η αγορά, με ήδη μεγάλη κάμψη στην κατανάλωση, θα δεχθεί ένα -τελειωτικό- κτύπημα, καθώς σημαντικό μέρος των υποψηφίων καταναλωτών θα βρεθεί χωρίς εισόδημα.

Τα δύο αυτά επιχειρήματα δεν έχουν την απόλυτη ισχύ που τους προσδίδουν οι θιασώτες τους. Άλλωστε, εάν παίρναμε in extremis την άποψη ότι λειτουργεί καλύτερα η αγορά, όσο περισσότερο τροφοδοτείται με κρατικό χρήμα μέσω των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να γίνουν ακόμη περισσότεροι διορισμοί στο Δημόσιο, προκειμένου να τονωθεί η αγορά κι άλλο. Η αντίληψη αυτή στηρίζεται και σε μια στρεβλή ανάγνωση της οικονομικής πραγματικότητας: ο δημόσιος τομέας μπορεί να στηριχθεί (αφαιρουμένου του δανεισμού) μόνο από το προϊόν που παράγεται στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, εάν δεν παραχθεί προϊόν στον ιδιωτικό τομέα, δεν μπορούν να προκύψουν τα φορολογικά έσοδα, τα οποία θα διατηρήσουν το Κράτος. Αυτό απέχει πάρα πολύ από την αντίληψη, κατά την οποία πρέπει να υπάρχει μεγάλος δημόσιος τομέας, ώστε οι μισθοί του να τροφοδοτούν την αγορά: στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι παρά μια μη-παραγωγική κυκλική διαδικασία, η οποία οδηγεί σε μείωση του παραγομένου προϊόντος, μειωμένη φορολογική βάση και φοροδοτική ικανότητα, εν τέλει, και σε αναγκαστική στήριξη μέσω του εξωτερικού δανεισμού, ακριβώς δηλαδή αυτό που συνέβη στην Ελλάδα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. 

Άλλωστε, είναι σαφές ότι ελλείπει η ουσιαστική παραγωγή στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια: ο πρωτογενής τομέας υπάρχει για να δικαιολογεί τις επιδοτήσεις, όσον καιρό ακόμη αυτές διαρκέσουν, ο δευτερογενής τομέας που γνώρισε μια άνθηση τις δεκαετίες του '50 και του '60, στασιμότητα τη δεκαετία του '70 και φυγή στη συνέχεια, είναι πλέον αναιμικός, στην καλύτερη περίπτωση, ανύπαρκτος στη χειρότερη, ενώ ο τριτογενής τομέας χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανταγωνιστικότητα και από δραστηριότητες με χαμηλή προστιθέμενη αξία, παρά την πληθώρα πτυχιούχων στη χώρα μας. Δηλαδή η ιδιωτική οικονομία στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έλλειψη δυναμισμού και, πλέον, και ύφεση, δηλαδή ποσοτική μείωση του παραγομένου προϊόντος - και, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η λύση δεν είναι η "τόνωση" της αγοράς με κρατικό χρήμα, δεδομένου ότι το κρατικό χρήμα θα προέλθει από την ίδια την αγορά, δηλαδή από τη φορολογία, αφαιρώντας της και την τελευταία ικμάδα ζωντάνιας.

Επομένως, λύση είναι η αφαίρεση των βαρών με μείωση της φορολογίας - αλλά και με την παρουσία καινούργιων προσώπων, που θα έχουν αποδεσμευθεί από το κράτος. Καταβάλλοντας στα πρόσωπα αυτά το 70% των τακτικών αποδοχών τους για τρία χρόνια τους παρέχεται η δυνατότητα να αναζητήσουν τη δραστηριότητα, στην οποία θα θελήσουν να επιδοθούν, καθώς δεν θα έχουν καμμία υποχρέωση παρουσίας στην υπηρεσία τους ή εργασίας. Για πολλούς, μάλιστα, η δραστηριότητα που θα μπορέσουν να ασκήσουν στην αγορά θα είναι πιθανότατα παρεμφερής με τα καθήκοντα που ασκούσαν στο δημόσιο, ειδικά στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες θα καταργηθεί κάποιος οργανισμός, ο οποίος αντιστοιχεί σε ανάγκες που καλύπτονται από την αγορά. Οι αποδοχές αυτές, το 70% των τακτικών, θα είναι ένα αυξημένο επίδομα ανεργίας - αυξημένο, διότι θα χορηγείται ανεξαρτήτως του εάν ο δικαιούχος έχει βρει άλλη εργασία ή έχει ξεκινήσει δική του, κερδοφόρα ενδεχομένως, επιχείρηση. Δικαιολογείται, μάλιστα, η χορήγηση αυτής της αυξημένης προστασίας από τη διάψευση της νομίμου προσδοκίας που είχε δημιουργηθεί στους δικαιούχους του για μονιμότητα στη θέση τους στο Δημόσιο.

Συνεπώς, με τη μείωση του κράτους η αγορά, στην πραγματικότητα, θα τονωθεί: θα υπάρξει μια μείωση του κυκλοφορούντος χρήματος, αλλά αντίστοιχα θα υπάρξει αύξηση του παραγομένου προϊόντος, καθώς θα απελευθερωθούν δυνάμεις, οι οποίες κατ' ανάγκην θα κινηθούν παραγωγικά. Δεν θα έχουμε, δηλαδή, σοβαρή πτώση (βραχυπρόθεσμη) στην κινητικότητα της αγοράς, αλλά, αντιθέτως, θα έχουμε μια μεσοπρόθεσμη τόνωση, η οποία θα συνδυασθεί και με τον εξορθολογισμό του δημοσίου τομέα.

Δυστυχώς δεν μπορεί να παραλειφθεί και το "έσχατο" επιχείρημα υπέρ της μειώσεως του κράτους, σε σχέση με τους εργαζομένους σ' αυτό: ότι η παρούσα κατάσταση δεν είναι βιώσιμη, με αποτέλεσμα τυχόν αδράνεια σήμερα να έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση του κράτους, οπότε πολύ περισσότεροι άνθρωποι, πολύ περισσότεορι υπάλληλοι, έχουν να χάσουν πολλά περισσότερα.

Sunday, July 3, 2011

Ναι στη μείωση του κράτους, όχι στην αύξηση των φόρων: επειδή η μείωση του κράτους συνδέεται με τον εξορθολογισμό του

Οι δυσμενείς επιπτώσεις της αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών είναι λίγο ως πολύ γνωστές: εκτός του ότι αυξάνεται το κίνητρο για φοροδιαφυγή, τίθεται ένα βασικό αντικίνητρο για επενδύσεις, για την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου, καθώς τα περιθώρια του προσδοκωμένου κέρδους μειώνονται. Επίσης, πολλές φορές η αύξηση των φορολογικών συντελεστών (ιδίως στους έμμεσους φόρους) έχει ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση του αυξημένου φορολογικού βάρους στην τελική τιμή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, πράγμα που οδηγεί, όπως είναι φυσικό, σε μειωμένη κατανάλωση (το οποίο οδηγεί σε μειωμένες εισπράξεις των εμμέσων φόρων -μείωση της φορολογικής βάσεως- και έτσι, σύμφωνα με την ίδια λογική, στην ανάγκη να αυξηθούν ακόμη περισσότερο οι συντελεστές, ώστε να αναπληρωθούν οι σχετικές απώλειες). Έτσι, η επιλογή της μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος μέσω της αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών έχει αποτέλεσμα, και μάλιστα μόνιμο, στην αγορά, αφαιρώντας μεγάλο μέρος από τη δυναμική της.

Ακριβώς το αντίστροφο, όμως, συμβαίνει με τη μείωση του κράτους. Η μείωση του κράτους συναρτάται, κατ' ανάγκην, με τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του, την εξέταση, κατ' αρχήν, του ερωτήματος: ποιες υπηρεσίες πρέπει να παρέχει το κράτος στον πολίτη. Όμως, παραπέρα, εξετάζεται κι ένα ακόμη ερώτημα: ακόμη και τις υπηρεσίες που, απαντώντας στο προηγούμενο ερώτημα, δεχόμαστε ότι πρέπει να διασφαλίζει το κράτος στους πολίτες του - αυτές πρέπει να τις παρέχει μέσω μιας οργανωμένης γραφειοκρατικής δομής ή είναι καλύτερο να καταφεύγει στην αγορά, διατηρώντας απλώς εποπτικό ρόλο;

Το πρώτο ερώτημα, ποιες υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζει το κράτος, εμπεριέχει και πολλές αξιολογικές κρίσεις, στις οποίες υπάρχουν πολλές θεμιτές διαφωνίες, αναλόγως της ιδεολογικής προελεύσεως καθενός που απαντά. Το δεύτερο ερώτημα, όμως, είναι στη βάση του πολύ περισσότερο τεχνοκρατικό - θεωρείται δεδομένη, συμφωνημένη, η ανάγκη παροχής μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας και, εξετάζεται υπό καθαρά τεχνοκρατικό πρίσμα: ποιότητα υπηρεσιών και κόστος αυτών. Είναι εκπληκτικό πόσο διευρύνονται τα περιθώρια συμφωνίας προσώπων που προέρχονται ακόμη και από αντίθετους ιδεολογικούς χώρους στο δεύτερο ερώτημα (στο βαθμό που δεν παρεμβάλλονται ιδεοληψίες) - και πως προτάσεις, οι οποίες προέρχονται από το φιλελεύθερο χώρο (λ.χ. τα κουπόνια εκπαίδευσης) συγκινούν πολλές φορές και αριστερούς, οι οποίοι διαβλέπουν ότι με τη χρήση τους περισσότερα παιδιά (και μάλιστα από τις λιγότερο εύπορες οικογένειες) έχουν περισσότερες πιθανότητες να εξασφαλίσουν μια καλή μόρφωση. Όμως σήμερα υπάρχουν πολλές συγκλίσεις ακόμη και στις απαντήσεις προς το πρώτο ερώτημα - χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αγροφυλακή, της οποίας η υπεράσπιση παρέμεινε καθαρά παραταξιακή υπόθεση του κόμματος που την δημιούργησε με αποκλειστικό σκοπό το διορισμό "ημετέρων".

Εννοείται, επιπλέον, ότι το όφελος από την κατάργηση περιττών οργανισμών παραμένει στο κράτος και την κοινωνία σε βάθος χρόνου - το αποτέλεσμα της μειώσεως του κράτους, δηλαδή, δεν είναι απλώς δημοσιονομικά βραχυχρόνιο, αλλά και μεσοπρόθεσμα εξορθολογιστικό και σαφώς προτιμητέο, και γι' αυτό το λόγο, από μια ακόμη αύξηση των φορολογικών συντελεστών.

Wednesday, June 22, 2011

Ναι στη μείωση του κράτους, όχι στην αύξηση των φόρων - πραγματική τόνωση στην αγορά

Η μείωση του κράτους, εκτός από το δημοσιονομικό της αποτέλεσμα με την άμεση μείωση των εξόδων, έχει και πολλά άλλα ευεργετικά αποτελέσματα στην αγορά. Απαλλάσσει τις επιχειρήσεις από περιττά γραφειοκρατικά εμπόδια, τα οποία είναι και αυτά ανασταλτικά για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Και, φυσικά, απελευθερώνει πόρους, οι οποίοι δεσμεύθηκαν για τη θεραπεία μιας συγκεκριμένης ανάγκης κατά την επιλογή μιας γραφειοκρατίας, στην αγορά, από την οποία θα προκύψει ορθολογικότερη κατανομή των πόρων, προς όφελος των αναγκών των καταναλωτών.

Η αύξηση των φόρων, αντιθέτως, εκτός από την άμεση χρηματική επιβάρυνση (και με αβέβαιο το δημοσιονομικό αποτέλεσμα) ενισχύει την ήδη υφισταμένη γραφειοκρατία, η οποία και βρίσκει την ευκαιρία να κάνει ό,τι κάνει πάντα η γραφειοκρατία: να γιγαντωθεί, να αποκτήσει περισσότερη εξουσία και να καταλήξει να επιβαρύνει κι άλλο τον ιδιωτικό τομέα.

Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, η ύπαρξη πολλών κρατικών φορέων φέρνει άλλες στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς: χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα στρατόπεδα εκπαιδεύσεως νεοσυλλέκτων, αλλά και διάφορα ΤΕΙ, κατανεμημένα σε επαρχιακές πόλεις όχι με κριτήριο την εξυπηρέτηση των φοιτητών, λόγω της εγγύτητάς τους με σημαντικά πληθυσμιακά κέντρα, αλλά με σκοπό την τεχνητή τόνωση της τοπικής οικονομίας διά της εξυπηρετήσεως των στρατιωτών και των σπουδαστών. Και μόνη η χοροθέτηση των κέντρων εκπαιδεύσεως νεοσυλλέκτων και των ΤΕΙ (και, σε αρκετές περιπτώσεις, και φυλακών) είναι ενδεικτική των κριτηρίων που χρησιμοποιεί το κράτος για την κατανομή των πόρων του - τεχνητή ενίσχυση της ζητήσεως σε περιοχές, από τις οποίες αναμένει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία ψήφους. Σκεφθείτε, όμως, και ότι η τοποθέτηση των πανεπιστημίων και των στρατοπέδων εγκλωβίζουν τις τοπικές οικονομίες στην υιοθέτηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, οι οποίες κινούνται γύρω από την εξυπηρέτηση των στρατιωτών ή των σπουδαστών: από ενοικιαζόμενα διαμερίσματα μέχρι καφετέριες και μπαρ. Οι τοπικές οικονομίες στη συνέχεια γίνονται απολύτως εξαρτημένες από την παρουσία του στρατοπέδου ή του ΤΕΙ, με συνέπεια τυχόν μετακίνηση του φορέα αυτού να προκαλεί έντονες κοινωνικές αντιδράσεις (και να έχει σοβαρό πολιτικό κόστος) και να συμπλέκεται ακόμη περισσότερο η απόφαση για την τοποθέτηση των φορέων αυτών με κοντόφθαλμους πολιτικούς μικροϋπολογισμούς. Όμως και το προϊόν που παράγουν δεν έχει κάποια προστιθεμένη αξία, κάποια πραγματική αναπτυξιακή προοπτική (χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι οι συγκεκριμένες δραστηριότητες ταιριάζουν στη ραθυμία που θεωρείται σχεδόν αρετή στην ελληνική επαρχία).

Έτσι, η τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας μας παρέχει αφορμή για την απεξάρτηση από τους τοπικιστικούς μικροπολιτικούς υπολογισμούς, ώστε και οι κάτοικοι των περιοχών, στις οποίες ευρίσκονται οι καταργούμενοι οργανισμοί, να στραφούν σε πραγματικά παραγωγικές δραστηριότητες.

Tuesday, June 21, 2011

Ναι στη μείωση του κράτους, όχι στην αύξηση των φόρων - σίγουρο αποτέλεσμα

Τώρα, πώς και γιατί να διαφημίζεται μια πολιτική επιλογή, ότι έχει "σίγουρο αποτέλεσμα"; Διότι στη σημερινή κατάσταση, όταν οι δανειστές, που κρατούν τη χώρα μας εκτός χρεωκοπίας, ενδιαφέρονται για τη δραματική βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, είναι σαφές ότι τους (και μας) ενδιαφέρουν μέτρα, των οποίων το αποτέλεσμα είναι άμεσα μετρήσιμο και βέβαιο. Γνωρίζουμε ποιες δαπάνες αντιστοιχούν με τις κρατικές δραστηριότητες που καταργούνται και, απλούστατα, ξέρουμε ότι θα τις διαγράψουμε από τη στήλη των εξόδων. Εάν, δηλαδή, πούμε ότι καταργούμε τα τμήματα του ΤΕΙ Κοζάνης που βρίσκονται στα Γρεβενά, ξέρουμε ότι γλιτώνουμε τη μισθοδοσία των διδασκόντων και του διοικητικού προσωπικού, τις δαπάνες για μίσθωση, συντήρηση και καθαριότητα του κτηρίου, κ.λπ. Και ξέρουμε ότι η μείωση των δαπανών αυτών είναι δεδομένη, δεν εξαρτάται από άλλους, εξωτερικούς παράγοντες.

Αντιθέτως, εάν αυξήσουμε τους φορολογικούς συντελεστές, δεν μπορούμε (όπως προκύπτει και στην πράξη) να προβλέψουμε με ακρίβεια τι θα προσθέσουμε στη στήλη των εσόδων. Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών, εκτός του ότι δημιουργεί περισσότερα κίνητρα για φοροδιαφυγή, αποτελεί και αντικίνητρο για την οικονομική δραστηριότητα. Οδηγεί, δηλαδή, σε μειωμένο κύκλο εργασιών τις επιχειρήσεις, σε μικρότερη φορολογική βάση - έτσι, το γινόμενο της νέας, φορολογικής βάσεως, επί το νέο φορολογικό συντελεστή, δεν θα είναι ιδιαιτέρως αυξημένο (και συχνά θα είναι μειωμένο) σε σχέση με αυτό της παλαιότερης φορολογικής βάσεως επί τον παλαιό φορολογικό συντελεστή. Αυτό ισχύει και για τους άμεσους, και για τους έμμεσους φόρους - η αύξηση στον ΦΠΑ οδηγεί, εκτός από λιγότερες επενδύσεις (αφού ακριβαίνει η προμήθεια των πρώτων υλών, τα μεταφορικά κ.λπ.) και σε μικρότερη κατανάλωση - πράγμα που οδηγεί σε μικρότερες επενδύσεις, γιατί το προσδοκώμενο αποτέλεσμά τους είναι μικρότερο και έτσι προχωρεί ένας φαύλος κύκλος. Ο κύκλος αυτός, εκτός από τις άλλες "φαυλότητες" χαρακτηρίζεται και από μειωμένη δυνατότητα εισπράξεως εσόδων από το κράτος, δηλαδή στο τέλος η αύξηση του φορολογικού συντελεστή δεν πετυχαίνει ούτε καν το βασικό της στόχο.

Αυτό το χαρακτηριστικό που έχει η μείωση του κράτους, η βεβαιότητα του δημοσιονομικού της αποτελέσματος, είναι κάτι που μπορεί να "πουληθεί" στους δανειστές μας - θα το δέχονταν ασμένως, επειδή ακριβώς τους διασφαλίζει περισσότερο.

ΥΓ. Η πράξη στη χώρα μας αποδεικνύει ότι χαλινάρι στα έξοδα, χωρίς την κατάργηση οργανισμών, δύσκολα μπαίνει. Πέρυσι μειώθηκαν σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και οι συντάξεις, αλλά η τελική μείωση του κόστους ήταν σχεδόν αμελητέα. Διάφοροι γαλαντόμοι υπουργοί ή προϊστάμενοι φρόντισαν με διάφορα τερτίπια (επιπλέον υπερωρίες, οδοιπορικά μαϊμού κ.λπ.) να αποκαταστήσουν τη διαφορά.

Monday, June 20, 2011

Ναι στη μείωση του κράτους, όχι στην αύξηση των φόρων: εισαγωγή

Ο Στέφανος Μάνος, στο γνωστό πρόσφατο άρθρο του, προτείνει να ληφθούν γενναία μέτρα, ώστε το έτος 2011 να λήξει με πρωτογενές πλεόνασμα. Δεν χρειάζεται καν να μνημονευθούν οι θετικές συνέπειες που θα είχε ένα τέτοιο αποτέλεσμα - ουσιαστικά θα προκαλούσε τέτοιο θετικό σοκ στις αγορές, ώστε να πέσουν τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων και τα ασφάλιστρα κινδύνου. Προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στη μείωση των δαπανών, μέσω της μειώσεως του κράτους, με κατάργηση υπηρεσιών, χωρίς τις οποίες μπορούμε να ζήσουμε, και αντιπαραβάλλει την πρόταση αυτή με την τακτική που ακολουθεί η κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να αυξήσει τα έσοδα του Κράτους μέσω της αυξήσεως φορολογικών συντελεστών ή της επιβολής εκτάκτων εισφορών και διαφόρων άλλων βαρών.

Το δίλημμα: μείωση δαπανών (κράτους) ή αύξηση φόρων θα έπρεπε κανονικά να μην τίθεται καν. Ειδικά στη σημερινή κατάσταση, τα πλεονεκτήματα της μειώσεως του κράτους είναι πρόδηλα. Στη σύγκριση αυτή θα αφιερώσουμε τις επόμενες αναρτήσεις στο ιστολόγιό μας, κλείνοντας με προτάσεις για αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών που μπορεί να επιφέρει η μείωση του κράτους για υπαλλήλους που θα χάσουν τις θέσεις τους, αλλά και με τη δυνατότητα αναδιαπραγματεύσεως των όρων δανεισμού της χώρας μας στη βάση της μειώσεως του κράτους. Σήμερα ας ξεκινήσουμε μόνο με ένα γενικό πλαίσιο και κάποιες βασικές διαπιστώσεις.

Κατά πρώτον, η μείωση του κράτους έχει άμεσο και μετρήσιμο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να πει κανείς για την αύξηση των φορολογικών συντελεστών - κάτι που έδειξε και η πράξη στην Ελλάδα. Παρά τους αυξημένους φορολογικούς συντελεστές και την αύξηση της φορολογίας και του ΦΠΑ σε διάφορα είδη, όπως και αυξήσεις σε θεωρούμενα είδη πολυτελείας, τα έσοδα δεν είχαν την αναμενόμενη αύξηση - και όλα δείχνουν ότι ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις ή έκτακτες εισφορές, περισσότερη φορολόγηση της ιδιωτικής περιουσίας κ.λπ., δεν θα βοηθήσει καθόλου.

Κατά δεύτερον, η μείωση του κράτους έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση δυνάμεων στην αγορά που, με τη σειρά της, φέρνει νέες θέσεις εργασίας και μάλιστα παραγωγικές, όχι παρασιτικές. Σημαίνει λιγότερους οργανισμούς και γραφειοκρατία, που θέτουν εμπόδια, κατά κανόνα, στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Αντιθέτως, η αύξηση της φορολογίας αποτελεί σημαντικό αντικίνητρο για την επιχειρηματική δραστηριότητα. Επίσης, σε συνδυασμό και με το ασταθές φορολογικό περιβάλλον, λειτουργεί εντελώς αποτρεπτικά σε άμεσες ξένες επενδύσεις.

Τρίτον, η μείωση του κράτους έχει μόνιμο χαρακτήρα και μόνιμο αποτέλεσμα. Αντιθέτως, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών, ακόμη κι εάν οδηγήσει σε πρόσκαιρη αύξηση των φορολογικών εσόδων, εξαντλεί γρήγορα την οποία δυναμική της. Και, βεβαίως, η μείωση του κράτους είναι και μέσον εξορθολογισμού του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα. Με τη μείωση του κράτους, δηλαδή, πολλές από τις περιττές λειτουργίες του θα καταργηθούν, ενώ παρέχεται και αφορμή για ανακατανομή προσωπικού. Αντιθέτως, η αύξηση της φορολογίας απλώς διατηρεί την παρούσα κατάσταση με όλες τις στρεβλώσεις που έχει ο τεράστιος δημόσιος τομέας.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι πρωτότυπες σκέψεις - δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό. Είναι κάλεσμα προς το πολιτικό σύστημα να ξεπεράσει τις γραφειοκρατικές εμμονές και εξαρτήσεις του, να παραμερίσει τα διάφορα συντεχνιακά συμφέροντα που έχουν στηθεί γύρω από το κράτος, ώστε να λειτουργήσει στο τέλος επ' ωφελεία της κοινωνίας.

Saturday, June 18, 2011

Τέρμα τα πρόσωπα - στροφή στην πολιτική

Αφού κατά τη διάρκεια των 48 ωρών που προηγήθηκαν του ανασχηματισμού απεδείχθη ότι ο Πρωθυπουργός ώδινεν όρος και έτεκεν μυν, μάλλον πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι με αυτή την κυβέρνηση θα πρέπει να κινηθούμε. Δεν έχει νόημα ούτε να ζητούμε εκλογές, οι οποίες θα προκαλέσουν μια τέτοια φυγή καταθέσεων, ώστε η χρεωκοπία να καταστεί βεβαία μέχρι την ημερομηνία διεξαγωγής τους, ούτε να αρνούμαστε την υπερψήφιση του μεσοπροθέσμου προγράμματος το οποίο, παρά τις αρκετές αδυναμίες του, αποτελεί προϋπόθεση για την εκταμίευση της 5ης δόσεως του δανείου της χώρας μας και της αποφυγής της άμεσης χρεωκοπίας.

