Saturday, December 29, 2012

Γιατί πιθανολογώ ότι ο Γ. Παπακωνσταντίνου δεν έχει κάνει κάτι μεμπτό σε σχέση με τη "λίστα Λαγκάρντ" (αλλά μπορεί να κάνω λάθος)

Ξεκινώ ομολογώντας μια προκατάληψη. Ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι ο υπουργός που παρέλαβε την οικονομία σε ένα απίστευτο χάλι, το Υπουργείο Οικονομικών σε κατάσταση να μην ξέρει καν τις υποχρεώσεις του, που χρεώθηκε τα μέτρα εκείνα που κράτησαν τη χώρα ζωντανή, ώστε σήμερα να είναι σε καλύτερη θέση από το 2009, που μείωσε πάνω από πέντε ποσοστιαίες μονάδες το έλλειμμα επί του ΑΕΠ σε ένα έτος και που αντιμετώπισε όλη την οργή των Ευρωπαίων όταν έπρεπε να τους πει ότι όλα όσα ήξεραν για την ελληνική οικονομία ήσαν παραποιημένες στατιστικές (τι ειρωνεία, αλήθεια, ο υπουργός που έπρεπε να αποκαλύψει τις παραποιήσεις στα στοιχεία που έστελνε η στατιστική μας υπηρεσία στην Ευρώπη να κατηγορείται για παραποίηση στοιχείων!).

Επίσης, ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου κατηγορήθηκε για την υποτιθέμενη αλλοίωση των στατιστικών στοιχείων του ελλείμματος: στην ουσία δεν κατηγορήθηκε επειδή είπε ψέματα, ότι χρωστάμε 6 αντί για 5, αλλά επειδή στο άθροισμα των ελλειμμάτων της γενικής κυβέρνησης περιέλαβε και πολλά από τα κρυφά χρέη του δημοσίου (λ.χ. τις ετήσιες επιδοτήσεις προς τον Οργανισμό Ασφάλισης Προσωπικού της ΔΕΗ, τα χρέη που προέκυπταν από τις εγγυήσεις υπέρ διαφόρων ΔΕΚΟ, τα χρέη των ΟΤΑ κ.λπ.). Η κατηγορία αυτή, και ο τρόπος που παρουσιάσθηκε, στη δική μου αντίληψη ήταν καθαρή συκοφαντία και είχε σκοπό να πληγεί προσωπικά. Αλλά και η ακόμη πιο πρόσφατη κατηγορία εις βάρος του, ότι ως Υπουργός Περιβάλλοντος επέδειξε μεροληψία εις βάρος της Ανταποδοτικής Ανακύκλωσης Α.Ε., ενός εκ των δύο συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης συσκευασιών, όταν πληροφορήθηκα ότι η άδεια του συστήματος αυτού έχει ανακληθεί και διερευνώνται διάφορα σε σχέση με τις δραστηριότητές του - σαν μια ακόμη παραπλανητική κατηγορία μου φάνηκε.

Έχει στοχοποιηθεί, λοιπόν, ο κ. Παπακωνσταντίνου. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι η κάθε κατηγορία εις βάρος του πρέπει να απορριφθεί ως εκ των προτέρων αβάσιμη. Αλλά αυτή η ιστορία με την αλλοίωση της λίστας Λαγκάρντ παρουσιάζει πολλά κενά.

Το βασικό κενό είναι το κίνητρο. Η λίστα Λαγκάρντ περιέχει ονόματα καταθετών μιας τράπεζας στην Ελβετία προ πολλών ετών, οπωσδήποτε πολύ πριν ο κ. Παπακωνσταντίνου αναλάβει υπουργικά καθήκοντα. Η συμπερίληψη ενός ονόματος σ' αυτήν δεν είναι από μόνη της μεμπτή, καθ' όσον απλώς σηματοδοτεί ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε καταθέσει χρήματα σε λογαριασμό στη συγκεκριμένη τράπεζα τότε. Πιθανότατα τα χρήματα αυτά να είναι απολύτως νόμιμα.

