Wednesday, March 28, 2012

Υψηλός συντεχνιασμός

Ο λαϊκισμός και οι συντεχνίες δεν είναι μόνο τα ταξί ή ο Φωτόπουλος. Μία από τις συντεχνίες που ευθύνεται για μεγάλο μέρος από τα χάλια μας είναι αυτή των καθηγητών στην ανώτατη παιδεία. Το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη παιδεία, μάλιστα, τους διασφαλίζει και μία ιδιότυπη ασυλία από τον ανταγωνισμό, καθώς ελλείπει οποιοσδήποτε λόγος να υποβληθούν σε κάποια βάσανο αξιολόγησης. Αποτέλεσμα, φυσικά, είναι ότι τα ελληνικά Α.Ε.Ι. δεν είναι καλά, έχουν πολύ χαμηλές θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις και, κυρίως, ότι προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες σ' αυτούς, προς χάριν των οποίων υποτίθεται ότι λειτουργούν, στους φοιτητές τους.
Το σύμπλεγμα, το κατεστημένο που έχει γαντζωθεί στα πανεπιστήμια είναι τόσο ισχυρό, ώστε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης κολλούσε πάντοτε στις αντιδράσεις του και στην εξουσία που κατείχε (εν ονόματι της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ που διασφαλίζεται από το Σύνταγμα). Το κακό με το σύστημα που ίσχυε μέχρι πρότινος δεν ήταν ότι διασφάλιζε την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, αλλά ότι τα απομόνωνε από οποιαδήποτε εξωτερική επίδραση, έλεγχο, ευθύνη, μολονότι η χρηματοδότησή τους ήταν αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επίσης, η διοίκησή τους είχε ανατεθεί σε ένα σώμα αποτελούμενο από καθηγητές, διοικητικούς και φοιτητές, οι οποίοι δεν είχαν βέβαια τις γνώσεις ή την εξειδίκευση για να ασκήσουν αποτελεσματική διοίκηση. Παράλληλα, η αλληλεξάρτηση (ακαδημαϊκή και διοικητική) καθηγητών και φοιτητών είχε καταστήσει τις συναλλαγές μεταξύ τους ενδημικό φαινόμενο κατά την επιλογή των διοικητικών οργάνων των πανεπιστημίων.
Την κατάσταση αυτή ήλθε να ανατρέψει ο νόμος της κας. Διαμαντοπούλου, με τον οποίο προβλέφθηκε και η συμμετοχή στη διοίκηση προσώπων εκτός του πανεπιστημίου, επιλεγομένων όμως από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς. Η κατάσταση είχε φθάσει σε τέτοια αίσχη, που ο νόμος πέρασε με ευρύτατη πλειοψηφία στη Βουλή, μολονότι έθιγε μια από τις ισχυρότερες ελληνικές συντεχνίες, τους καθηγητές πανεπιστημίου, ενώ αποδυνάμωνε δραστικά και το ρόλο των φοιτητικών κομματικών παρατάξεων, οι οποίες απετέλεσαν τον κομματικό σωλήνα για τα περισσότερα από τα στελέχη των κομμάτων της Μεταπολίτευσης.
Όμως στη χώρα μας η τήρηση της νομιμότητας εξακολουθεί να είναι ζητούμενο. Δεν αρκεί η ψήφιση του νόμου, όταν θιγόμενες συντεχνιακές ομάδες εκβιάζουν για τη μη-εφαρμογή του και όταν οι προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις απλώς δεν εφαρμόζονται (ποιος δεν θυμάται ότι οι Περιφέρειες είχαν αρνηθεί να τηρήσουν το νόμο και να αφαιρέσουν τις άδειες στα ταξί που παράνομα έκλειναν δρόμους, απέκλειαν λιμάνια και αεροδρόμια κ.λπ.). Έτσι, κάποια Πανεπιστήμια δεν προχώρησαν στην εκλογή των οργάνων διοικήσεως που προβλέπει ο νέος νόμος, όταν με τη βία κάποιες ομάδες εμπόδιζαν τη σύγκληση των οργάνων που θα έκαναν την εκλογή.
Κανονικά αυτά τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ως στερούμενα διοικήσεως, δεν θα έπρεπε να μπορούν να καταρτίσουν προϋπολογισμό, δαπάνες κ.λπ. και προβλεπόταν από το νόμο ότι, σε περίπτωση που δεν εξέλεγαν διοίκηση, δεν θα ελάμβαναν χρηματοδότηση. Έτσι, όσο και να χτυπιόταν οι μειοψηφίες, με τον κρουνό του κρατικού χρήματος κλειστό κάποτε τα ιδρύματα αυτά θα έπρεπε να βρουν τρόπο, για να εφαρμόσουν το νόμο. Αυτό υπολόγιζε η συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής. Όμως υπολόγιζαν χωρίς τη συγκυρία που ήθελε ένα μέρος του καθηγητικού κατεστημένου να αναλαμβάνει το Υπουργείο Παιδείας. Ο κ. Μπαμπινιώτης, αδιαφορώντας για τη βούληση των εκλεγμένων αντιπροσώπων του ελληνικού λαού, αποφάσισε να μην εξαρτήσει την τήρηση του νόμου με την αποδέσμευση των επιχορηγήσεων των ΑΕΙ. Αποφάσισε, δηλαδή, ότι είναι επιτρεπτό τα χρήματα του ελληνικού λαού (και του γερμανικού, ολλανδικού κ.λπ.) θα διατίθενται από ανθρώπους, οι οποίοι παραβιάζουν τη νομοθεσία. Ωσάν να μην είναι η ανομία ένα από τα βασικά αίτια της σημερινής κατάστασης, ο Υπουργός προφανώς έθεσε την ανάγκη να υπερασπισθεί τη συντεχνία του υπεράνω του δημοσίου συμφέροντος και έδωσε, έτσι, ένα κάκιστο παράδειγμα. Ακόμη πιο λυπηρό είναι ότι ο Πρωθυπουργός φαίνεται να ανέχεται τη συμπεριφορά αυτή, παρ' ότι τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνησή του είναι αυτά που ψήφισαν, στη Βουλή, το νέο νόμο. Ίσως όμως ακόμη χειρότερη προοπτική να είναι η διατήρηση του κ. Μπαμπινιώτη στο Υπουργείο Παιδείας και μετά τις εκλογές.