Πώς πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κινηθούμε όλοι, όσοι δεν θέλουμε η χώρα μας να χρεωκοπήσει αμέσως; Τονίζοντας όσο μπορούμε τις αδυναμίες του μεσοπροθέσμου και προσπαθώντας να αναδείξουμε τις διαρθρωτικές εκείνες αλλαγές, οι οποίες μπορούν να κάνουν τη χώρα μας "τίγρη των Βαλκανίων".

Ο βασικός άξονας που χρειάζεται να τονισθεί είναι ότι το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, όπως και η εν γένει πολιτική της κυβερνήσεως, αποδίδει σημασία μόνο στην αύξηση των εσόδων. Ζητεί ακόμη μεγαλύτερη φορολογία, αυξάνοντας τους φορολογικούς συντελεστές και επιβάλλοντας έκτακτες εισφορές. Δεν χρειάζεται καν να επισημανθεί ότι η τακτική αυτή δεν είναι αποδοτική. Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών είναι πολύ ισχυρό αντικίνητρο για την επιχειρηματική δράση και, φυσικά, αποτρεπτική οποιασδήποτε άμεσης ξένης επενδύσεως. Έτσι, το αποτέλεσμα είναι να μειώνονται τα συνολικά φορολογικά έσοδα, εντελώς αντίθετα δηλαδή από τον επιδιωκόμενο στόχο. Ενώ η άμεση μείωση των φορολογικών συντελεστών μπορεί να οδηγήσει σε μια σημαντική βραχυπρόθεσμη στέρηση εσόδων (και για το λόγο αυτό ίσως να μην είναι προτιμητέα), πρέπει οπωσδήποτε στο τέλος του προγράμματος οι συντελεστές να έχουν μειωθεί σημαντικά. Ίσως μπορεί να δοκιμασθεί και ένας ειδικός, χαμηλός φορολογικός συντελεστής για επενδύσεις που προέρχονται από εισαγόμενο συνάλλαγμα, κατά το επιτυχημένο πρότυπο του αντιστοίχου νόμου Μαρκεζίνη, χάρη στον οποίον η χώρα μας είχε αποκτήσει (έστω και για λίγες δεκαετίες) σοβαρή βιομηχανία - αντίστοιχη πρόταση θα μπορούσε να περιλάβει ειδικές ζώνες επενδύσεων. Α, και πρέπει οπωσδήποτε να καταργηθούν οι φόροι υπέρ τρίτων, οι οποίοι δεν καταλήγουν στο κεντρικό ταμείο, αλλά, στην πραγματικότητα, στις τσέπες κάποιων προνομιούχων. Αυτό μπορεί να γίνει χωρίς ουσιαστική επιβάρυνση του προϋπολογισμού.

Οπωσδήποτε, όμως, χρειάζεται να γίνουν πολλά περισσότερα στη μείωση των δαπανών του κράτους. Οι πολλές κρατικές υπηρεσίες που δεν παρέχουν χρήσιμο έργο είναι πολυτέλεια, η οποία δεν μπορεί υπό τις συνθήκες αυτές να διατηρηθεί. Πολλές από αυτές πρέπει να κλείσουν. Οι επιδοτήσεις σε κάποια ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία απολαμβάνουν απίστευτων προνομίων, χρειάζεται να σταματήσουν επίσης (γιατί να δίνουν οι φορολογούμενοι σχεδόν 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως στους συνταξιούχους του ΟΤΕ και της ΔΕΗ;). Τι να πούμε, μετά, για πλασματικές υπερωρίες ή οδοιπορικά, για παροχές τύπου κοινωνικού τουρισμού κ.λπ., για τα 5 ή 6 κρατικά κανάλια, για τα εκατοντάδες δημοτικά; Επίσης, για το πλεονάζον προσωπικό σε πολλούς τομείς, το οποίο δυστυχώς (δείγμα κι αυτό της στρεβλώσεως του κράτους) δεν μπορεί να απορροφηθεί σε άλλους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το υπερ-πλεονάζον διοικητικό προσωπικό στα Νοσοκομεία, όταν το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό είναι ελλιπές. Άλλες ρυθμίσεις, όπως η μείωση του περιθωρίου κέρδους των φαρμακοποιών, το οποίο εν τέλει επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι κι αυτές απαραίτητες για το συμμάζεμα των οικονομικών μας. Α, και μη νομίζετε ότι όλη αυτή τη σοφία την κατέβασα μόνος μου - από εδώ την πήρα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αν ενισχύσουμε φωνές, όπως αυτή του Στέφανου Μάνου, προσθέτοντας και τη δική μας φωνή στις προτάσεις του, ίσως να επηρεάσουμε, έστω και κατ' ελάχιστον, μια στρουθοκαμηλίζουσα κοινή γνώμη.

Ένα άλλο σκέλος που παραβλέπεται είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές. Απελευθέρωση ουσιαστική των επαγγελμάτων, καμποτάζ, μεταφορές, υπηρεσίες κ.λπ. Αν είναι δυνατόν, απελευθέρωση στην ανώτατη παιδεία και, βέβαια, αποχή του κράτους από επιχειρηματικές δραστηριότητες, αποκρατικοποιήσεις κ.λπ. Και, φυσικά, τα άλλα γνωστά - μείωση της γραφειοκρατίας και τα ρέστα - πράγματα που μόνο σε αδρές γραμμές και με γενικολογίες μπορούν ν' αναφερθούν τώρα. Όμως νομίζω ότι οι φωνές μας, από εδώ και πέρα, πρέπει να μην είναι στην κατεύθυνση του σχολιασμού προσώπων, αλλά της προωθήσεως των πολιτικών εκείνων, που θα αξιοποιήσουν το χρόνο που κερδίζουμε με το μνημόνιο και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Ας φανεί, επιτέλους, ότι στην κοινωνία υπάρχει το αίτημα για ουσιαστική μεταρρύθμιση και εξορθολογισμό και όχι για διατήρηση του παλαιού, αποτυχημένου καθεστώτος.

Friday, June 17, 2011

Μούδιασμα - με (πολύ) λίγα στοιχεία ευχάριστης εκπλήξεως

Πώς αλλιώς να αντιδράσει κανείς στο σημερινό ανασχηματισμό; Για άλλη μια φορά ο Πρωθυπουργός είχε την ευκαιρία να κάνει μια υπέρβαση (ξέρω, ξέρω, παλαιά αγαπημένη λέξη του κ. Σαμαρά), να δώσει μια νέα δυναμική στο κυβερνητικό επιτελείο, για μια ακόμη φορά, γενικώς ειπείν, απογοήτευσε. Ίσως να τον αδικούμε - ίσως (μια κρυφή, αν και όχι πολύ βάσιμη ελπίδα) η τοποθέτηση ενός ανθρώπου της ευφυΐας του Ευαγγέλου Βενιζέλου στο Υπουργείο Οικονομικών (με δεδομένη, πάντοτε, τη ροπή του προς το λαϊκισμό) να φέρει αποτελέσματα που κανείς δεν θα περίμενε. Αλλά η γενική εικόνα που αναδύθηκε ήταν ότι ο Πρωθυπουργός σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή ενδιαφέρθηκε περισσότερο να τηρήσει εσωτερικές ισορροπίες (μέσα στο κόμμα και την κοινοβουλευτική ομάδα), παρά να τοποθετήσει τους αρίστους ή, έστω, τους πολύ ικανούς στα διάφορα υπουργεία.

Γιατί πώς αλλιώς εξηγείται η διατήρηση του κ. Χρήστου Παπουτσή, ο οποίος προσπαθεί να ανταγωνισθεί τον κ. Προκόπη Παυλόπουλο σε αδράνεια; Ή του κ. Κώστα Σκανδαλίδη; Πώς εξηγείται η υποβάθμιση του κ. Γιάννη Ραγκούση και του κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου, που είναι οι υπουργοί που, μαζί με τον κ. Ανδρέα Λοβέρδο, κατά κοινή ομολογία εργάσθηκαν περισσότερο; Από την άλλη, αναβαθμίσθηκαν ο κ. Χάρης Καστανίδης και ο κ. Δημήτρης Ρέππας - ανέλαβε τη μεταρρύθμιση του κράτους ο υπουργός που δεν μπόρεσε καλά-καλά να απελευθερώσει τις μεταφορές, ενώ τη γενική διοίκηση (Υπουργείο Εσωτερικών) ο υπουργός που, ως Υπουργός Δικαιοσύνης, λίγο ως πολύ αμφισβήτησε την αρχή της νομιμότητας, λέγοντας ότι η εφαρμογή των νόμων είναι σχετική (όσον αφορά την υπουργοποίηση του αντι-μνημονιακού κ. Παντελή Οικονόμου - ουδέν σχόλιον!).

Ακόμη κι εάν είχε, δηλαδή, ο κ. Παπανδρέου κατά νου να συγκροτήσει την πιο αξιόμαχη κυβέρνηση που μπορούσε (βάζοντας στο στοιχείο του αξιομάχου και τη στήριξη από την κοινοβουλευτική του ομάδα), αυτό που εισπράττει ο παρατηρητής είναι ότι απλώς θέλησε να εξαγοράσει τη στήριξη ή, έστω, την ανοχή σημαντικού μέρους των βουλευτών του με το μοίρασμα αξιωμάτων. Σε μια στιγμή που θα χρειαζόταν τουλάχιστον τεκμήριο τεχνοκρατικής ικανότητας - όπου ακόμη και εξωκοινοβουλευτικοί ή εξωκομματικοί θα μπορούσαν να τοποθετηθούν μόνο και μόνο με αναφορά στις ικανότητές τους, ο Πρωθυπουργός φάνηκε να αναδιπλώνεται και να υποτάσσεται στους κομματικούς φεουδάρχες (αυτό, φυσικά, δεν αποκλείει την πιθανότητα ο κ. Παπανδρέου να εκτίμησε ότι, φέρνοντας τεχνοκράτες εκτός ΠΑΣΟΚ, μπορεί να έχανε τη δεδηλωμένη πλειοψηφία στη Βουλή - ενδεχόμενο, ας πούμε, όχι και πολύ κολακευτικό για το κυβερνών κόμμα και τη νοοτροπία του).

Σε λίγα θετικά στοιχεία μπορούμε να σταθούμε. Απομακρύνθηκε η κα. Μπιρμπίλη, των μεγάλων οραμάτων και της ελλείψεως επαφής με την πραγματικότητα (βλ. σχέδιο για πεζοδρόμηση Πανεπιστημίου). Γλιτώσαμε την κα. Κατσέλη, η οποία προσπαθούσε να διεκδικεί "εξαιρέσεις" και "αποκλίσεις" από το Μνημόνιο εξ αιτίας μιας αρτηριοσκληρωτικής αντιλήψεως για τις εργασιακές σχέσεις - και που επέτυχε οι μειώσεις μισθών που νομοθέτησε το κόμμα της να μην έχουν αντίκρισμα στους υπαλλήλους του Υπουργείου της. Γλιτώσαμε και τον κ. Δρούτσα, ο οποίος δεν έδειξε κάτι που να δικαιολογεί την εμπιστοσύνη, με την οποία τον είχε περιβάλει ο Πρωθυπουργός. Από την άλλη, ευχάριστη έκπληξη απετέλεσε η τοποθέτηση του κου. Ηλία Μόσιαλου στην κυβέρνηση, έστω και ως Υπουργού Επικρατείας, όπως και του κ. Λαμπρινίδη στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Όμως ακόμη και με αυτά τα (ολίγιστα) θετικά στοιχεία, δεν μπορούμε να είμαστε ενθουσιασμένοι με τη νέα κυβέρνηση. Δεν έχει κάποιο, το οποίο να πείθει (εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον) ότι θα οδηγήσει τη χώρα στη δημοσιονομική εξισορρόπηση και θα αποφύγει τη χρεωκοπία. Θα προσέθετα: "μακάρι να διαψευσθώ", αλλά ακόμη και η ελπίδα, που πεθαίνει τελευταία, μετά από αρκετές απογοητεύσεις κουράζει.

Wednesday, June 15, 2011

Σχολιάζοντας τις φήμες για κυβέρνηση συνεργασίας

Αυτή τη στιγμή δεν μιλάμε με κάποιο δεδομένο, πέρα από το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ για τη συζήτηση, μεταξύ του Πρωθυπουργού και του κ. Σαμαρά, για τη δημιουργία κυβερνήσεως συνεργασίας. Υποθέτοντας ότι μια τέτοια συζήτηση όντως διεξάγεται, δεν γνωρίζουμε ποιος θα είναι επικεφαλής, τι πολιτική θα ακολουθήσει, πόσο θα διαρκέσει κ.λπ.  Μ' όλα ταύτα, μπορούμε να σχολιάσουμε την κατ' αρχήν ιδέα μιας κυβερνήσεως συνεργασίας μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας σήμερα.