Το ρεπορτάζ, λοιπόν, αναφέρει ότι διαπιστώθηκε από τους εισαγγελείς (Αρείου Πάγου και οικονομικούς εισαγγελείς, οι ίδιοι που έχουν ήδη στείλει την απίθανη ιστορία για το φούσκωμα του ελλείμματος στη Βουλή) ότι στο φλασάκι που παραδόθηκε από τον κ. Βενιζέλο προς έρευνα (το ίδιο που είχε παραλάβει από την κα. Λαγκάρντ ο κ. Παπακωνσταντίνου και παρέδωσε στον κ. Διώτη) δεν περιελάμβανε τρία ή τέσσερα ονόματα, σε σχέση με το αντίγραφο που παρέλανε ο κ. Στουρνάρας από τη γαλλική κυβέρνηση πρόσφατα και παρέδωσε στους ίδιους εισαγγελείς. Τα ονόματα αυτά φέρονται να είναι συγγενείς του κου. Παπακωνσταντίνου. Σημειωτέον ότι δεν αναφέρεται από το ρεπορτάζ (τουλάχιστον) ότι υπάρχουν σημεία αλλοιώσεως του ενός εκ των δύο αρχείων, απλώς ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ένα και στο άλλο. Πιθανολογείται, όμως, από το ρεπορτάζ ότι ο κ. Παπακωνσταντίνου επενέβη σ' αυτό που είχε παραλάβει από την κα. Λαγκάρντ και έσβησε κάποια ονόματα.

Για ποιο λόγο να το έκανε αυτό ο κ. Παπακωνσταντίνου; Ποιος θα ωφελείτο; Cui bono; Για να ωφεληθεί ο ίδιος από την παράλειψη των στοιχείων θα έπρεπε σωρευτικά να συντρέχουν τα εξής προϋποθέσεις:

Η λίστα να περιελάμβανε πλουτισμό που σχετίζεται με τον ίδιο.
Ο πλουτισμός αυτός να είχε αποκτηθεί παράνομα (σε περίοδο, μάλιστα, κατά την οποία δεν είχε τόσο ενεργό ανάμειξη με την πολιτική).
Ο ίδιος να μην μπορεί να δικαιολογήσει (έστω και ψευδώς) τις καταθέσεις αυτές με άλλον τρόπο.

Ή, εναλλακτικά:
Η λίστα να περιελάμβανε πλουτισμό που σχετίζεται με συγγενικό του πρόσωπο.
Ο πλουτισμός αυτός να είχε αποκτηθεί παράνομα.
Ο ίδιος ή το συγγενικό του πρόσωπο να μην μπορεί να δικαιολογήσει (έστω και ψευδώς) τις καταθέσεις αυτές με άλλον τρόπο.
Να αγαπά τόσο πολύ το πρόσωπο αυτό, ώστε να είναι διατεθειμένος να ρισκάρει την προσωπική του ελευθερία, για να το προστατεύσει.

Έχει αναρωτηθεί κάποιος πόσο πιθανό είναι να συντρέχουν όλες αυτές οι προϋποθέσεις μαζί;

Και, ύστερα, πρέπει να ειπωθούν και κάποια πράγματα για τις κινήσεις του ως προς το περίφημο φλασάκι.

Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι το παρέδωσε με εμπιστευτικό πρωτόκολλο στο ΣΔΟΕ, χωρίς να πληροφορηθεί το περιεχόμενό του και δεν κράτησε αντίγραφο, πράγματα για τα οποία επικρίθηκεΌτι το παρέδωσε στο ΣΔΟΕ και ότι δεν κράτησε αντίγραφο δεν φαίνεται να αμφισβητούνται. Αλλά ας υποθέσουμε ότι είχε κρατήσει αντίγραφο. Αυτό δεν θα ήταν όπλο για εκβιασμούς, πολιτικούς και άλλους; Δεν θα ήταν ανήθικο αυτός, μόνος, να κατέχει ως εκ της πολιτικής του ιδιότητας (και όχι της υπηρεσιακής) στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο μη χρηστό;

Αν μπορεί να του αποδοθεί κάποιο σφάλμα στους χειρισμούς, είναι ότι δεν μερίμνησε στη συνέχεια να επιβεβαιώσει την αξιοποίηση (ή την αδυναμία αξιοποίησης) της λίστας από τους υπηρεσιακούς.

Και μετά τον κ. Παπακωνσταντίνου τη λίστα παρέλαβε ο μέγας καταγγέλλων, ο κ. Βενιζέλος. Τι την έκανε; Την είχε στο συρτάρι του. Ο ίδιος. Χωρίς καμμία διασφάλιση της ακεραιότητάς της. Χωρίς καμμία διασφάλιση ότι ο ίδιος δεν θα την χρησιμοποιούσε για δόλιους σκοπούς. Κι όμως, από τους δύο διατελέσαντες υπουργούς οικονομικών, ο κ. Παπακωνσταντίνου είναι αυτός που επικρίθηκε για τους χειρισμούς.