Tuesday, March 27, 2012

Μύθος έκτος: το ΔΝΤ είναι φιλελεύθερος μηχανισμός που έχει αποτύχει παντού - την κρίση έφερε ο νεοφιλελευθερισμός

(προεκλογικοί μύθοι)

Η ταμπέλα του "νεοφιλελεύθερου" εξακολουθεί να είναι από τις πιο εκμεταλλεύσιμες από λαϊκιστές της δεξιάς και της αριστεράς, προκειμένου να απαξιώσουν πολιτικές και θεσμούς, ακόμη κι όταν αυτοί δεν έχουν καμμία σχέση με το φιλελευθερισμό. Οι λαϊκιστικές δυνάμεις εξακολουθούν να την κολλάνε σε οτιδήποτε μπορεί να φέρει κάποια αλλαγή, σε οτιδήποτε μπορεί να αλλάξει τις κατεστημένες καταστάσεις. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο μας δάνεισε ένα σημαντικό μέρος από το πακέτο στήριξης που λάβαμε το Μάιο του 2010 (και μας γλίτωσε από την άμεση χρεωκοπία), δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηρισθεί νεοφιλελεύθερο - κυρίως επειδή έθεσε ως όρο για την εκταμίευση του δανείου τη μείωση των κρατικών δαπανών. Και, φυσικά, δεν ξεχνάμε ότι όπου πέρασε το ΔΝΤ άφησε ερείπια και κοινωνικές συγκρούσεις.

Όσοι τα λένε αυτά, δεν έχουν κάνει τον κόπο να μελετήσουν στοιχειωδώς και βασίζονται σε ένα ακροατήριο, που επίσης δεν ψάχνει και δεν διαβάζει. Κατ' αρχάς το ΔΝΤ ιδρύθηκε, ακριβώς, για να παρέχει δάνεια σε κράτη που έχουν πρόβλημα ρευστότητας, προφανώς ένας όχι και τόσο φιλελεύθερος στόχος. Κατά δεύτερον, οι πολιτικές που υποστηρίζει αποσκοπούν στην εξασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων που χορηγεί. Γι' αυτό και ένας δεδηλωμένος σοσιαλιστής, όπως ο Dominique Strauss-Kahn, ήταν επικεφαλής του Ταμείου, όταν ζητούσε τη μείωση των κρατικών δαπανών. Σημειωτέον, ότι παλαιότερα, όταν κατά την εποχή της κεϋνσιανής ορθοδοξίας θεωρείτο ότι η αύξηση των κρατικών δαπανών μπορεί να αυξήσει τα κρατικά έσοδα μεσοπρόθεσμα, οι πολιτικές που ζητούσε να ακολουθηθούν από τα δανειοδοτούμενα κράτη είχαν παρεμβατικό χαρακτήρα. Αλλά και σήμερα, η επιμονή στην αύξηση των φορολογικών εσόδων μόνο φιλελεύθερες τάσεις δεν προδίδει.