Ας πάρουμε τα αρνητικά πρώτα: στις κυβερνήσεις συνεργασίας που γνώρισε η χώρα μας (το 1989-1990 πρόσφατα και το 1950-52 και πριν παλαιότερα) κυριαρχούσε η ανευθυνότητα. Η μία παράταξη προσπαθούσε να φορτώσει στην άλλη τις αντιδημοφιλείς αποφάσεις και ο κυβερνητικός λαϊκισμός ήταν πιο έντονος. Επίσης, η διάχυση της ευθύνης οδηγούσε μάλλον σε περισσότερη ανευθυνότητα, καθώς κανείς από τους κυβερνητικούς εταίρους δεν ανελάμβανε να προχωρήσει σε δύσκολες αποφάσεις. Τέλος, μην ξεχνάμε ότι η συγκυβέρνηση ΝΔ - Συνασπισμού του θέρους του 1989 είχε ως αποκλειστικό σκοπό την εξόντωση του ΠΑΣΟΚ (άλλο το δικαιολογημένο ή μη της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο). Σήμερα, επίσης, μια κυβερνητική αλλαγή μπορεί να φέρει ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα στις αγορές, να οδηγήσει όχι μόνο επενδυτές, αλλά και απλούς καταθέτες στον πανικό με μαζικές αναλήψεις χρημάτων ή τη μεταφορά τους στο εξωτερικό, πολύ περισσότερο εάν διαφανεί ότι σκοπεύει να ρισκάρει τη συμφωνία για τη λήψη του δανείου (μνημόνιο, μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα), το οποίο ακόμη κρατά τη χώρα ζωντανή. Επίσης, δεν ξέρουμε εάν μια κυβέρνηση συνεργασίας θα οδηγήσει σε συναγωνισμό μεταξύ των εταίρων σε ρουσφέτια.

Στα θετικά, ωστόσο: μια συγκυβέρνηση, η οποία θα οδηγήσει (έστω και μέσω μιας αναδιαπραγματεύσεως) σε μια συμφωνία με τους πιστωτές μας, την οποία αποδέχονται τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, οπωσδήποτε θα διασκεδάσει σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες των αγορών. Επίσης (αν και αυτό είναι μάλλον θεωρητικό), η είσοδος και άλλου κυβερνητικού εταίρου ενδεχομένως να κλονίσει τη μονομανία της παρούσης κυβερνήσεως για την αύξηση των φορολογικών εσόδων και να οδηγήσει (επίσης, μάλλον στη θεωρία) σε μείωση του κράτους. Ακόμη, εάν και τα δύο μεγάλα κόμματα δεσμευθούν, έστω και μετά από αναδιαπραγμάτευση, στην τήρηση μιας συμφωνίας με τους πιστωτές της χώρας μας, θα γνωρίζουμε ότι, ακόμη και σε περίπτωση που προκηρυχθούν εκλογές, και η κυβέρνηση που θα προκύψει από αυτές θα εξακολουθήσει να στηρίζει τη συμφωνία αυτή - πράγμα που από μόνο του μπορεί να οδηγήσει και σε μεγαλύτερη αξιοπιστία, εάν υποβληθεί ένα αίτημα επαναδιαπραγμάτευσης των όρων δανεισμού.

Με όλα αυτά, μάλλον θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε θετικά, αλλά με πολλές επιφυλάξεις, τις εξελίξεις της ημέρας. Ωστόσο, την τελική κρίση θα επηρεάσουν εν πολλοίς οι επιλογές σε πρόσωπα και πολιτικές των επικεφαλής των δύο κομμάτων.

Saturday, June 4, 2011

Κάποιοι άλλοι αγανακτισμένοι - 4 Ιουνίου 1989

Ήταν 4 Ιουνίου 1989. Είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες στην "Πλατεία της Ουράνιας Γαλήνης" στο Πεκίνο. Αντιμετώπιζαν ένα στυγνό καθεστώς, μονοκομματικό, με μονοπώλιο στον τύπο, που τους λοιδωρούσε. Ήθελαν να φέρουν τη δημοκρατία, να αντικαταστήσει ένα καθεστώς που επικαλείτο άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση, μέσω των συνελεύσεων των εργατών. Ήθελαν να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη. Δεν έτρεφαν αυταπάτες για την κατάληξη του εγχειρήματός τους, για τη δυνατότητά τους να πλήξουν το πανίσχυρο καθεστώς. Πολλοί ήξεραν ότι θα πληρώσουν τη στάση τους με τη ζωή τους. Και τα τανκς ήλθαν, τόσο σίγουρα, τόσο αναπόφευκτα, τόσο βάρβαρα. Ακολούθησαν φυλακίσεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις. Κάποιοι έδωσαν τη ζωή τους, για να ζήσουν καλύτερα οι επόμενες γενιές.

Είναι 4 Ιουνίου 2011. Έχουν περάσει περίπου 10 ημέρες στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Ισχυρίζονται ότι αντιστέκονται σε ένα καθεστώς που οι ίδιοι όμως εξέθρεψαν, με διαπλεκόμενο τύπο, που τους θωπεύει. Θέλουν να καταργήσουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και να την αντικαταστήσουν με ένα καθεστώς άμεσης δημοκρατίας, που θα διοικείται μέσω των συνελεύσεών τους. Θέλουν να διατηρήσουν την κρατικοδίαιτη ουτοπία των προνομίων τους. Ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Ξέρουν ότι το διαλυμένο καθεστώς θα τους ανεχθεί, θα προσπαθήσει να βρει τρόπο να ξεγελάσει όποιον ακόμη μπορεί, για να τους διατηρήσει ευχαριστημένους. Ούτε αστυνομία θα στείλει, θα κοντέψει να τους επιτρέψει να εισβάλουν στη Βουλή. Καμμία ασχημοσύνη, ακόμη κι εάν είναι παράνομη, δεν θα τιμωρηθεί. Κάποιοι αποφασίζουν το χαβαλέ τους να τον περάσουν εκεί - δεν έχουν να χάσουν τίποτε, μπας και διατηρήσουν κάποιο προνόμιο, φορτώνοντας όλα τα βάρη στις επόμενες γενιές.

ΥΓ. Κάποιοι από την πολιτική καθηγεσία των σημερινών αγανακτισμένων εξακολουθούν και επαινούν το καθεστώς, στο οποίο αντιτάχθηκαν οι ήρωες της Πλατείας Τιανανμέν.

Thursday, June 2, 2011

Μουντζώνετε τη Βουλή; Στα μούτρα σας!

Η όλη ιστορία με τους "αγανακτισμένους" ξεχωρίζει κυρίως ως άσκηση ανευθυνότητας. Ανευθυνότητα τόσο για το παρελθόν, όσο και για το μέλλον. Οι αγανακτισμένοι αυτοί το 2009, το 2007, το 2004, το 2000, το 1996 και ακόμη πιο παλιά είχαν μια καίρια δυνατότητα να επηρεάσουν τα πράγματα: την ψήφο τους. Προτίμησαν να την ανταλλάξουν με κάποιο ρουσφέτι ή να την δώσουν σε κάποιο κόμμα, χωρίς να πολυ-ψάξουν τι παίζει (το μεγαλύτερο ψέμα είναι ο ισχυρισμός τους ότι τώρα μάθανε την αλήθεια - μόνο ένας συνειδητά αποστρέφων το πρόσωπό του από την πραγματικότητα δεν μπορούσε να διακρίνει πού οδηγούσαν όλες οι κρατικές σπατάλες) ή να πάνε στις παραλίες για χαβαλέ, αντί να ασκήσουν την εξουσία που τους έδινε το Πολίτευμα - γιατί η ψήφος είναι άσκηση εξουσίας με την ευθύνη που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, όσο κι αν θέλουν να το αποσιωπήσουν αυτό. Και όσοι απ' αυτούς δεν ψήφισαν τα κόμματα που έχουν κυβερνήσει τις τελευταίες δεκαετίες τον τόπο, φαίνεται ότι παρέλειψαν να αξιοποιήσουν και τη δυνατότητα που τους έδινε αυτό το "κακό" σύστημα, να μορφώσουν οι ίδιοι κάποιο σχηματισμό και να επιδιώξουν, τουλάχιστον, να πείσουν τους συμπολίτες τους για όλα αυτά, για τα οποία τώρα διαμαρτύρονται. Ό,τι είχαν να κάνουν, που ήταν δύσκολο και υπεύθυνο, το παρέλειψαν. Επέδειξαν τρομερή ανευθυνότητα στο παρελθόν - διότι, εάν υπήρχε αυτό το πλειοψηφικό ρεύμα κατά της διαφθοράς, των σημερικών πολιτικών κ.λπ., το ότι δεν εμφανίσθηκε στο παρελθόν οφείλεται αποκλειστικά στην παράλειψη των ιδίων να κινητοποιηθούν ως τώρα. Από την άλλη, ό,τι είναι εύκολο και αποκοιμίζει τη συνείδησή τους, να βαράνε κατσαρόλες, να μουντζώνουν, να προπηλακίζουν αυτούς που οι ίδιοι ψήφισαν, αυτό το κάνουν. 

Επιπλέον, με τη στάση τους στο Μνημόνιο αλλά και με τα υπόλοιπα που διακηρύττουν, δείχνουν την ανευθυνότητά τους και για το μέλλον. Θέλουν να φύγει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι έτσι θα φύγουν και τα 110 δισεκατομμύρια ευρώ του δανείου, που είναι απαραίτητα για να μη καταρρεύσει το κράτος, για να μπορούν να πληρώνονται μισθοί και συντάξεις, για να υπάρχει Στρατός και να εξακολουθούν τινές εξ αυτών να διατηρούν τις εθνικιστικές τους φαντασιώσεις. Κάποιοι από αυτούς θέλουν να είναι και μπαταχτσήδες, να φορτώσουν στις επόμενες γενιές ένα στίγμα κουτσαβακισμού, το οποίο οι ίδιοι καλλιέργησαν, τρώγοντας από τα δανεικά και μετά γυρνώντας την πλάτη στους δανειστές. Η αναξιοπιστία τους θα στοιχειώνει τα παιδιά και τα εγγόνια τους, αλλά αυτό διόλου δεν τους ενδιαφέρει.

Μουντζώνοντας τη Βουλή δείχνουν ένα πράγμα: ότι αποποιούνται τις ευθύνες για τη δική τους πορεία ως πολιτών. Επειδή όμως η Βουλή αντιπροσωπεύει το σύνολο του εκλογικού σώματος (και αυτό της χαβαλέ ψήφου, και αυτό της αποχής), στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αγανακτισμένοι, μουντζώνοντας τη Βουλή δεν κάνουν τίποτε άλλο, από το να μουντζώνουν τους εαυτούς τους.

ΥΓ. Δεν είναι τυχαίο που σε τέτοιες συγκεντρώσεις ακούγονται φωνές, όπως του Μίκη Θεοδωράκη, που αμφισβητούν τη δημοκρατία και τη διαδικασία της ψήφου. Είπαμε, η ψήφος έχει ευθύνη. Οι ανεύθυνοι την απεχθάνονται, φυσικώ τω λόγω.

Sunday, May 1, 2011

Οι αγορές, η αξιοπιστία και τα spreads

Το χθεσινό άρθρο του Παντελή Καψή στο Βήμα, ενώ καταλήγει σε ένα μάλλον σωστό συμπέρασμα (ότι θα είναι ευνοϊκή για την αποπληρωμή του χρέους της χώρας μας μια δήλωση της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, ότι θα στηρίξει την υλοποίηση του μεσοπροθέσμου προγράμματος που θα παρουσιάσει η κυβέρνηση), επαναλαμβάνει κάποιες από τις τετριμμένες πλάνες για το ρόλο "των αγορών" στο χρέος. Γράφει, σε ένα σημείο, χαρακτηριστικά:

"Tο αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η Ελλάδα θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια σύγκρουση των δυνάμεων της αγοράς με τη Δημοκρατία- και δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι η αγορά έχει δίκιο. Η έκρηξη των spreads, π.χ., στις αρχές της εβδομάδας προκλήθηκε από την ανακοίνωση του ελλείμματος, το οποίο τελικά θα φτάσει στο 10,5% του ΑΕΠ. Δεν μειώθηκε, δηλαδή, κατά έξι μονάδες του ΑΕΠ αλλά «μόνο» κατά πέντε. Τέτοια... χάλια."