Φυσικά και δεν μπορώ να ξέρω τι συνέβη- φυσικά και οι μέχρι στιγμής πληροφορίες προέρχονται από το ρεπορτάζ που στηρίζεται σε φήμες και διαρροές. Και φυσικά και θα πρέπει να περιμένουμε να προχωρήσει η όποια συντεταγμένη διαδικασία. Αυτό που με στενοχωρεί, αυτό που θέλω να αποφύγω, είναι η τάση να κατασπαραχθεί ένας άνθρωπος, να κηλιδωθεί η φήμη του πρόωρα και πιθανώς αδικαιολόγητα, ειδικά όταν τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι δεν έχει κάνει κάτι μεμπτό.

Τις προκαταλήψεις μου τις ομολόγησα. Η αλήθεια μπορεί να είναι αυτή που περιφέρεται στα ρεπορτάζ (κι ας μην έχω πεισθεί). Αλλά ας επιδείξουμε λίγη αυτοσυγκράτηση, ειδικά οι διαπρύσιοι κήρυκες της ηθικής που προέρχονται από αποδεδειγμένα βρώμικα μέρη του πολιτικού/ κομματικού/ μιντιακού συστήματος. Και δεν είναι θεωρία συνωμοσίας να συμπεριλάβουμε στους συλλογισμούς μας και το ποιοι θα ευνοηθούν εάν αποκλειστικά υπεύθυνος για τους κακούς χειρισμούς της λίστας Λαγκάρντ δειχθεί ο κ. Παπακωνσταντίνου.

Sunday, October 28, 2012

Επετειακό

Γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου - την γιορτάζουμε σαν επέτειο νίκης. Είναι η τελευταία πολεμική αναμέτρηση, στην οποία η χώρα μας κέρδισε. Έτσι θέλουμε να λέμε.

Η αλήθεια δεν είναι όμως αυτή. Την 28η Οκτωβρίου 1941 η χώρα ήδη βρισκόταν υπό κατοχή. Μία από τις κατοχικές δυνάμεις ήταν η Ιταλία, την οποία υποτίθεται ότι είχαμε αντιμετωπίσει επιτυχώς. Το τελικό ισοζύγιο του πολέμου του 1940-41 για τη χώρα μας ήταν αρνητικό. Παλικάρια χάθηκαν ή έμειναν ανάπηρα, οικογένειες έμειναν ορφανές, χωρίς προστάτες, μέσα στη φτώχεια. Όνειρα έσβησαν στις πλαγιές της Πίνδου, αγάπες χάθηκαν, τις ρήμαξε ο πόλεμος. Με ποιο αποτέλεσμα; Την ντροπιαστική αποχώρηση της στρατιάς της Ηπείρου, που επέστρεψε ασύντακτη μόλις κατέρρευσε το μέτωπο της Μακεδονίας, στρατιώτες χωρίς καμμία καθοδήγηση, από νικητές επέστρεψαν ταπεινωμένοι στα σπίτια τους. Οι οικογένειές τους δεν τους υποδέχθηκαν εν θριάμβω, δεν παρήλασαν ως νικητές μπροστά στους συμπατριώτες τους, δεν γεύθηκαν τις τιμές του νικητή. Αυτά τα παλικάρια επέστρεψαν με το κεφάλι σκυμμένο σε μια πατρίδα που ώριζε πλέον ο κατακτητής. Και σε μια κατοχή που ρήμαξε την ύπαιθρο, που έπνιξε τις πόλεις στην πείνα.