Εν τούτοις, το ΔΝΤ είχε τις επιτυχίες του. Από τη διάσωση της βρετανικής οικονομίας στα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι την εντυπωσιακή ανάκαμψη της Βραζιλίας, που είχε δανειοδοτηθεί το 2002, την Τουρκία και άλλες περιπτώσεις επιτυχούς βοήθειας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν έχει μόνον Αργεντινές στο παλμαρέ του. Αλλά και ο ισχυρισμός, ότι το ΔΝΤ φέρνει την καταστροφή και την ύφεση όπου πάει, έχει το κλασσικό συλλογιστικό σφάλμα post hoc, ergo propter hoc. Δηλαδή παραβλέπεται ότι η κρίση και η κακή κατάσταση της οικονομίας προηγήθηκε της προσφυγής στο ΔΝΤ, το οποίο βεβαίως δεν μπορεί πάντοτε να κάνει θαύματα. Ειδικά στη χώρα μας, στην οποία δεν εφαρμόσθηκαν καν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είχαν συμφωνηθεί στο πρώτο μνημόνιο (τι να πρωτοθυμηθεί κανείς - την άρση του καμποτάζ; την απελευθέρωση των επαγγελμάτων;), δεν μπορεί η ύφεση να αποδοθεί στην επιρροή του ΔΝΤ.

Τώρα, ως προς το άλλο σκέλος του ισχυρισμού, ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές μας έφεραν σ' αυτό το χάλι, κανείς δεν μπορεί να εξειδικεύσει τις πολιτικές αυτές, ειδικά πριν το 2009. Η αύξηση των κρατικών δαπανών ή της γραφειοκρατίας ήταν νεοφιλελεύθερο μέτρο; Η διατήρηση των φόρων υπέρ τρίτων ή η επαναφορά του αγορανομικού κώδικα σε έκταση αντίστοιχη με αυτήν που είχε πριν τη μεταρρύθμιση Ανδριανόπουλου το 1992; Εκτός κι εάν στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις συμπεριλάβει κάποιος τη μείωση των φορολογικών συντελεστών στα νομικά πρόσωπα του κ. Αλογοσκούφη, οι οποίες κατέληξαν σε αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Απλώς γίνεται η αναφορά γενικώς και αορίστως σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές, για να αποπροσανατολισθεί η συζήτηση από την αξιολόγηση συγκεκριμένων πολιτικών και τη συσχέτισή τους με αποτελέσματα. Έτσι, εκτός από την επίκληση στο συναίσθημα ή τη θολή ιδεολογία, μπορεί η λαϊκιστική πλευρά να κρύβει και την πραγματική ένδεια επιχειρημάτων και, κυρίως, προτάσεων.

Monday, March 26, 2012

Εκβιάζοντας την Ευρώπη - η ηθική διάσταση και το "ελληνικό φιλότιμο"

Σχετίζεται εμμέσως με τους προεκλογικούς μύθους:

το πρωί άκουγα στο ραδιόφωνο δύο παρουσιαστές (από αυτούς που προφανώς περνιούνται για πολύ σπουδαίοι, μολονότι δεν τους ξέρουν παρά μόνο οι πολύ τακτικοί αναγνώστες τους) που συζητούσαν για την κακή τρόικα, που μας παίρνει "ακόμη και αυτά τα λίγα που είχαμε". Αναφέρονταν σε χαμηλές συντάξεις και μισθούς και στο στοιχειώδες κοινωνικό κράτος, τα οποία φαίνεται να εξαφανίζονται με το μνημόνιο. Οι ίδιοι επέμεναν, μάλιστα, ότι δεν αξιοποιήσαμε πλήρως τους φόβους των Ευρωπαίων για τις δυσμενείς συνέπειες μιας ελληνικής χρεωκοπίας, με άλλα λόγια ότι δεν τους εκβιάσαμε επαρκώς, ώστε να πάρουμε τα χρήματα, χωρίς να υποχρεωθούμε να λάβουμε μέτρα.

Πέρα από το εάν τέτοιες δυνατότητες είναι πραγματικές ή βρίσκονται μόνο στο μυαλό μας, είναι εξοργιστική η παραγνώριση της ηθικής διάστασης μιας τέτοιας αντίληψης. Πρώτον, ότι τα επιδόματα που το κράτος μας παρείχε με δανεικά από τους Ευρωπαίους θα έπρεπε να εξακολουθούν να καλύπτονται από τους ευρωπαίους φορολογουμένους - με άλλα λόγια, πώς μπορούμε να υποσχόμαστε παροχές με ξένα χρήματα, πώς μπορούμε να κοροϊδεύουμε τους δικούς μας συνταξιούχους, ότι έχουμε τα χρήματα να τους στηρίζουμε. Ακόμη πιο ανήθικο είναι πώς όλη η συζήτηση αυτή στρέφεται γύρω από την έννοια του κοινωνικού κράτους, μια έννοια που είναι, στην πραγματικότητα, άγνωστη στην Ελλάδα. Έχει καταντήσει να ονομάζεται κοινωνικό κράτος και κοινωνικό κεκτημένο κάθε προνόμιο συντεχνίας, εις βάρος των υπολοίπων πολιτών. Από την τεράστια επιχορήγηση των ταμείων του ΟΤΕ και της ΔΕΗ (που δεν φαίνονται να περικόπτονται - η τρόικα μας φταίει γι' αυτό;) μέχρι τους φόρους υπέρ των δυστυχών δικηγόρων και μηχανικών.