Ποια είναι τα τετριμμένα αυτά σφάλματα;

1. Ότι η "αγορά" είναι κάτι το μονοσήμαντο, το συγκεκριμένο. "Αγορά" (στο πλαίσιο αναφοράς του άρθρου) είναι το σύνολο των πιθανών αγοραστών ελληνικών ομολόγων. Δεν είναι ένας ή δύο άνθρωποι ή μεγαλο-επενδυτές.
2. Ότι η "αγορά" έρχεται σε σύγκρουση με τη Δημοκρατία. Μα, πώς μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η απροθυμία των επενδυτών να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα αποτελεί κρίση (θετική ή αρνητική) για τη δημοκρατία;
3. Ότι η "αγορά" έχει δίκαιο ή άδικο. Μα τι σημαίνει "δίκαιο" ή "άδικο"; Αξιολογικές κρίσεις κάνει η αγορά;

Μερικές φορές χρειάζεται, για να απαντήσει κανείς σε τέτοιες κοινοτυπίες, να επαναλάβει κάποιους από τους αυτονόητους κανόνες, οι οποίοι καθορίζουν τα επιτόκια, στα οποία είναι πρόθυμοι οι διάφοροι πιθανοί δανειστές (η "αγορά") να αγοράσουν ελληνικούς τίτλους.

Η απόφαση για την αγορά ενός ελληνικού ομολόγου, δηλαδή ο δανεισμός προς τον εκδότη - Ελληνικό Δημόσιο, είναι συνάρτηση δύο βασικών παραγόντων: του προσδοκωμένου οφέλους (επιτόκιο) και του ρίσκου (της πιθανότητας να μην μπορέσει το Ελληνικό Δημόσιο να πληρώσει το ομόλογο, όταν αυτό ωριμάσει - όταν έλθει η ημερομηνία αποπληρωμής του). Είναι προφανές ότι όσο πιο μεγάλο είναι το ρίσκο για τον επενδυτή, τόσο μεγαλύτερο επιτόκιο θα απαιτήσει. Επίσης, είναι προφανές ότι, όσο πιο λίγοι ενδιαφέρονται για την αγορά ελληνικών ομολόγων, τόσο πιο πολύ θα ανεβεί το επιτόκιο - και, βέβαια, ότι, όσο μεγαλώνει το ρίσκο της μη-αποπληρωμής, τόσο πιο λίγοι θα είναι απρόθυμοι να δανείσουν την Ελλάδα ακόμη και με τους πλέον ευνοϊκούς όρους.

Η παραπάνω συλλογιστική μας οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο, ο οποίος θα διατηρείται για όσο διάστημα η χώρα μας έχει τουλάχιστον πρωτογενή ελλείμματα, για όσο δηλαδή ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει. Για το διάστημα αυτό θα είναι απαραίτητο η χώρα μας να δανείζεται, για να καλύπτει τα ετήσια ελλείμματά της και να μην καταρρεύσει. Επομένως, για να μπορέσει να αποπληρώσει τα ομόλογα που θα εκδώσει σήμερα η χώρα μας, θα πρέπει να δανείζεται χρήματα, αφού δεν θα μπορεί να τα βγάζει πέρα στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις. Έτσι, σημασία καθοριστική για το εάν θα αποπληρωθούν τα καινούργια δανεικά δεν έχει μόνο η πρόθεση της Ελλάδος να αντιστρέψει την οικονομική της πορεία, αλλά και η περαιτέρω ανεύρεση προθύμων δανειστών για να της καλύπτουν τα ελλείμματα στο μέλλον. Και, βέβαια, και οι μελλοντικοί αυτοί δανειστές θα κάνουν τους ίδιους υπολογισμούς και υποθέσεις κ.ο.κ.

Έτσι, με δεδομένο το τεράστιο χρέος, αλλά και το ογκώδες έλλειμμα που εμφανίζει η χώρα μας, εξακολουθεί η επένδυση στα ελληνικά ομόλογα να έχει υψηλό ρίσκο, το οποίο αντανακλάται και στα πολύ υψηλά επιτόκια (άρα και spreads - η διαφορά του επιτοκίου των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με τα γερμανικά) που ζητούν οι επενδυτές, προκειμένου να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα. Και αν η μείωση του ελλείμματος είναι 5 μονάδες και όχι 6, όπως προέβλεπε το Μνημόνιο, και το έλλειμμα εξακολουθεί να είναι πάνω από 10%, αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο για όσους ενδιαφέρονται να μας δανείσουν τα χρήματά τους - και το ρίσκο που θα κληθούν να αναλάβουν όσοι τοποθετούν τα χρήματά τους σε ελληνικά ομόλογα δεν μειώνεται από τη δημοκρατική λειτουργία της χώρας μας. Στο κάτω-κάτω κανείς δεν έχει ούτε ηθική, ούτε άλλη υποχρέωση (πολύ περισσότερο κάποια υποχρέωση προς τη "Δημοκρατία") να μας δανείζει.

Saturday, April 23, 2011

Η δυσφήμηση, η αξιοπιστία και η απογραφή που δεν έγινε

Χαμός γίνεται στη Νέα Δημοκρατία, μετά την "επίσημη", πλέον, αποδοκιμασία της "απογραφής" που πραγματοποιήθηκε μόλις ανέλαβε τα υπουργεία Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας ο κ. Γ. Αλογοσκούφης. Φυσικά, για άλλη μια φορά ο καβγάς δεν γίνεται για την ουσία, δηλαδή για το εάν η απογραφή ήταν χρήσιμη ή εάν διεξήχθη ορθώς, αλλά για το πολιτικό κουτσομπολιό - εάν την ήθελε ο κ. Καραμανλής, εάν παρασύρθηκε, ποιος φταίει γι' αυτό το κακό κ.λπ.

Μέσα σ' όλη αυτή τη συζήτηση θεωρείται δεδομένο ότι είναι κακό πράγμα να λέμε την αλήθεια. Ακόμη πιο κακό είναι να μη μας ενδιαφέρει να την μάθουμε. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τον κ. Αλογοσκούφη το 2004 δεν ήταν, ατυχώς, κάποια πραγματική απογραφή, παρά μόνο η μετάθεση κάποιων στοιχείων εισπράξεων ή οφειλών σε διαφορετικά έτη (λ.χ. έσοδα ΦΠΑ του Ιανουαρίου του επομένου έτους μεταφέρθηκαν στο επόμενο έτος και ότι στο ίδιο, όπως γινόταν μέχρι τότε, οι οφειλές για αμυντικά συστήματα ενεγράφησαν στο έτος που ανελήφθησαν οι υποχρεώσεις και όχι στο έτος, το οποίο θα ήσαν ληξιπρόθεσμες κ.λπ.), με αποτέλεσμα να αναμορφωθεί το ετήσιο έλλειμμα σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα, από αυτά που εμφάνιζε μέχρι τότε το ΠΑΣΟΚ. Πέραν αυτού, όμως, δεν γίναμε σε τίποτε σοφώτεροι - δεν μάθαμε πόσους υπαλλήλους απασχολούσε τότε το κράτος, τι εισπράξεις και οφειλές είχαν τα ασφαλιστικά ταμεία, τι χρωστούσαν τα νοσοκομεία, οι ΟΤΑ, οι ΔΕΚΟ για τις οποίες υπήρχαν εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου, τι ακίνητη περιουσία διέθετε το κράτος κ.λπ. - και η παρελθούσα κυβέρνηση συνέχιζε να ασκεί πολιτική (όπως και οι προκάτοχοί της) και να ασχολείται με οικονομικά μεγέθη και να κάνει προβλέψεις όχι γνωρίζοντας, αλλά μαντεύοντας τα στοιχεία, επί των οποίων ασκούσε την πολιτική της. Η απογραφή, που θα έπρεπε να είναι κάτι το αυτονόητο για μια νέα κυβέρνηση, όταν δεν υπήρχε αυτόματος μηχανισμός καταγραφής στην κρατική γραφειοκρατία, παρουσιάσθηκε ως κάτι το τρομερό και φοβερό και, μάλιστα, στην πραγματικότητα δεν επιχειρήθηκε καν από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Α, και εννοείται ότι οι μαντεψιές (επί των στοιχείων, που θα έπρεπε κανονικά να είναι διαθέσιμα) αντικαταστάθηκαν κι αυτές από wishful thinking κατά τη χάραξη οικονομικής πολιτικής.

Καταλήξαμε, έτσι, μετά την κυβερνητική αλλαγή το φθινόπωρο του 2009 να διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά που νομίζαμε (στην πραγματικότητα από αυτά που ευχόμασταν). Αίφνης, το κράτος δεν μπορούσε να πληρώσει ληξιπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ και οι αγορές έπαυσαν να το εμπιστεύονται. Ακολουθώντας τη λογική που εξέφρασε η Νέα Δημοκρατία, αποδοκιμάζοντας την απογραφή του κ. Αλογοσκούφη, αλλά για τους εντελώς λάθος λόγους, η παρούσα κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπαθεί να βρίσκει εις το διηνεκές τρόπους, για να αποκρύπτει την πραγματικότητα από τους δανειστές μας και από τους εταίρους μας στην ευρωζώνη (άσχετο: το δικαίωμα του εκλογικού σώματος να γνωρίζει την αλήθεια δεν συζητήθηκε ποτέ στα σοβαρά), προσπαθώντας να εκμαιεύσει κανένα δανειάκι από εδώ, καμμία διευκόλυνση από εκεί, καμμία αλχημεία από αλλού.

Ευτυχώς που η παρούσα κυβέρνηση κινήθηκε εντελώς διαφορετικά, ειδικά ως προς αυτό. Στο ιστολόγιο αυτό της προσάπτουμε την εμμονή σε τραγικές κρατικιστικές πρακτικές, την αδυναμία της να αποφύγει τον εναγκαλισμό από κατεστημένα συμφέροντα και συντεχνίες, την τεχνοκρατική ανεπάρκεια πολλών σημαντικών της στελεχών και, κυρίως, τις ιδεοληπτικές εμμονές, οι οποίες την αποτρέπουν στη στροφή της στη μείωση των κρατικών δαπανών και του κρατικού τομέα, εν γένει (και που κοντεύουν να μας οδηγήσουν στην απελπισία, ως προς τις προοπτικές αποφυγής της χρεωκοπίας). Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι ο λόγος που 17 κράτη, που δεν μας χρωστούσαν τίποτε, μας δάνεισαν 110 δισεκατομμύρια ευρώ (με δεδομένη την πολύ μειωμένη πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας), δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την ειλικρίνεια, με την οποία η νέα κυβέρνηση, ευθύς ως ανέλαβε, παρουσίασε πολύ μεγάλο μέρος των στοιχείων που διέθετε, καθώς επίσης και τη μέριμνά της για πραγματική απογραφή σε πολλούς τομείς του δημοσίου. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας ως τώρα ήταν η αναξιοπιστία που ανέδιδε η κοροϊδευτική φράση greek statistics. Η λογική που προβάλλει η αξιωματική αντιπολίτευση, στηλιτεύοντας την απογραφή του κ. Αλογοσκούφη όχι επειδή δεν ήταν πραγματική απογραφή, αλλά επειδή αντ' αυτής έπρεπε να συνεχίσουμε τις κουτοπονηριές (οι οποίες, επαναλαμβάνω, αφορούν την εξαπάτηση όχι μόνο των συνεταίρων μας στην ευρωζώνη και των αγορών, αλλά και του συνόλου των πολιτών), θα μας οδηγούσε σε βέβαιη χρεωκοπία, χωρίς μάλιστα δυνατότητα ανακάμψεως, σε πολύ συντομότερο χρονικό διάστημα.

Αν έχουμε κάτι, που μας κρατάει ζωντανούς οικονομικά αυτή τη στιγμή, είναι η στοιχειώδης αξιοπιστία (χρειάζεται πολύς δρόμος για να φύγουμε από το επίπεδο της απλώς "στοιχειώδους"). Το να λέμε την αλήθεια δεν συνιστά δυσφήμηση - και να μην ξεχνάμε ότι χάρη στην αξιοπιστία αυτή κερδίσαμε το χρόνο, τον οποίο θα ωφείλαμε να αξιοποιήσουμε για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, ώστε η οικονομία μας να πάρει και πάλι μπροστά.