Μας αρέσει τη συμπεριφορά αυτή να την θεωρούμε ηρωική. Να επαινούμε την ηγεσία, ακόμη και το δικτάτορα Μεταξά, που είπε "όχι", που δέχθηκε τον πόλεμο, αντί να παραχωρήσει κάποια οχυρά στους Ιταλούς - ένα "όχι" που ήταν βέβαιον ότι θα συμπαρασύρει και τη Γερμανία στον πόλεμο, που θα οδηγούσε σε σίγουρη, σχεδόν, ήττα, όπως επιβεβαιώθηκε και από τα πράγματα. Ήταν ανεύθυνο το όχι; Είχε το δικαίωμα ένας δικτάτορας να καταδικάσει το λαό του σ' αυτή τη μοίρα; Και ήσαν οι ένδοξοι αυτοί μήνες του φθινοπώρου, του χειμώνα και της άνοιξης του 1940-41 μια χίμαιρα; Μια απάτη, μια θυσία που δεν είχε αντίκρισμα; Και με τι μούτρα θα αντίκριζε οποιοσδήποτε τους φαντάρους που, χωρίς να χάσουν μια μάχη, επέστρεφαν ταπεινωμένοι στις οικογένειές τους με σκοπό να κάνουν ό,τι μπορούσαν για τη στοιχειώδη, πλέον, επιβίωσή τους;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει δοθεί από την ίδια την ιστορία: δεν ήταν ο δικτάτορας που κινήθηκε ενάντια στη θέληση του λαού λέγοντας το "όχι" - ήταν από τις στιγμές, κατά τις οποίες η ηγεσία του τόπου, παρ' όλο που είχε επιβληθεί χωρίς τη συναίνεση του λαού, συνέπεσε στην απόφασή της με τη λαϊκή βούληση. Και συνέπεσε, επειδή καμμία προπαγάνδα, κανένας μηχανισμός παραπλάνησης ή ψέμματος δεν είχε εμφυτεύσει στους φαντάρους που έφευγαν και στις οικογένειές τους που τους στήριζαν τον ενθουσιασμό τους για τον αγώνα υπέρ της πατρίδας τους, την αγάπη για τις οικογένειές τους που δεν περιοριζόταν στη διασφάλιση της διαβίωσής τους, αλλά στην αξιοπρέπειά τους, την ελευθερία τους, την τιμή τους. Δεν είναι μόνο οι εικόνες των χαμογελαστών φαντάρων που φεύγουν για το μέτωπο, είναι και οι αφηγήσεις αυτών που επέζησαν, που ήλθαν δυο και τρεις γενιές μετά σ' εμάς που το επιβεβαιώνουν.

Η ηθική αξία ενός αγώνα κρίνεται από το διακύβευμά του και από τη δυσχέρεια των συνθηκών, υπό τις οποίες ο αγώνας δίνεται. Δεν μπορεί κάποιος να επιλέγει να αγωνίζεται μόνο όταν η νίκη είναι εξασφαλισμένη. Η αξία του αγώνα ανεβαίνει όταν η ήττα είναι περισσότερο πιθανή από τη νίκη, όταν η θυσία είναι μεγαλύτερη από το υλικό όφελος. Ο ενθουσιασμός για τις νίκες στο μέτωπο της Ηπείρου δεν πρέπει να αποκρύπτουν την πραγματική ηθική αξία του αγώνα. Το πραγματικό νόημα της εορτής της 28ης Οκτωβρίου 1940 δεν είναι ότι μια μικρή χώρα κέρδισε μάχες απέναντι σε μια στρατιωτικά ισχυρότερη χώρα. Δεν είναι η κατάληψη του Πόγραδετς ή της Κορυτσάς (όσο κι αν έχουν τη σημασία τους - και αν είναι αποτέλεσμα εν πολλοίς του ηρωισμού των στρατιωτών). Είναι ότι, όταν ο Μεταξάς αρνήθηκε το ιταλικό τελεσίγραφο, μια ολόκληρη γενιά δέχθηκε, και το δέχθηκε με ενθουσιασμό και το εκδήλωσε με χαμόγελο, να θυσιάσει την ελπίδα της, τον ενθουσιασμό της, τα νιάτα της και, κυρίως, το μέλλον της, με τη νίκη σχεδόν απίθανη, επειδή ήθελε η πατρίδα της (η οικογένεια, οι φίλοι, ό,τι είχε κανείς όσιο και ιερό) να παραμείνει ελεύθερη ή, ακόμη κι αν η ήττα ερχόταν, τίμια και αξιοπρεπής.

Διαπραγμάτευση, εργασιακά, νίκες και ήττες

Είναι πολύ ενδιαφέρων και παραπλανητικός, συνάμα, ο διάλογος που εκτυλίσσεται σε σχέση με τις «απαιτήσεις» της τρόικας στα εργασιακά, τη σκοπιμότητά τους, τις νίκες και τις ήττες της διαπραγμάτευσης. Εισαγωγικά και μόνο ν' αναφέρουμε ότι οποιαδήποτε διατήρηση του status quo, αυτού που οδήγησε σε ενάμισυ εκατομμύριο ανέργους, θεωρείται στο δημόσιο διάλογο νίκη και οποιαδήποτε μεταβολή του είναι ήττα της χώρας απέναντι στον «αντίπαλο» που είναι οι δανειστές μας.