Όμως η απαίτηση για ευρωπαϊκό εκβιασμό, ότι το μπαταχτσιλίκι μας θα τους τινάξει στον αέρα, είναι η χειρότερη. Το φιλότιμό μας (που δεν έχουμε βαρεθεί να λέμε ότι είναι λέξη που δεν απαντάται σε άλλη γλώσσα) ως λαού εκεί μας οδηγεί; Χρωστάμε, και κάνουμε τους μάγκες επειδή χρωστάμε πολλά; Εκβιάζουμε επικαλούμενοι τη χειρότερη συμπεριφορά μας; Δηλαδή εάν ο εκβιασμός αυτός έπιανε, θα είχαμε τα μούτρα να κυκλοφορούμε οπουδήποτε εκτός Ελλάδας; Και, ακόμη περισσότερο, μπορούμε μετά να κοιτάμε τους εαυτούς μας στον καθρέφτη; Δεν ντρεπόμαστε;

Ελπίζουμε ότι αυτός ο ιδιότυπος κουτσαβακισμός δεν θα είναι, στο τέλος, ελκυστικός για τους πολίτες και τους ψηφοφόρους - τυχόν επικράτησή του θα στείλει πολύ θλιβερά μηνύματα για την κοινωνία μας.

Sunday, March 25, 2012

Η συνεργασία των φιλελεύθερων δυνάμεων (εντός και εκτός εισαγωγικών)

Πιέζεται η Δράση να συνεργασθεί με τη Δημοκρατική Συμμαχία της κας. Μπακογιάννη. Η πίεση είναι πολύ έντονη και συνοδεύεται από την κατηγορία ότι, σε περίπτωση που η συνεργασία αυτή δεν ευδοκιμήσει (και συγκεντρώσουν και τα δύο κόμματα αθροιστικά περισσότερο από 3%, αλλά μεμονωμένα λιγότερο από 3% έκαστο, αποκλείοντας την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο), η Δράση και προσωπικά ο κος. Στέφανος Μάνος θα είναι υπεύθυνος για τη διάσπαση και τη μη-εκπροσώπηση στη Βουλή του φιλελεύθερου χώρου. Επίσης, υπονοείται ότι με τη χωριστή κάθοδο αποδυναμώνονται τα κίνητρα για ψήφο σε οποιονδήποτε από τους δύο σχηματισμούς (ειδικά στην περίπτωση της Δράσης, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι αυτή θα κατεβεί σε εκλογικό συνασπισμό με τη Φιλελεύθερη Συμμαχία) και ότι ο φιλελεύθερος χώρος παρουσιάζεται έρμαιο γων προσωπικών φιλοδοξιών των επικεφαλής των δύο κομμάτων. Τέλος, εκ των προτέρων θεωρείται ότι στις συζητήσεις αυτές τον πρώτο λόγο πρέπει να έχει το κόμμα της κας. Μπακογιάννη, το οποίο υπερέχει σε δημοσκοπικά ποσοστά, αλλά και σε οργάνωση και χρήματα.

Η συζήτηση για κοινή κάθοδο δύο πολιτικών σχηματισμών θα μπορούσε να είναι πολύ πιο αποδοτική, εάν δεν γινόταν με κατηγορίες και υπονοούμενα. Θα μπορούσαν να προβληθούν ισχυρά επιχειρήματα, τα οποία θα οδηγούσαν μία συνεργασία σε μία έκρηξη δημιουργικότητας, σε μία προσπάθεια ευγενούς άμιλλας σε φαντασία και πρακτικότητα, σε παρουσίαση προγραμματικού λόγου αλλά και σαφή τοποθέτηση στα περισσότερα από τα προβλήματα που ταλανίζουν σήμερα τον τόπο. Θα οδηγούσε σε μία τολμηρή υπεράσπιση βασικών πολιτικών επιλογών, όπως της παραμονής στην ευρωπαϊκή οικογένεια και της δραστικής μείωσης του κράτους. Κυρίως, όμως, θα έπρεπε να οδηγήσει στην ειλικρινή παραδοχή των προβλημάτων που παρουσιάζει μια τέτοια συνεργασία, τις αντιφάσεις της, τις δυσκολίες της, από τις οποίες σημαντικότερη θα ήταν η δυσπιστία που θα επεδείκνυε απέναντι σε ένα τέτοιο εγχείρημα ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος, δυνάμει ψηφοφόροι του, οι οποίοι όμως προσδοκούσαν κυρίως την ανανέωση του πολιτικού σκηνικού και την αποκοπή του από πελατειακές πρακτικές του παρελθόντος.