Sunday, April 10, 2011

Κάποια πράγματα που δεν πρέπει να ξεχνάμε για τους συμβασιούχους

Αύριο θα γίνει προσπάθεια να συνεδριάσει το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων στο χώρο του 9,84 στο Γκάζι. Οι φήμες λένε ότι οι συμβασιούχοι θα επιχειρήσουν πάλι να διακόψουν τη συνεδρίασή του και ότι θα κατεβούν με τις οικογένειές τους με διπλό σκοπό: ο φανερός θα είναι να προκαλέσουν τη συμπάθεια των συμβούλων και των ΜΜΕ - ο δεύτερος, ανομολόγητος, είναι να χρησιμοποιήσουν τα παιδιά τους ως ανθρώπινη ασπίδα απέναντι στις αστυνομικές επεμβάσεις.
Σ' όλη τη συζήτηση για τους συμβασιούχους, που συνεχώς αναφέρουν πόσο πολλά χρόνια εργάζονται για το Δήμο, δεν συνειδητοποιούμε κάποιες βασικές παραμέτρους:
1. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν ορισθεί ως έκτακτοι, προκειμένου να παρακαμφθεί η όποια διαγωνιστική διαδικασία. Δηλαδή οι ίδιοι επέλεξαν συνειδητά αυτό τον τρόπο διορισμού, προκειμένου να μπορέσουν οι πολιτικοί ή συνδικαλιστικοί τους "προστάτες" να διορίσουν αυτούς και όχι κάποιους άλλους.
2. Μάλιστα, μπήκαν ακριβώς με τη λογική: "μπαίνετε ως έκτακτοι, πού θα πάει, όταν θα λήξουν οι συμβάσεις σας, θα βρούμε τρόπο να πιέσουμε, για να σας μονιμοποιήσουμε".
3. Ο λόγος που έχουν μείνει τόσα πολλά χρόνια είναι ότι υπήρχε συνεχώς η ίδια παράταξη στο Δήμο - σχεδόν ξεχνάμε ότι κάθε νέα (παράνομη) παράταση ή ανανέωση της σύμβασης καθενός από αυτούς ήταν κι ένα χωριστό, καινούργιο ρουσφετάκι για τον καθένα. Ή, πιο απλά: όσο πιο πολλά χρόνια, τόσο πιο πολλά ρουσφέτια.
4. Για να εξετάσει κανείς το αίτημά τους με συμπάθεια θα πρέπει να θεωρήσει ως δεδομένο ότι ο μοναδικός τρόπος που είχε απομείνει σ' αυτούς για να βρουν δουλειά όλα αυτά τα χρόνια ήταν ο διορισμός στο Δήμο. Όλοι οι άλλοι συμπολίτες μας, αυτοί που προσπαθούν να βρουν μια δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, που φροντίζουν να αποκτήσουν περισσότερα προσόντα ή να σπουδάσουν ή, πάντως, κάπως να αναδειχθούν από τη δουλειά τους, είναι προφανώς παιδιά ενός κατωτέρου θεού (και μη διανοηθεί κανείς να πει ότι οι συμβασιούχοι του Δήμου Αθηναίων ταυτίζονται με τις πλέον αδύνατες οικονομικές ομάδες!).
Δηλαδή, δεν ξέρω εάν έχει γίνει συνείδηση το εξής απλό: οι συμβασιούχοι αγωνίζονται, μετερχόμενοι παράνομα μέσα, για να νομιμοποιήσουν την πιο κλασσική ρουσφετολογική πρακτική, αυτή που έχει χαντακώσει το ελληνικό δημόσιο - διορισμός με αντάλλαγμα ψήφους (έχει αναφερθεί και ότι το αντάλλαγμα πολλές φορές ήταν και καθαρά χρηματικό). Οι εμφανιζόμενοι ως αδικημένοι είναι, στην πραγματικότητα, αυτοί που φορτώθηκαν στο Δήμο χωρίς κανένα προσόν, καμμία διαγωνιστική διαδικασία, μόνο και μόνο χάρη στις γνωριμίες τους και στο αντάλλαγμα που έδιναν σ' αυτούς που τους διόριζαν.
Αυτά, για να ξέρουμε ποιος είναι ο καημένος και ποιος όχι.

Tuesday, April 5, 2011

Ομιλία Διονύση Μαγουλά στο 2ο προσυνέδριο της Δημοκρατικής Συμμαχίας

Ο φίλος των αδερφών Dalton Διονύσης Μαγουλάς μας έστειλε την ομιλία που εκφώνησε στο Προσυνέδριο της Δημοκρατικής Συμμαχίας που έγινε στη Θεσσαλονίκη, στις 3 Απριλίου 2011. Επειδή η ομιλία παρουσιάζει ενδιαφέρον τη δημοσιεύουμε στο blog.

Κυρια Πρόεδρε,

Αγαπητοί Σύμμαχοι

Είναι πολύ ευχάριστο και σημαντικό που από αυτή τη Προσυνεδριακή Συνδιάσκεψη της Θεσσαλονίκης συζητούνται τόσο καθοριστικοί τομείς πολιτικής για την ιδεολογική φυσιογνωμία του Κινήματός μας, όπως είναι οι Εξωτερικές Σχέσεις ,το Κράτος Πρόνοιας η Υγεία και η Κοινωνική Ασφάλιση. Αποδεικνύεται έτσι περίτρανα ότι μια πολιτική δύναμη φιλελεύθερου ορθολογισμού μπορεί και διαθέτει τόσο μια υπεύθυνη στάση τόσο στα Εθνικά ζητήματα, ή το Διεθνή προσανατολισμό της χώρας , όσο και Κοινωνική ευαισθησία.

Δεν χαρίζουμε τον αληθινό πατριωτισμό στην εθνολαϊκιστική Δεξιά, ούτε την Κοινωνική Ευαισθησία στη μηδενιστική και ουτοπική Αριστερα.

Ένα μικρό και ευέλικτο κράτος δομημένο στη βάση του αυτονόητου, μπορεί να διαθέτει τόσο μια ρεαλιστική εξωτερική πολιτική που υπερασπίζεται ουσιαστικά τα εθνικά συμφέροντα και τη διεθνή νομιμότητα στο εξωτερικό, όσο και να φροντίζει αυτούς που το έχουν πραγματικά ανάγκη στο εσωτερικό.

Αναφορικά με τη περιφερειακή ανάπτυξη της περιοχή μας...

Η Μακεδονία και συγκεκριμένα η Θεσσαλονίκη αποτελούσαν για χρόνια την πύλη εισόδου της χώρας από το εξωτερικό. Ήταν ο βιομηχανικός Βορράς, ένα περιφερειακό κέντρο ανάπτυξης. Μια σημαντική περιοχή όπου επενδύσεις, προϊόντα, ιδέες -μέχρι και ρεύματα στα γράμματα και στην τέχνη γεννιούνταν και κατέκλυζαν μετά από καιρό την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Από τη βιομηχανία και βιοτεχνία -απο τη βίλκα και το Αλλατίνι, ως τα φασονατζίδικα το 1980,από την εστίαση των ταχυφαγείων- μέχρι και την ευρεσιτεχνία του φραπέ η Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστούσε σε δημιουργικότητα και έναν εξωστρεφή δυναμισμό. Αυτό επιτεύχθηκε μέσα από την ανάπτυξη, το ταλέντο και την έμπνευση των παραγωγικότερων δυνάμεων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας αυτής της πόλης.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς με το άνοιγμα των συνόρων και την κατάρρευση των διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων της Ανατολικής Ευρώπης, η περιοχή να αναβαθμιστεί γεωπολιτικά και να ανακτήσει η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία γενικότερα την βαλκανική οικονομική ενδοχώρα τους, που τους στέρησαν πρώτα οι βαλκανικοί εθνικισμοί και στη συνέχεια ο ψυχρός πόλεμος.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όμως, αυτή η δυνατότητα χάθηκε, ενώ το άδοξο τέλος της πολιτιστικής πρωτεύουσας του 1997 αποτέλεσε μια άλλη χαμένη ευκαιρία για τη μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε κέντρο πολιτισμού πανευρωπαϊκής εμβέλειας, η δε κληρονομιά της Ολυμπιάδας του 2004 πέρασε ουσιαστικά ανεκμετάλλευτη.
Η πόλη και η ευρύτερη περιοχή, έχασαν το βηματισμό τους καθώς η εθνολαϊκιστική υστερία του Μακεδονικού μετέτρεψε τη Θεσσαλονίκη σε μια εσωστρεφή και φοβική κοινωνία, η οποία το μόνο που διεκδικούσε ,μυωπικά, ήταν να γίνει μια «μικρή Αθήνα» στα πλαίσια της μίζερης κρατικοδίαιτης οικονομίας της Μεταπολίτευσης. Ενα σύννεφο απαισιοδοξίας ενέσκηψε πάνω από την πόλη, η πολιτική τάξη της οποίας ουσιαστικά επαιτούσε για Δημόσια Έργα, Κρατικές Επενδύσεις, επιδοτήσεις και μια ευνοϊκότερη θέση για την πόλη στους ουσιαστικά ανεφάρμοστους αναπτυξιακούς νόμους...
Τα αποτελέσματα γνωστά: Αποβιομηχάνιση, Ανεργία, Οικονομικός μαρασμός και μια διάχυτη ατμόσφαιρα υποβάθμισης και αδικίας για τη «συμπρωτεύουσα» ...

(Χαρακτηριστική περίπτωση παρακμής αποτελεί το λιμάνι της πόλης -για τον έλεγχο του οποίου έγιναν 3 περιφερειακοί πόλεμοι ,και κατέληξε να μεταβληθεί από το νεοελληνικό κράτος σε ακόμη κρατικά επιδοτούμενο λιμάνι άγονης γραμμής με αποτέλεσμα ουσιαστικά να καταστεί ανενεργό...)

Η κρίση όμως που μας αλλάζει όλους, και ίσως να είναι και η τελευταία ευκαιρία για τη Θεσσαλονίκη.

Η Δημοκρατική Συμμαχία, ως Κίνημα Ευθύνης και Κοινής Λογικής προτείνει ρεαλιστικές θέσεις που θα ενεργοποιήσουν την εξωστρέφεια της περιοχής και την δημιουργικότητα των κατοίκων της. Ώστε η Μακεδονία να αποτελεί το κέντρο της περιφερειακής ανάπτυξης τόσο στην Ελλάδα , όσο και στην ευρύτερη περιοχή.

Το πρόγραμμα της Δημοκρατικής Συμμαχίας για την Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία εστιάζει σε τρείς (3) βασικούς άξονες: Την τόνωση της Επιχειρηματικότητας, την Έρευνα και τον Τουρισμό.
Στον άξονα της Τόνωσης της Επιχειρηματικότητας, πέρα από παρεμβάσεις και αναπτυξιακές διευκολύνσεις, θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε για τις επιχειρήσεις και τους παραγωγικούς φορείς της περιοχής τα μέτρα που προτείνουμε στις 38 προτάσεις για την Οικονομία.

Από τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία ενός ακόμη αναπτυξιακού νόμου που μένει στα χαρτιά ,είναι προτιμότερο ένα ευρύ φάσμα κινήτρων με φοροαπαλλαγές για την επανεισαγωγή κεφαλαίων από ελληνικές επιχειρήσεις που έφυγαν στις γύρω χώρες ή η κινητροδότηση για προσλήψεις μέσα απο τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των Επιχειρήσεων.

Μια τολμηρή πρόταση θα ήταν και η υιοθέτηση ζωνών «ελεύθερου εμπορίου» στις ακριτικές περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, με ακόμη ευνοϊκότερους όρους που θα προσέλκυαν ακόμη περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες τόσο απο επιχειρήσεις της περιοχής, όσο και από πολυεθνικές εταιρείες.

Στον τομέα της Έρευνας και της προώθησης των Νέων Τεχνολογιών, πέραν των θέσεων της Συμμαχίας, η περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το επιστημονικό και ερευνητικό κεφάλαιο των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της ,αλλά και να αξιοποιήσει ουσιαστικά τη Ζώνη Καινοτομίας και το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ,στην προσέλκυση ξένων επιστημόνων για ερευνητική και ακαδημαϊκή συνεργασία. Η Θεσσαλονίκη μπορεί να γίνει έτσι το επιστημονικό και ακαδημαϊκό κέντρο των Βαλκανίων. Το μόνο που χρειάζεται είναι η άρση των στερεοτύπων και του δογματισμού στην σχέση της Έρευνας και της Εκπαίδευσης με την Αγορά ,και η εμπιστοσύνη στη δημιουργικότητα των νέων επιστημόνων.