Ο διάλογος ξεκινά με ένα ερώτημα που τίθεται υπό μια παραπλανητική προϋπόθεση: αφού οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα δεν έχουν δημοσιονομικό αποτέλεσμα, γιατί να επιμένει σ' αυτές η τρόικα; Υπονοείται, με το ερώτημα αυτό, ότι η τρόικα έχει εκδικητικούς σκοπούς απέναντι στους Έλληνες εργαζομένους (αυτούς που δουλεύουν τις περισσότερες ώρες στον κόσμο) και βγάζει το άχτι των δανειστών μας μειώνοντας τους μισθούς τους.

Για να απαντηθεί το ερώτημα, όμως, απαιτείται να καταδειχθεί η αναλήθεια της προϋπόθεσης, ότι δήθεν οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα δεν επηρεάζουν τα δημοσιονομικά της χώρας. Αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος: οι εργασιακές σχέσεις επηρεάζουν δύο βασικά μεγέθη που έχουν άμεση σχέση με τα δημοσιονομικά. Το προφανές είναι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας - όσο οι ρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις παραμένουν απαγορευτικές (σε συνδυασμό και με άλλες στρεβλώσεις του συστήματος) για την πραγματοποίηση επενδύσεων, οι οποίες συνοδεύονται από νέες προσλήψεις, είναι φυσικό να αποτρέπουν τις άμεσες ξένες επενδύσεις και, δι' αυτών, την εισροή ξένου συναλλάγματος (όπως και τις εγχώριες επενδύσεις, μολονότι αυτές πλήττονται ακόμη περισσότερο από την έλλειψη ρευστότητας). Είναι προφανές ότι η αποτροπή ξένων επενδύσεων μειώνει τις προοπτικές ανάπτυξης και αύξησης της φορολογητέας ύλης και μας βυθίζει περισσότερο στην ύφεση.

Το δεύτερο είναι ότι η δυσκολία στις απολύσεις έχει ως αποτέλεσμα, γενικότερα, να αποφεύγονται οι προσλήψεις. Η διαπίστωση αυτή σχετίζεται και με το ποιος ωφελείται και ποιος βλάπτεται από τη διατήρηση του σημερινού νομοθετικού καθεστώτος και, πιο συγκεκριμένα, εάν η κοινωνία συνολικά θα έπρεπε να προτιμά περισσότερες νέες θέσεις εργασίας ή περισσότερη προστασία των ήδη υφισταμένων θέσεων (μια παρένθεση: οι ανελαστικές σχέσεις εργασίας οδηγούν αρκετές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το εργατικό κόστος, σε κλείσιμο με αποτέλεσμα, εν τέλει, χειρότερο για τους εργαζομένους, των οποίων δήθεν οι θέσεις εργασίας προστατεύονται). Πολλές χώρες του εξωτερικού, με ανεπτυγμένο κοινωνικό κράτος (με κλασσικό παράδειγμα τη Δανία), αφήνουν ελεύθερες τις απολύσεις και επιρρίπτουν τη μέριμνα για τους ανέργους στο κράτος. Φυσικά, πρόκειται για χώρες, στις οποίες η αλλαγή εργασίας και εργοδότη δεν θεωρείται ταμπού, αντίθετα με ότι ισχύει παρ' ημίν. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ότι στις χώρες αυτές έχουν ελάχιστη ανεργία.

Παραπλανητικό θα ήταν και το ερώτημα: με ποιου το μέρος είσαι, με τους εργοδότες ή με τους εργαζομένους; Σε μια ανεπτυγμένη οικονομία της αγοράς ο εργαζόμενος δεν αναζητεί εργασία μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει το βασικό μισθό. Η διασφάλιση του εργαζομένου, όταν είναι δυσαρεστημένος από τον εργοδότη του, είναι ότι υπάρχει και άλλη θέση εργασίας δίπλα, κενή, σε άλλο εργοδότη και ότι μπορεί να αλλάξει εργασία πιθανότατα αυξάνοντας και την αμοιβή του. Έτσι, μια ανεπτυγμένη οικονομία λειτουργεί προς όφελος και των επιχειρηματιών και των εργαζομένων. 