Δυστυχώς η συζήτηση αυτή δεν έγινε ποτέ στην ουσία της, κυρίως γιατί ήταν πολύ δύσκολο να παραδεχθούμε πόσο μεγάλες θα ήσαν οι αντιφάσεις ανάμεσα στο χαρακτήρα των πολιτικών σχηματισμών και στο μήνυμα που θα ήθελαν να περάσουν. Η συζήτηση έγινε κυρίως με αριθμητικούς υπολογισμούς για τα πιθανά ποσοστά που ο κάθε σχηματισμός αναμένεται να λάβει, εάν κατέλθει χωριστά στις εκλογές. Έγινε με δεδομένο ότι πιθανή σύμπραξή τους θα ένωνε τους δυνητικούς ψηφοφόρους τους, μία εντελώς αυθαίρετη υπόθεση, η οποία όμως αποτελεί τη βάση της "κατηγορίας" περί υπονόμευσης της κοινής προσπάθειας. Έγινε με παράβλεψη της δυσμενούς εικόνας που θα μπορούσε να δημιουργηθεί από μία σύμπραξη, που πολλοί θα κατηγορούσαν ως ευκαιριακή. Για το λόγο αυτό η σχετική δημόσια συζήτηση, τουλάχιστον, δεν είχε ποτέ επαρκές βάθος. Για το επίπεδο, στο οποίο διεξήχθη η κατ' ιδίαν συζήτηση και οι προσπάθειες για ζημώσεις, μόνο οι ίδιοι είναι σε θέση να απαντήσουν.

Το χειρότερο που μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή δεν είναι να κατεβούν οι δύο σχηματισμοί χωριστά. Είναι η μοιρολατρική αποδοχή ότι κανένας από τους δύο δεν έχει τη δυναμική να σπάσει το φράγμα του 3%, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ιδίως εάν περισσέψουν προεκλογικά οι αλληλοκατηγορίες για τη μη-σύμπραξη (παρ' ότι σε προσωπικό επίπεδο οι σχέσεις μεταξύ των περισσοτέρων στελεχών των δύο σχηματισμών είναι άριστες). Ας πάρουμε απόφαση ότι τα κόμματα του αποκαλουμένου ή αυτοαποκαλουμένου φιλελεύθερου χώρου (το υπονοούμενο στον τίτλο της ανάρτησης έχει πολλαπλές αναγνώσεις, αλλά οπωσδήποτε η σκοπούμενη δεν είναι η αμφισβήτηση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού) έχουν αποφασίσει να κατεβούν χωριστά. Η άμιλλα για την παραγωγή καλύτερου πολιτικού λόγου ας δοθεί έστω κι έτσι, είναι ο μόνος τρόπος για να βρεθούν όλοι κερδισμένοι. Ας ζητήσει ο καθένας την ψήφο του εκλογικού σώματος στη βάση του προγράμματός του και της προσωπικότητας των υποψηφίων του. Αν το πιστέψουμε, πραγματικά, μπορούμε να δουλέψουμε, για να μπούνε και οι δύο σχηματισμοί στη Βουλή.

Saturday, March 24, 2012

Μύθος πέμπτος: η μείωση των κρατικών δαπανών έφερε την ύφεση, χωρίς το μνημόνιο θα εξακολουθούσαμε να έχουμε ανάπτυξη

(προεκλογικοί μύθοι)

Ο Αντώνης Σαμαράς δικαιολόγησε την καταψήφιση του πρώτου μνημονίου, λέγοντας ότι περιέχει μόνο υφεσιακές πολιτικές και ισχυρίζεται ότι δικαιώθηκε από την ύφεση που είχε η ελληνική οικονομία τα τελευταία δύο έτη. Η Λούκα Κατσέλη ισχυρίζεται ότι δεν ψήφισε το δεύτερο μνημόνιο για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ότι δεν έχει αναπτυξιακά μέτρα αλλά ότι, αντιθέτως, η μείωση των κατωτάτων μισθών στον ιδιωτικό τομέα θα φέρει ύφεση. Το βασικό επιχείρημα (από τα βασικά απολιθώματα της απολιθωμένης κεϋνσιανής σκέψης - εννοώντας όχι τον ίδιο τον Keynes, αλλά τους περισσότερους που επικαλούνται το όνομά του) είναι ότι χωρίς ελλείμματα και χωρίς ζήτηση δεν μπορεί να τονωθεί η παραγωγή, με την επισήμανση ότι τα ελλείμματα πρέπει να προκληθούν όχι από τη μείωση της φορολογίας, αλλά από την αύξηση των κρατικών δαπανών. Επομένως, εάν υπήρχαν περισσότερα χρήματα στην αγορά, που το κράτος θα παρείχε μέσω μεγάλων μισθών στους δημοσίους υπαλλήλους ή μέσω αναδιανεμητικής πολιτικής, θα είχαμε ανάπτυξη και όχι ύφεση.