Σχετικά με την Τουριστική αξιοποίηση της Θεσσαλονίκης... Έχουμε συνηθίσει να λέμε απαξιωτικά οτι η Θεσσαλονίκη κατάντησε «φραπεδούπολη». Θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε ακόμη και αυτό το ιδιότυπο «brandname» σε πλεονέκτημα, μέσα από την στοχευμένη μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε τουριστικό κέντρο βαλκανικής ή ευρωπαϊκής εμβέλειας, ανάγοντας τη διασκέδαση και τον πολιτισμό σε στρατηγικό πλεονέκτημα του τριτογενή τομέα υπηρεσιών της τοπικής οικονομίας.

Ο εχθρός της Θεσσαλονίκης και ολόκληρης της περιφέρειας δεν είναι κανένα «κράτος της Αθήνας». Εχθρός της Θεσσαλονίκης -όπως και ολόκληρης της χώρας στην κρίση δεν είναι άλλος από το ξοφλημένο κρατικίστικο αναπτυξιακό μοντέλο της Μεταπολίτευσης.

Η Δημοκρατική Συμμαχία όμως, ως κίνημα πιστεύει στο ανεκμετάλλευτο παραγωγικό δυναμικό αυτής της πόλης και εμπιστεύεται τις ανεξάντλητες δυνατότητες και την θέληση των ανθρώπων της.

Και αυτό αναδεικνύεται και απο τις θέσεις αυτού του προσυνεδρίου.

Ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Friday, April 1, 2011

Σπίθα για την Ανατροπή

Για όσους δεν το πρόσεξαν η δημοσίευση έγινε την 1 Απριλίου 2011

Είναι πλέον γνωστό σε όλους ότι έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα οργανωμένο σχέδιο από συγκεκριμένους κύκλους που έχει στόχο να πλήξει όχι μόνο την ελληνική οικονομία αλλά και αυτήν ακόμη την ψυχή του Ελληνα καθιστώντας τον υποχείριο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και του διευθυντηρίου της νέας τάξης πραγμάτων. Οι Έλληνες, όντας ο μόνος λαός που δεν πειθάρχησε στα κελεύσματα του Σόρος, της CIA και των τραπεζών βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα και έγιναν έτσι το πειραματόζωο για τις συνταγές του διαβόητου IMF και των ευρωπαίων εντολοδόχων τους. Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός που επιχειρούν να εφαρμόσουν η χούντα του ΔΝΤ και τα εγχώρια τσιράκια τους έχει ως άμεσο στόχο τη συσσώρευση του πλούτου στα χέρια της εγγώριας ολιγαρχίας με τη βίαιη αναδιονομή του από τους πολλούς στους λίγους. Ο απώτερος όμως στόχος είναι η διασφάλιση ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να αντισταθεί σε ευρύτερες γεωστρατηγικές αλλαγές που έχουν προαποφασιστεί εδώ και χρόνια από πολύ ψηλα και από τις οποίες κύριος ωφελημένος θα βγει η Τουρκία η οποία υπό την καθοδήγηση του Αχμέτ Νταβούτογλου θα καταστεί κυρίαρχη όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Κεντρικό ρόλο όπως καταλαβαίνετε σε αυτές τις αλλαγές διαδραματίζει το σιωνιστικό κίνημα το οποίο θέλει να προωθήσει τα οικονομικά συμφέροντα του στην περιοχή.

Στην επερχόμενη λαίλαπα υπάρχουν ευτυχώς πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονται: το ΚΚΕ που με τους ταξικούς του αγώνες στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στους χώρους δουλειάς έχει καταφέρει να ανασχέσει την αντιλαική πολιτική του κεφαλαίου και της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ που με την αγωνιστικότητα και τον κινηματικό του χαρακτήρα αντιπαλεύει την επέλαση του νεοφιλελεύθερου μονοδρομου και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αποτελεί την ελπίδα για το αύριο. Αλλά και από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος υπάρχουν υγιείς δυνάμεις όπως πχ νέα και δυναμικά στελέχη της νέας ΝΔ που υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά δεν διστάζουν να πουν τα πράγματα με το όνομα τους.Τέλος δεν θα πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο μας και θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι και η Χρυσή Αυγή έχει και αυτή να προσφέρει με το δικό της τρόπο στον κοινό αγώνα. Κανείς όμως δεν συμβολίζει εναργέστερα τον αγώνα των Ελλήνων για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη από το μουσικοσυνθέτη θρύλο του Ελληνισμού και των ταξικών αγώνων, το Μίκη Θεοδωράκη. Ο μεγάλος αυτός αγωνιστής και καλλιτέχνης με την ιδρυτική διακήρυξη του κινήματος Σπίθα του οποίου ηγείται αλλά και με τα γραφόμενα του στην 28η αυτοβιογραφία του, δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για να απεμπλακούμε από τη μάστιγα των ξένων κέντρων που επιβουλεύονται την εθνική μας ανεξαρτησία και γκρεμίζουν τις κοινωνικές κατακτήσεις που με αίμα κέρδισαν οι εργαζόμενοι στη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Είναι σίγουρο πως μόνο ο Μίκης μπορεί πλέον να εμπνεύσει ένα πραγματικό όραμα για το λαό και για αυτό θα αναμένουμε με αγωνία την επόμενη εικοσασέλιδη παρέμβαση του τις επόμενες μέρες που θα δημοσιευθεί -αυτούσια φυσικά- στην Ελευθεροτυπία. Εμπρός λοιπόν για ένα γνήσια εθνικό και σοσιαλιστικό κίνημα!

Sunday, March 6, 2011

Η πολιτική ορθότητα αποκτά ποινικά εργαλεία

Διαβάστε το νομοσχέδιο για την καταπολέμηση των ρατσιστικών συμπεριφορών. Για να δούμε τι ποινικοποιεί - και, κατ' αρχήν, στο άρθρο 3 § 1 (για να μην αναφερθούμε στις επιβαρυντικές περιπτώσεις):

Όποιος από πρόθεση, δημόσια προφορικά ή διά του τύπου ή μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά ομάδας ή προσώπου, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το γενετήσιο προσανατολισμό, ή κατά πραγμάτων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα, κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή χιλίων έως πέντε χιλιάδων (1.000 – 5.000) ευρώ.

Υπάρχει πολλή περιπτωσιολογία μέσα σ' όλες αυτές τις διαζεύξεις - αν αφαιρέσουμε κάποιες, τι μας μένει;

Όποιος από πρόθεση, δημόσια προφορικά ή διά του τύπου ή μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, προκαλεί ... εχθροπάθεια κατά ομάδας ή προσώπου, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το γενετήσιο προσανατολισμό ... κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, τιμωρείται ... .

Και τί εστιν εχθροπάθεια; Πάμε στο άρθρο 2:

Στον παρόντα νόμο, ο όρος «εχθροπάθεια» θα πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος τόσο στην καλλιέργεια όσο και στην εξωτερίκευση αισθημάτων μίσους και αντιπαλότητας.

Οπότε: όποιος πει κάτι, το οποίο θα καλλιεργήσει αισθήματα αντιπαλότητας (κατά προσώπων με όλους τους παραπάνω προσδιορισμούς) κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, τιμωρείται.

Επομένως, θα καλείται ένας δικαστής να κρίνει: εάν κάποιος λόγος μπορεί να προκαλέσει αντιπαλότητα (δεν αναφέρεται ποιοι θα καταληφθούν από εχθροπάθεια, οπότε μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, άρα ο δικαστής δεν θα εξετάσει ένα-ένα όλους, όσοι μπορεί να είναι αποδέκτες του "κακού" μηνύματος, αλλά θα κρίνει με τη δική του συναίσθηση για τη δυνητική πρόκληση αιτιότητας) και εάν η αντιπαλότητα αυτή θα μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη.

[Άσκηση (ή, αλλιώς, κουΐζ για δυνατούς λύτες): μιλήστε για ζητήματα ισλάμ ή μετανάστευσης κατά τρόπο, που να διασφαλίζετε ότι δεν θα μπείτε στη μέγγενη αυτού του νόμου, ότι δεν θα κρίνει κάποιος δικαστής ότι αυτά που λέτε μπορούν να προκαλέσουν αντιπαλότητα και, εν συνεχεία, να εκθέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη.]

Να μιλήσουμε για την παντελή έλλειψη ασφάλειας στο ποινικό δίκαιο; Να μιλήσουμε για ουσιαστική αδυναμία για συζήτηση κάποιων από τα πιο σημαντικά θέματα σήμερα; (επειδή μάλιστα θα γίνονται πιο έντονα και ενδεχομένως να φορτίζεται περισσότερο το κλίμα, η δημιουργία αντιπαλότητας ή κινδύνου στη δημόσια τάξη θα θεωρείται όλο και πιο πιθανή) Να μιλήσουμε για την αποτροπή δημοσίων εκδηλώσεων κάθε λογής απόψεων, οι οποίες θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν από αυτούς που τις απεχθάνονται και να καταρριφθούν σε ανοικτό διάλογο; Να μιλήσουμε για τη στέρηση του θεμελιώδους δικαιώματος, σε μια δημοκρατία, του ελεύθερου δημοσίου διαλόγου; Δεν ξέρω τι μπορεί να πει κανείς γι' αυτό το νομοσχέδιο - και έρχεται καπάκι και το παρακάτω:

Όποιος δημόσια προφορικά ή διά του τύπου ή μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, εγκωμιάζει ή αρνείται ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ή των εγκλημάτων που ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στη Συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945 και η πράξη αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή το γενετήσιο προσανατολισμό κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή χιλίων έως τριών χιλιάδων (1.000 – 3.000) ευρώ.

Πρέπει να έχουμε και την επιβεβλημένη από την πλειοψηφία άποψη για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο (να μην εκμηδενίζουμε τη σημασία τους!) και, φυσικά, αν μην αμφισβητούμε την επίσημη ιστορία! Δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό ούτε καν από τους συντάκτες του νόμου αυτού πώς θα μπορούσε ο νόμος να χρησιμοποιηθεί από κάθε ένα που ενοχλείται από μια αντίθετη άποψη (και δεν έχει τα διανοητικά εργαλεία να την αντικρούσει ευθέως), ώστε να την φιμώσει, να ταλαιπωρεί με δικαστήρια όσους διαφωνούν μαζί του.

Ο νόμος αυτός είναι απαράδεκτος και πρέπει να ασκηθεί κάθε δυνατή πολιτική πίεση, ώστε να μη ψηφισθεί. Μέχρι στιγμής ένα κόμμα, η Δράση, εξέδωσε δελτίο τύπου που τον καταγγέλλει. Περιμένουμε και τη θέση των λοιπών κομμάτων.

ΥΓ. Το κερασάκι στην τούρτα, πάντως, είναι οι υπέρ του νόμου τοποθετήσεις τριών καθηγητών της Νομικής του ΑΠΘ, εκ των οποίων οι δύο είναι ποινικολόγοι και επαναλαμβάνουν σε όλα τους τα συγγράμματα τον εγγυητικό χαρακτήρα του ποινικού δικαίου: οριοθετεί αυστηρά τις ποινικώς κολάσιμες πράξεις, με αποτέλεσμα οι πολίτες να ξέρουν πως επιτρέπεται ό,τι δεν απαγορεύεται.

Wednesday, February 2, 2011

Mια πιο ψύχραιμη αποτίμηση της υπ' αριθμόν 350/2011 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας

Χθες, ομολογώ, δεν αντιμετώπισα ψύχραιμα την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας - ήταν τέτοιο το σοκ που, πριν προλάβω να την διαβάσω καλά-καλά, ήθελα να αντιδράσω. (σ' αυτό ελπίζω να οφείλονται και οι διάφορες ασυνταξίες της αρχικής ανάρτησης). Μάλλον δεν ήμουν ο μόνος. Σήμερα, πάντως, έχουμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε την περίληψη της αποφάσεως από την ίδια την ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας, να την δούμε κάπως καλύτερα. Αλλά και η πιο αργή ανάγνωση δεν άλλαξε καθόλου τη γνώμη μου για την απόφαση.