Θα έπιανε τόπο όμως μια μεταρρύθμιση στα εργασιακά στην Ελλάδα των επιχειρήσεων που κλείνουν και της τεράστιας ανεργίας; Ή, αντιστρόφως, θα φέρει η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων ένα ξαφνικό κύμα επενδύσεων και ανάπτυξης, ώστε σε λίγους μήνες να ξεχάσουμε την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα και ξαφνικά να βρεθούμε σε ένα καπιταλιστικό παράδεισο; Όχι βέβαια. Όμως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πού οδηγεί ο φαύλος κύκλος της παρούσας κατάστασης: επιχειρήσεις που κλείνουν, επενδύσεις που δεν πραγματοποιούνται, αύξηση της ανεργίας ή της μαύρης εργασίας. Μια κίνηση (από τις αρκετές που απαιτούνται) για να σπάσει αυτός ο κύκλος - είναι νίκη ή ήττα της Ελλάδος; Είναι «αντίσταση» στην τρόικα η διατήρηση των εμποδίων στις επενδύσεις και στη διαμόρφωση νέων θέσεων εργασίας;

Είναι πολύ λογικό το αίτημα, υπό τις σημερινές συνθήκες, να υπάρξει ιδιαίτερη μέριμνα για εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα που χάνουν τη δουλειά τους εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης ή που βλέπουν τους μισθούς τους να συρρικνώνονται. Η μέριμνα αυτή, όμως δεν μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχεται με μια μορφή που, εν τέλει, δεν ωφελεί τους εργαζομένους αλλά απλώς αποτρέπει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Wednesday, March 28, 2012