Το παράδοξο μ' αυτό το μύθο είναι ότι, εν μέρει στη θεωρία, έχει και κάποια βάση - και γι' αυτό και είναι ιδιαιτέρως πιστευτός. Πράγματι, όσο περισσότερο χρήμα είναι διαθέσιμο στην αγορά, τόσο περισσότερες είναι οι προοπτικές για ανάπτυξη. Ωστόσο, η διάθεση του χρήματος αυτού όταν γίνεται από το κράτος οδηγείται κατά κανόνα στους αντιπαραγωγικούς τομείς της οικονομίας, κατευθυνόμενο από τις συντεχνίες και τις ομάδες πιέσεως με τη μεγαλύτερη ισχύ. Αντιθέτως, θα ήταν πολύ πιο συζητήσιμο το αίτημα για φορολογική ελάφρυνση, αντί της αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών και σε κάθε περίπτωση θα αποτελούσε ένα αυτονόητο φιλελεύθερο αίτημα. Ούτε, φυσικά, μπορεί να παραβλεφθεί ότι η αύξηση της φορολογίας (που επήλθε με το πρώτο και το δεύτερο μνημόνιο) αφαιρεί πόρους από την αγορά. Αυτό όμως δεν μπορεί να οδηγεί σε αίτημα για περισσότερες κρατικές παροχές (οι οποίες, στο κάτω-κάτω, απαιτούν υψηλή φορολογία ή εξωτερικό δανεισμό) και, κυρίως, σε επικρίσεις για τα μέτρα που περιλαμβάνουν τα μνημόνια 1 και 2, με τα οποία επιδιώκεται η μείωση των κρατικών δαπανών.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο μύθος αυτός διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα. Η ελληνική οικονομία δεν μπήκε σε ύφεση το 2010 για πρώτη φορά, αλλά είχε ήδη μπει από το 2008 - η ύφεση εντάθηκε το 2009, καθώς το έλλειμμα γιγαντώθηκε και η τάση της ήταν φυσιολογικά αυξητική στη συνέχεια. Εάν η μείωση των κρατικών δαπανών προκαλούσε την ύφεση, ενώ η αύξησή τους την ανάπτυξη, τότε η πορεία του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος θα είχε εντελώς διαφορετική εξέλιξη. Αλλά και οι δαπάνες είναι εντελώς αμφίβολο εάν τελικώς μειώθηκαν, παρ' όλα αυτά έχουμε ύφεση.

Η αλήθεια, που δεν μας αρέσει να πολυ-βλέπουμε, είναι ότι το αυξημένο ΑΕΠ των ετών που είχαν προηγηθεί του μνημονίου δεν ήταν παρά μία φούσκα. Δεν ανταποκρινόταν σε αύξηση της παραγωγής, διότι ο τεχνητά διογκωμένος δημόσιος τομέας ήταν από τη φύση του αντιπαραγωγικός. Στο μεγαλύτερο μέρος του ωφείλετο σε αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, που γινόταν με τους κοινοτικούς πόρους. Οι πόροι αυτοί ανακυκλώνονταν στην ελληνική οικονομία, οδηγώντας και σε τεχνητά αυξημένες τιμές (με πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ακίνητα). Το ιδιαιτέρως ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών της χώρας μας σημαίνει, με απλά λόγια, ότι από τις συναλλαγές βγαίνουν περισσότερα χρήματα από τη χώρα, από όσα μπαίνουν όλα αυτά τα χρόνια. Επομένως, για να διατηρούνται τα ίδια επίπεδα χρήματος στην αγορά (και μάλιστα μέσω του κράτους) και το ίδιο ΑΕΠ, ήταν αναγκαίος ο διαρκώς μεγαλύτερος δανεισμός της χώρας. Με άλλα λόγια, η διατήρηση του ΑΕΠ στα (σχετικώς υψηλά) επίπεδα του 2008 ήταν εντελώς τεχνητή και αναντίστοιχη με την ουσιαστική πραγματική δυνατότητα της χώρας. Συνεπώς, η ύφεση δεν ήταν παρά μια φυσιολογική διόρθωση ενός τεχνητά διογκωμένου μεγέθους (ούτως ή άλλως, η ανάπτυξη και η ύφεση δεν έρχονται με προεδρικά διατάγματα).