Σε σχέση με την κτήση της ιθαγένειας από αλλοδαπούς, το ΣτΕ αναφέρει όλες τις διατάξεις του Συντάγματος, στις οποίες ορίζεται ότι οι κρατικές λειτουργίες δρουν υπέρ του Έθνους - με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ωστόσο, σε καμμία από τις διατάξεις αυτές δεν θα βρει ο πλέον προσεκτικός αναγνώστης κάποιον ορισμό του έθνους με βάση τα στοιχεία (καταγωγή - "ουσιαστικός πραγματικός δεσμός") που δέχεται ως απαραίτητα το Δικαστήριο. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που δεν διευκρινιζει ποιος θα μπορούσε να είναι ο ουσιαστικός, πραγματικός δεσμός που, κατά την απόφαση, θα ικανοποιούσε το κριτήριο για πολιτογράφηση ακόμη και σε "αλλογενείς" (η λέξη είναι για πολύ περισσότερα εισαγωγικά).

Μας λέει το Δικαστήριο: δείτε σε πόσες διατάξεις του Συντάγματος γίνεται λόγος για το έθνος. Άρα, πρέπει να το διαφυλάξουμε. Ας πούμε (γιατί αυτό σηκώνει πολλή συζήτηση, υπάρχει άλμα ανάμεσα στις τέσσερις-πέντε αναφορές στο έθνος στο συνταγματικό κείμενο και στο συμπέρασμα ότι η "διαφύλαξή" του κατά συγκεκριμένο τρόπο αποτελεί συνταγματική επιταγή) ότι αυτό ισχύει. Από εκεί και πέρα, όμως, ο ορισμός του έθνους και ο τρόπος, με τον οποίο το ΣτΕ προσδιορίζει τους συνεκτικούς του δεσμούς, είναι εντελώς ex auctoritate. Δεν παρέχει κανένα επιχείρημα που να πηγάζει από το Σύνταγμα (ως θα ώφειλε, εάν ήταν να κρίνει τη διάταξη αντισυνταγματική) για τη δική του αντίληψη για το έθνος. Εντελώς αυθαίρετα, μάλιστα, κρίνει (χωρίς, δηλαδή, καμμία συνταγματική επεξήγηση) ότι η διαδικασία που επέλεξε ο (αρμόδιος) νομοθέτης για τη διαπίστωση της ύπαρξης δεσμών που δικαιολογούν την πολιτογράφηση είναι "τυπική" και όχι "ουσιαστική". Η μέθεξη στην ελληνική παιδεία, λ.χ., απορρίπτεται ως μια άνευ σημασίας τυπική προϋπόθεση. Το ΣτΕ θα ήθελε κάποιας μορφής εξετάσεις, προφανώς, για να διαπιστώσει εάν υπάρχει "ουσιαστικός δεσμός" - και αυτό θα ήταν πολύ καλό και επαινετό, εάν προέκυπτε από το Σύνταγμα κάτι τέτοιο. Αφ' ης στιγμής, όμως, δεν προκύπτει ούτε από τις διατάξεις που μνημονεύει το ΣτΕ, ούτε από άλλες συνταγματικές διατάξεις η προϋπόθεση που θέτει η απόφαση, η υποκατάσταση από στο ΣτΕ της κρίσεως του κοινού νομοθέτη, ως προς τα κριτήρια για την απόδοση της ιθαγένειας, δεν είναι τίποτε λιγότερο από υφαρπαγή εξουσίας.

(δείτε τι λέει η μειοψηφία: "... ένας Σύμβουλος υποστήριξε την άποψη ότι οι προϋποθέσεις για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, οι οποίες εισάγονται στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας με τον ν. 3838/2010, υποδηλώνουν την εκτίμηση του νομοθέτη ότι οι αλλοδαποί, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, έχουν ένα νομικό και πραγματικό δεσμό με το Ελληνικό Κράτος επαρκή για να δικαιολογήσει την χορήγηση σε αυτούς της ελληνικής ιθαγένειας, η εκτίμηση δε αυτή δεν υπερβαίνει τα παραπάνω συνταγματικά όρια" - αναγνωρίζοντας, στην ουσία, στο νομοθέτη την πραγματική του λειτουργία)

Κάπως πιο λογικό θα ήταν να θεωρηθεί ότι δεν μπορούν να ψηφίζουν οι αλλοδαποί στις τοπικές εκλογές - διότι, πράγματι, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι εντάσσεται στον πυρήνα της ιδιότητας του πολίτη, της ιθαγένειας. Ωστόσο, το άρθρο 102 του Συντάγματος, το οποίο επικαλείται το Δικαστήριο, κάνει σαφή αναφορά ανάμεσα στις τοπικές υποθέσεις και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στο Κράτος. Στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ανατίθεται η "διοίκηση των τοπικών υποθέσεων". Ο συνταγματικός νομοθέτης, δηλαδή, θέλησε να διαχωρίσει την πολιτική εξουσία από την τοπική αυτοδιοίκηση και αυτό είναι σαφές σε ολόκληρο το κείμενο του άρθρου 102. Η κρίση του ΣτΕ ότι και οι τοπικές εκλογές είναι, κατ' ουσίαν, πολιτικές, και διότι "η εκλογή αυτή ανάγεται στην πολιτική ζωή της χώρας γενικώς", είναι μια αμπελοφιλοσοφία, η οποία αντιβαίνει την πρόθεση και το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη - είναι εντελώς αντίθετη με το διαχωρισμό που κάνει το άρθρο 102 του Συντάγματος, ανάμεσα στις τοπικές και τις κεντρικές υποθέσεις. Δηλαδή το Συμβούλιο της Επικρατείας επικαλείται ένα άρθρο του Συντάγματος, το ερμηνεύει εντελώς αυθαίρετα και "μπακάλικα" (εκτός κι εάν στην πλήρη απόφαση υπάρχει κάτι άλλο), καταπώς φαίνεται για να παράσχει προσχηματική νομική κάλυψη σε ένα αποτέλεσμα που είναι σύμφωνο με τις ιδεολογικές επιλογές της συνθέσεως.

Τι να πει κανείς; Άραγε η Ολομέλεια θα κάνει την ανατροπή;

Ψήφος και πολιτογράφηση των μεταναστών

Συνήθως τα δικαστικά ρεπορτάζ είναι αναξιόπιστα, όταν αναμεταδίδουν τα σκεπτικά αποφάσεων, ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Έτσι, τα παρακάτω γράφονται με επιφύλαξη (πηγές: τα σχετικά άρθρα της Καθημερινής και της Ελευθεροτυπίας). Για να συνεννοούμαστε καλύτερα, το κείμενο του Συντάγματος μπορείτε να το κατεβάσετε και να το διαβάσετε από εδώ.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι διατάξεις του νόμου που, αφ' ενός, επιτρέπει στους μετανάστες να συμμετέχουν στις τοπικές εκλογές και, αφ' ετέρου, προβλέπει διαδικασία κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας, αντίκειται σε ένα εντυπωσιακά μεγάλο πλήθος άρθρων του Συντάγματος - και, από καθαρά επαγγελματικό βίτσιο, είπα να δω ποια είναι αυτά τα φοβερά και τρομερά άρθρα που παραβιάζονται (και πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο κατάφωρη η παραβίασή τους!).

Λέει, λοιπόν, το ΣτΕ ότι η δυνατότητα ψήφου των μεταναστών στις εκλογές αντίκειται στα άρθρα 1, 52 και 102 του Συντάγματος. Το άρθρο 1 ορίζει ως θεμέλιο του πολιτεύματος τη λαϊκή κυριαρχία, το άρθρο 52 ορίζει ότι οι (βουλευτικές) εκλογές είναι έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, ενώ το άρθρο 102 (χωρίς να αναφέρεται στη λαϊκή κυριαρχία) αναφέρεται στην αυτοδιοίκηση. Κρίνουν ότι λαϊκή κυριαρχία ασκείται μόνο από τους Έλληνες πολίτες και ότι απαγορεύεται η άσκηση των συναφών δικαιωμάτων από αλλοδαπούς. Προσθέτουν, μάλιστα, ότι η ψήφος στις τοπικές εκλογές έχει να κάνει με άσκηση λαϊκής κυριαρχίας, μολονότι η αυτοδιοίκηση έχει στενά τοπικό περιεχόμενο, διότι, λέει, οι εκλογές για την ανάδειξη αιρετών οργάνων των ΟΤΑ έχουν «καθαρά πολιτικό χαρακτήρα εν όψει των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι οργανισμοί αυτοί, αλλά και διότι η εκλογή αυτή ανάγεται στην πολιτική ζωή της χώρας γενικώς». Και, ας πούμε, ότι η αόριστη αυτή διατύπωση (που μπορεί να μην είναι ακριβής - από το ρεπορτάζ την διαβάζουμε) κάπως στέκει. Το ΣτΕ δεν είχε ποτέ αντιταχθεί στην ψήφο, στις τοπικές εκλογές, των πολιτών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που έχουν το σχετικό δικαίωμα στις τρεις, αν θυμάμαι καλά, τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις). Δεν ξέρω ποια διάταξη του Συντάγματος εξομοιώνει τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους Έλληνες και ποια διακρίνει μεταξύ των αλλοδαπών αναλόγως του εάν προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή όχι.

Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η παράθεση άρθρων, τα οποία παραβιάζει η δυνατότητα πολιτογραφήσεως των μεταναστών: 1 (ορισμός πολιτεύματος), 4 (ισότητα), 21 (οικογένεια, δημογραφική πολιτική, στέγαση), 25 (προστασία δικαιωμάτων, περιορισμοί αυτών κ.λπ.), 108 (απόδημος Ελληνισμός). Λέει, μάλιστα, η απόφαση ότι ο νομοθέτης διαχρονικά, στο δίκαιο της ιθαγενείας, προτιμούσε τους δεσμούς αίματος (ius sanguinis) ως βασικό κριτήριο για την απόδοση της ιθαγένειας. Ωστόσο, ακόμη και το γεγονός ότι ο νομοθέτης επαναλάμβανε τις ίδιες ρυθμίσεις για πολλές δεκαετίες, δεν καθιστά τις ρυθμίσεις αυτές υπερνομοθετικές, μη δυνάμενες να ανατραπούν με νεώτερο νομοθέτημα. Το ενδιαφέρον είναι ότι το ΣτΕ ζητεί ως αυτονόητη προϋπόθεση της πολιτογραφήσεως, στη συνέχεια, όχι τους δεσμούς αίματος, αλλά την εκ μέρους [του αιτούντος την πολιτογράφηση] εθελούσια αποδοχή των αξιών που συνάπτονται προς τον ελληνισμό και την εντεύθεν απόκτηση ελληνικής συνειδήσεως - δηλαδή τεκμαίρει ότι η ελληνική συνείδηση συνυπάρχει με όσους έχουν "ελληνικό" αίμα (γιατί, εάν αποδεικνυόταν ο δεσμός αίματος δεν φαίνεται να χρειαζόταν να προχωρήσει παραπέρα η έρευνα) και ότι γι' αυτούς δεν χρειάζεται κάτι περαιτέρω. Αν, δηλαδή, κριτήριο είναι η ελληνική συνείδηση, τότε όλοι οι πολίτες θα έπρεπε να δίνουν εξετάσεις ελληνοφροσύνης (με ποια κριτήρια δεν ξέρουμε, ίσως και με τα κριτήρια που έθεσε πρόσφατα ο κ. Αλαβάνος), ανεξαρτήτως του DNA που κουβαλούν. Αν, πάλι, το ζητούμενο είναι το DNA, δεν ξέρω εάν θα πρέπει κάπου να βρούμε δείγματα του Πλάτωνα και να τα συγκρίνουμε με τα δικά μας, για να ξεχωρίσει επιτέλους η ήρα από το στάρι. Εν πάση περιπτώσει, όμως, το βασικό δεν είναι η ιδέα που έχει το ΣτΕ για το ποιος πρέπει να είναι Έλληνας. Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του. Το ζήτημα είναι ότι, χωρίς να υπάρχει σχετικός συνταγματικός περιορισμός στη νομοθετική λειτουργία, το ΣτΕ έρχεται και υποκαθιστά, για πολλοστή φορά, μια λειτουργία (τη νομοθετική) που δεν του έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα (όσοι μπήκαν στον κόπο να το κατεβάσουν, ας διαβάσουν το άρθρο 26).