Υψηλός συντεχνιασμός

Ο λαϊκισμός και οι συντεχνίες δεν είναι μόνο τα ταξί ή ο Φωτόπουλος. Μία από τις συντεχνίες που ευθύνεται για μεγάλο μέρος από τα χάλια μας είναι αυτή των καθηγητών στην ανώτατη παιδεία. Το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη παιδεία, μάλιστα, τους διασφαλίζει και μία ιδιότυπη ασυλία από τον ανταγωνισμό, καθώς ελλείπει οποιοσδήποτε λόγος να υποβληθούν σε κάποια βάσανο αξιολόγησης. Αποτέλεσμα, φυσικά, είναι ότι τα ελληνικά Α.Ε.Ι. δεν είναι καλά, έχουν πολύ χαμηλές θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις και, κυρίως, ότι προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες σ' αυτούς, προς χάριν των οποίων υποτίθεται ότι λειτουργούν, στους φοιτητές τους.
Το σύμπλεγμα, το κατεστημένο που έχει γαντζωθεί στα πανεπιστήμια είναι τόσο ισχυρό, ώστε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης κολλούσε πάντοτε στις αντιδράσεις του και στην εξουσία που κατείχε (εν ονόματι της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ που διασφαλίζεται από το Σύνταγμα). Το κακό με το σύστημα που ίσχυε μέχρι πρότινος δεν ήταν ότι διασφάλιζε την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, αλλά ότι τα απομόνωνε από οποιαδήποτε εξωτερική επίδραση, έλεγχο, ευθύνη, μολονότι η χρηματοδότησή τους ήταν αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επίσης, η διοίκησή τους είχε ανατεθεί σε ένα σώμα αποτελούμενο από καθηγητές, διοικητικούς και φοιτητές, οι οποίοι δεν είχαν βέβαια τις γνώσεις ή την εξειδίκευση για να ασκήσουν αποτελεσματική διοίκηση. Παράλληλα, η αλληλεξάρτηση (ακαδημαϊκή και διοικητική) καθηγητών και φοιτητών είχε καταστήσει τις συναλλαγές μεταξύ τους ενδημικό φαινόμενο κατά την επιλογή των διοικητικών οργάνων των πανεπιστημίων.
Την κατάσταση αυτή ήλθε να ανατρέψει ο νόμος της κας. Διαμαντοπούλου, με τον οποίο προβλέφθηκε και η συμμετοχή στη διοίκηση προσώπων εκτός του πανεπιστημίου, επιλεγομένων όμως από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς. Η κατάσταση είχε φθάσει σε τέτοια αίσχη, που ο νόμος πέρασε με ευρύτατη πλειοψηφία στη Βουλή, μολονότι έθιγε μια από τις ισχυρότερες ελληνικές συντεχνίες, τους καθηγητές πανεπιστημίου, ενώ αποδυνάμωνε δραστικά και το ρόλο των φοιτητικών κομματικών παρατάξεων, οι οποίες απετέλεσαν τον κομματικό σωλήνα για τα περισσότερα από τα στελέχη των κομμάτων της Μεταπολίτευσης.
Όμως στη χώρα μας η τήρηση της νομιμότητας εξακολουθεί να είναι ζητούμενο. Δεν αρκεί η ψήφιση του νόμου, όταν θιγόμενες συντεχνιακές ομάδες εκβιάζουν για τη μη-εφαρμογή του και όταν οι προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις απλώς δεν εφαρμόζονται (ποιος δεν θυμάται ότι οι Περιφέρειες είχαν αρνηθεί να τηρήσουν το νόμο και να αφαιρέσουν τις άδειες στα ταξί που παράνομα έκλειναν δρόμους, απέκλειαν λιμάνια και αεροδρόμια κ.λπ.). Έτσι, κάποια Πανεπιστήμια δεν προχώρησαν στην εκλογή των οργάνων διοικήσεως που προβλέπει ο νέος νόμος, όταν με τη βία κάποιες ομάδες εμπόδιζαν τη σύγκληση των οργάνων που θα έκαναν την εκλογή.
Κανονικά αυτά τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ως στερούμενα διοικήσεως, δεν θα έπρεπε να μπορούν να καταρτίσουν προϋπολογισμό, δαπάνες κ.λπ. και προβλεπόταν από το νόμο ότι, σε περίπτωση που δεν εξέλεγαν διοίκηση, δεν θα ελάμβαναν χρηματοδότηση. Έτσι, όσο και να χτυπιόταν οι μειοψηφίες, με τον κρουνό του κρατικού χρήματος κλειστό κάποτε τα ιδρύματα αυτά θα έπρεπε να βρουν τρόπο, για να εφαρμόσουν το νόμο. Αυτό υπολόγιζε η συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής. Όμως υπολόγιζαν χωρίς τη συγκυρία που ήθελε ένα μέρος του καθηγητικού κατεστημένου να αναλαμβάνει το Υπουργείο Παιδείας. Ο κ. Μπαμπινιώτης, αδιαφορώντας για τη βούληση των εκλεγμένων αντιπροσώπων του ελληνικού λαού, αποφάσισε να μην εξαρτήσει την τήρηση του νόμου με την αποδέσμευση των επιχορηγήσεων των ΑΕΙ. Αποφάσισε, δηλαδή, ότι είναι επιτρεπτό τα χρήματα του ελληνικού λαού (και του γερμανικού, ολλανδικού κ.λπ.) θα διατίθενται από ανθρώπους, οι οποίοι παραβιάζουν τη νομοθεσία. Ωσάν να μην είναι η ανομία ένα από τα βασικά αίτια της σημερινής κατάστασης, ο Υπουργός προφανώς έθεσε την ανάγκη να υπερασπισθεί τη συντεχνία του υπεράνω του δημοσίου συμφέροντος και έδωσε, έτσι, ένα κάκιστο παράδειγμα. Ακόμη πιο λυπηρό είναι ότι ο Πρωθυπουργός φαίνεται να ανέχεται τη συμπεριφορά αυτή, παρ' ότι τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνησή του είναι αυτά που ψήφισαν, στη Βουλή, το νέο νόμο. Ίσως όμως ακόμη χειρότερη προοπτική να είναι η διατήρηση του κ. Μπαμπινιώτη στο Υπουργείο Παιδείας και μετά τις εκλογές.

Tuesday, March 27, 2012

Μύθος έκτος: το ΔΝΤ είναι φιλελεύθερος μηχανισμός που έχει αποτύχει παντού - την κρίση έφερε ο νεοφιλελευθερισμός

(προεκλογικοί μύθοι)

Η ταμπέλα του "νεοφιλελεύθερου" εξακολουθεί να είναι από τις πιο εκμεταλλεύσιμες από λαϊκιστές της δεξιάς και της αριστεράς, προκειμένου να απαξιώσουν πολιτικές και θεσμούς, ακόμη κι όταν αυτοί δεν έχουν καμμία σχέση με το φιλελευθερισμό. Οι λαϊκιστικές δυνάμεις εξακολουθούν να την κολλάνε σε οτιδήποτε μπορεί να φέρει κάποια αλλαγή, σε οτιδήποτε μπορεί να αλλάξει τις κατεστημένες καταστάσεις. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο μας δάνεισε ένα σημαντικό μέρος από το πακέτο στήριξης που λάβαμε το Μάιο του 2010 (και μας γλίτωσε από την άμεση χρεωκοπία), δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηρισθεί νεοφιλελεύθερο - κυρίως επειδή έθεσε ως όρο για την εκταμίευση του δανείου τη μείωση των κρατικών δαπανών. Και, φυσικά, δεν ξεχνάμε ότι όπου πέρασε το ΔΝΤ άφησε ερείπια και κοινωνικές συγκρούσεις.