Τι εξυπηρετεί η διάδοση του μύθου για την υφεσιακή διάσταση του μνημονίου; Στο αίτημα για τη διατήρηση του υπέρογκου δημόσιου τομέα, αφ' ενός. Στο αίτημα για ανάπτυξη μέσω ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, αφ' ετέρου. Η ανάπτυξη, όμως, δεν έρχεται ποτέ από πάνω: απαιτεί τη λειτουργία μιας δυναμικής αγοράς, στην οποία η καινοτομία και το ρίσκο επιβραβεύονται. Η δυναμική μιας αγοράς, όμως, ανακόπτεται από τη δαιδαλώδη ελληνική γραφειοκρατία, από πολλές εκτός τόπου και χρόνου ρυθμίσεις, από ένα ανελαστικό εργασιακό καθεστώς (στο οποίο ίσως ο κατώτατος μισθός να είναι και από τα ήσσονος σημασίας εμπόδια), από την υψηλή φορολογία και την προοπτική της αύξησής της, με άλλα λόγια από την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, αυτοί που επιμένουν ότι οι μειώσεις των κρατικών δαπανών προκάλεσαν την ύφεση της ελληνικής κοινωνίας είναι όσοι δεν θέλουν τον ανταγωνισμό, επειδή είναι θωρακισμένοι στα προνόμιά τους και το ισχύον καθεστώς τους επιτρέπει να ζουν εις βάρος των άλλων.

Friday, March 23, 2012

Μύθος τέταρτος: θα τα καταφέρναμε και χωρίς το μνημόνιο, στο κάτω-κάτω εκβιάζαμε την Ευρώπη

(προεκλογικοί μύθοι)

Διαδεδομένος είναι και ο μύθος, ότι η χώρα μας δεν είχε ανάγκη το μνημόνιο, δεν είχε ανάγκη το δανεισμό καν (εκεί διαφέρει από τη συνωμοσιολογική θεώρηση που παρουσιάσθηκε προχθές), αλλά μπορούσε μια χαρά να αρνηθεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της. Κατά μία εκδοχή, μια τέτοια ενέργεια (και η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα που θα συνεπήγετο) θα είχε θετικές συνέπειες για την οικονομία, θα οδηγούσε σε μία επανεκκίνησή της, ενώ κατά τη δεύτερη εκδοχή μία ελληνική χρεωκοπία θα τίναζε όλο το ευρωπαϊκό σύστημα στον αέρα, επομένως θα μπορούσαμε να εκβιάσουμε την Ευρώπη, απειλώντας με στάση πληρωμών, με αποτέλεσμα να λάβουμε δανειακή ενίσχυση με πολύ ευνοϊκότερους όρους.

Μπορούμε ν' αφήσουμε κατά μέρος το ηθικό σκέλος της μη-αποπληρωμής των χρεών (ευτυχώς που έχει υποχωρήσει η μόδα του "επαχθούς χρέους", αν και εδώ είμαστε να την ξαναδούμε, σε περίπτωση που επανακάμψει). Επίσης, να μη συνυπολογίσουμε τις δυσμενέστατες επιπτώσεις στην αξιοπιστία μας ως λαού, στην εικόνα που δίνουμε στους υπολοίπους. Ακόμη κι εάν αγνοήσουμε τα παραπάνω, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας (ή, μάλλον, το κύριο σύμπτωμα) δεν ήταν το δυσθεώρητο χρέος της, αλλά το τεράστιο ετήσιο έλλειμμα. Το 2009 το κράτος ξόδεψε κατά 15,8% περισσότερο από όσα είχε εισπράξει. Και οι περισσότερες δαπάνες είναι πάγιες και επαναλαμβανόμενες, ενώ και χωρίς τους τόκους και τα χρεωλύσια για κάλυψη των οφειλών, παρέμενε ένα υψηλότατο πρωτογενές έλλειμμα (της τάξεως του 8,6%). Επομένως, τα χρήματα που το κράτος εισέπραττε ήσαν ούτως ή άλλως λιγότερα από τις ανάγκες του και θα έπρεπε να κάνει πολύ σοβαρές περικοπές (όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή δεν θα είχε χρήματα να πληρώσει τις υποχρεώσεις!).

Έστω όμως ότι το κράτος μας τα κατάφερνε. Η στάση πληρωμών θα είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή των εισαγωγών. Το 2009 η χώρα μας είχε ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο κατά 41 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή τα προϊόντα που εισήγε ήσαν συνολικής αξίας μεγαλύτερης κατά 41 δισεκατομμύρια ευρώ από τα προϊόντα που εξήγε. Επομένως, μεγάλο μέρος της κατανάλωσής μας γινόταν από τα εισαγόμενα προϊόντα. Όλα αυτά θα έπρεπε να τα ξεχάσουμε. Αλλά και προϊόντα που θα χρειαζόταν για την ελληνική παραγωγή (ξεκινώντας από το πετρέλαιο) θα ήταν αδύνατον να εξευρεθούν, εάν σταματούσαν οι εισαγωγές. Έτσι, ο δευτερογενής τομέας της ελληνικής οικονομίας θα κατέρρεε εντελώς, ενώ ο πρωτογενής θα επέστρεφε στην εποχή του αρότρου (όπου βρισκόταν, εξ άλλου, μέχρι και πριν από μία-δύο γενιές).