Όσοι τα λένε αυτά, δεν έχουν κάνει τον κόπο να μελετήσουν στοιχειωδώς και βασίζονται σε ένα ακροατήριο, που επίσης δεν ψάχνει και δεν διαβάζει. Κατ' αρχάς το ΔΝΤ ιδρύθηκε, ακριβώς, για να παρέχει δάνεια σε κράτη που έχουν πρόβλημα ρευστότητας, προφανώς ένας όχι και τόσο φιλελεύθερος στόχος. Κατά δεύτερον, οι πολιτικές που υποστηρίζει αποσκοπούν στην εξασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων που χορηγεί. Γι' αυτό και ένας δεδηλωμένος σοσιαλιστής, όπως ο Dominique Strauss-Kahn, ήταν επικεφαλής του Ταμείου, όταν ζητούσε τη μείωση των κρατικών δαπανών. Σημειωτέον, ότι παλαιότερα, όταν κατά την εποχή της κεϋνσιανής ορθοδοξίας θεωρείτο ότι η αύξηση των κρατικών δαπανών μπορεί να αυξήσει τα κρατικά έσοδα μεσοπρόθεσμα, οι πολιτικές που ζητούσε να ακολουθηθούν από τα δανειοδοτούμενα κράτη είχαν παρεμβατικό χαρακτήρα. Αλλά και σήμερα, η επιμονή στην αύξηση των φορολογικών εσόδων μόνο φιλελεύθερες τάσεις δεν προδίδει.

Εν τούτοις, το ΔΝΤ είχε τις επιτυχίες του. Από τη διάσωση της βρετανικής οικονομίας στα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι την εντυπωσιακή ανάκαμψη της Βραζιλίας, που είχε δανειοδοτηθεί το 2002, την Τουρκία και άλλες περιπτώσεις επιτυχούς βοήθειας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν έχει μόνον Αργεντινές στο παλμαρέ του. Αλλά και ο ισχυρισμός, ότι το ΔΝΤ φέρνει την καταστροφή και την ύφεση όπου πάει, έχει το κλασσικό συλλογιστικό σφάλμα post hoc, ergo propter hoc. Δηλαδή παραβλέπεται ότι η κρίση και η κακή κατάσταση της οικονομίας προηγήθηκε της προσφυγής στο ΔΝΤ, το οποίο βεβαίως δεν μπορεί πάντοτε να κάνει θαύματα. Ειδικά στη χώρα μας, στην οποία δεν εφαρμόσθηκαν καν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είχαν συμφωνηθεί στο πρώτο μνημόνιο (τι να πρωτοθυμηθεί κανείς - την άρση του καμποτάζ; την απελευθέρωση των επαγγελμάτων;), δεν μπορεί η ύφεση να αποδοθεί στην επιρροή του ΔΝΤ.

Τώρα, ως προς το άλλο σκέλος του ισχυρισμού, ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές μας έφεραν σ' αυτό το χάλι, κανείς δεν μπορεί να εξειδικεύσει τις πολιτικές αυτές, ειδικά πριν το 2009. Η αύξηση των κρατικών δαπανών ή της γραφειοκρατίας ήταν νεοφιλελεύθερο μέτρο; Η διατήρηση των φόρων υπέρ τρίτων ή η επαναφορά του αγορανομικού κώδικα σε έκταση αντίστοιχη με αυτήν που είχε πριν τη μεταρρύθμιση Ανδριανόπουλου το 1992; Εκτός κι εάν στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις συμπεριλάβει κάποιος τη μείωση των φορολογικών συντελεστών στα νομικά πρόσωπα του κ. Αλογοσκούφη, οι οποίες κατέληξαν σε αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Απλώς γίνεται η αναφορά γενικώς και αορίστως σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές, για να αποπροσανατολισθεί η συζήτηση από την αξιολόγηση συγκεκριμένων πολιτικών και τη συσχέτισή τους με αποτελέσματα. Έτσι, εκτός από την επίκληση στο συναίσθημα ή τη θολή ιδεολογία, μπορεί η λαϊκιστική πλευρά να κρύβει και την πραγματική ένδεια επιχειρημάτων και, κυρίως, προτάσεων.