Κάποιοι αντιτάσσουν ότι, μετά από ένα τέτοιο γεγονός, η οικονομία μας θα επέστρεφε στη δραχμή και θα γινόταν ανταγωνιστική, επειδή οι τιμές των ελληνικών προϊόντων θα ήσαν φθηνές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η εκδοχή αυτή παραβλέπει κάποια βασικά πράγματα: στο κόστος παραγωγής των ελληνικών προϊόντων θα έπρεπε να ενσωματώνονται τα έξοδα παραγωγής τους. Όταν πρώτες ύλες/ ενέργεια είναι εισαγόμενες, μηχανήματα είναι εισαγόμενα κ.λπ., η παραγωγή των προϊόντων στοιχίζει πάρα πολύ ακριβά, ειδικά στο πλαίσιο ενός υποτιμημένου ή υποτιμούμενου εθνικού νομίσματος. Επομένως, όταν θα ερχόταν η ώρα της διαμόρφωσης της τιμής, τα κόστη αυτά θα την εκτόξευαν. Δεν αναφερόμαστε καν στα καθημερινά εισαγόμενα είδη που θα καθίσταντο πανάκριβα (πέρα από το πετρέλαιο, που θα καθιστούσε απαγορευτική κάθε μετακίνηση με ΙΧ αυτοκίνητο, αλλά και θα τίναζε στα ύψη τις τιμές των μέσων μαζικής μεταφοράς): στα αυτοκίνητα, στις τηλεοράσεις, στους υπολογιστές, ακόμη και σε αρκετά τρόφιμα (δεδομένου του ότι η αυτάρκεια της χώρας μας σε τρόφιμα είναι στο ναδίρ). Θα επιστρέφαμε σε καταστάσεις, όπου η τεχνολογία θα εξαφανιζόταν (εξαφανίζοντας και τις προοπτικές για καινοτομία και πρόοδο), όπου η βιομηχανική επανάσταση θα είχε περάσει και θα είχε ακουμπήσει. Και ποιες κατηγορίες θα ευνοούντο; Όσοι είχαν συνάλλαγμα στο εξωτερικό, που θα μπορούσαν να αγοράσουν κοψοχρονιάς τη χώρα - όσοι χρωστούν, των οποίων τα χρέη θα εξαφάνιζε ο πληθωρισμός - οι συντεχνίες που ευνοεί η εκάστοτε κυβέρνηση, που θα είχε δυνατότητα να εξαγοράζει ψήφους και να συντηρεί καταστάσεις τυπώνοντας όλο και περισσότερο χρήμα στο εθνικό νομισματοκοπείο. Γι' αυτό και πολλοί θιασώτες της επιστροφής στη δραχμή ανήκουν στην κατηγορία των λεγομένων "διαπλεκομένων", που έχουν μάθει το κράτος να τους ταΐζει και να τους λύνει τα προβλήματα.

Όσο για τη δύναμη του εκβιασμού που δήθεν θα είχαμε (ξανά παραβλέποντας το ηθικό σκέλος ή το κατά πόσο θα μας άρεσε να είμαστε δακτυλοδεικτούμενοι στο εξωτερικό ως εκβιαστές), αυτή φαίνεται από το τι επακολουθούσε κάθε δυσκολία ή διακοπή στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα (όπως όταν την είχε διώξει ο κ. Βενιζέλος, έχοντας άρτι αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών): ποιος είναι αυτός που έτρεχε να ξαναβρεθεί λύση και ποιος διατηρούσε τις θέσεις του. Εξ άλλου, με το κούρεμα του ελληνικού χρέους και το PSI οι ομολογιούχοι έχασαν εν μια νυκτί, ουσιαστικά, το 70% της περιουσίας που κατείχαν σε ελληνικά ομόλογα. Δηλαδή αυτό το υπόλοιπο 30% είναι που θα τίναζε στον αέρα την ευρωπαϊκή οικονομία; Είναι σαφές, ειδικά σήμερα πλέον, ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι θωρακισμένες απέναντι σε ένα ενδεχόμενο ελληνικής χρεωκοπίας. Αν νοιώθουμε ότι και πάλι μπορούμε να τους συμπαρασύρουμε στο χαμό μας, μάλλον παραμένουμε συνεπείς με τη μεγάλη ιδέα που έχουμε, ως λαός, για τον εαυτό μας.