Wednesday, February 2, 2011

Mια πιο ψύχραιμη αποτίμηση της υπ' αριθμόν 350/2011 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας

Χθες, ομολογώ, δεν αντιμετώπισα ψύχραιμα την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας - ήταν τέτοιο το σοκ που, πριν προλάβω να την διαβάσω καλά-καλά, ήθελα να αντιδράσω. (σ' αυτό ελπίζω να οφείλονται και οι διάφορες ασυνταξίες της αρχικής ανάρτησης). Μάλλον δεν ήμουν ο μόνος. Σήμερα, πάντως, έχουμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε την περίληψη της αποφάσεως από την ίδια την ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας, να την δούμε κάπως καλύτερα. Αλλά και η πιο αργή ανάγνωση δεν άλλαξε καθόλου τη γνώμη μου για την απόφαση.

Σε σχέση με την κτήση της ιθαγένειας από αλλοδαπούς, το ΣτΕ αναφέρει όλες τις διατάξεις του Συντάγματος, στις οποίες ορίζεται ότι οι κρατικές λειτουργίες δρουν υπέρ του Έθνους - με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ωστόσο, σε καμμία από τις διατάξεις αυτές δεν θα βρει ο πλέον προσεκτικός αναγνώστης κάποιον ορισμό του έθνους με βάση τα στοιχεία (καταγωγή - "ουσιαστικός πραγματικός δεσμός") που δέχεται ως απαραίτητα το Δικαστήριο. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που δεν διευκρινιζει ποιος θα μπορούσε να είναι ο ουσιαστικός, πραγματικός δεσμός που, κατά την απόφαση, θα ικανοποιούσε το κριτήριο για πολιτογράφηση ακόμη και σε "αλλογενείς" (η λέξη είναι για πολύ περισσότερα εισαγωγικά).

Μας λέει το Δικαστήριο: δείτε σε πόσες διατάξεις του Συντάγματος γίνεται λόγος για το έθνος. Άρα, πρέπει να το διαφυλάξουμε. Ας πούμε (γιατί αυτό σηκώνει πολλή συζήτηση, υπάρχει άλμα ανάμεσα στις τέσσερις-πέντε αναφορές στο έθνος στο συνταγματικό κείμενο και στο συμπέρασμα ότι η "διαφύλαξή" του κατά συγκεκριμένο τρόπο αποτελεί συνταγματική επιταγή) ότι αυτό ισχύει. Από εκεί και πέρα, όμως, ο ορισμός του έθνους και ο τρόπος, με τον οποίο το ΣτΕ προσδιορίζει τους συνεκτικούς του δεσμούς, είναι εντελώς ex auctoritate. Δεν παρέχει κανένα επιχείρημα που να πηγάζει από το Σύνταγμα (ως θα ώφειλε, εάν ήταν να κρίνει τη διάταξη αντισυνταγματική) για τη δική του αντίληψη για το έθνος. Εντελώς αυθαίρετα, μάλιστα, κρίνει (χωρίς, δηλαδή, καμμία συνταγματική επεξήγηση) ότι η διαδικασία που επέλεξε ο (αρμόδιος) νομοθέτης για τη διαπίστωση της ύπαρξης δεσμών που δικαιολογούν την πολιτογράφηση είναι "τυπική" και όχι "ουσιαστική". Η μέθεξη στην ελληνική παιδεία, λ.χ., απορρίπτεται ως μια άνευ σημασίας τυπική προϋπόθεση. Το ΣτΕ θα ήθελε κάποιας μορφής εξετάσεις, προφανώς, για να διαπιστώσει εάν υπάρχει "ουσιαστικός δεσμός" - και αυτό θα ήταν πολύ καλό και επαινετό, εάν προέκυπτε από το Σύνταγμα κάτι τέτοιο. Αφ' ης στιγμής, όμως, δεν προκύπτει ούτε από τις διατάξεις που μνημονεύει το ΣτΕ, ούτε από άλλες συνταγματικές διατάξεις η προϋπόθεση που θέτει η απόφαση, η υποκατάσταση από στο ΣτΕ της κρίσεως του κοινού νομοθέτη, ως προς τα κριτήρια για την απόδοση της ιθαγένειας, δεν είναι τίποτε λιγότερο από υφαρπαγή εξουσίας.

(δείτε τι λέει η μειοψηφία: "... ένας Σύμβουλος υποστήριξε την άποψη ότι οι προϋποθέσεις για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, οι οποίες εισάγονται στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας με τον ν. 3838/2010, υποδηλώνουν την εκτίμηση του νομοθέτη ότι οι αλλοδαποί, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, έχουν ένα νομικό και πραγματικό δεσμό με το Ελληνικό Κράτος επαρκή για να δικαιολογήσει την χορήγηση σε αυτούς της ελληνικής ιθαγένειας, η εκτίμηση δε αυτή δεν υπερβαίνει τα παραπάνω συνταγματικά όρια" - αναγνωρίζοντας, στην ουσία, στο νομοθέτη την πραγματική του λειτουργία)

Κάπως πιο λογικό θα ήταν να θεωρηθεί ότι δεν μπορούν να ψηφίζουν οι αλλοδαποί στις τοπικές εκλογές - διότι, πράγματι, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι εντάσσεται στον πυρήνα της ιδιότητας του πολίτη, της ιθαγένειας. Ωστόσο, το άρθρο 102 του Συντάγματος, το οποίο επικαλείται το Δικαστήριο, κάνει σαφή αναφορά ανάμεσα στις τοπικές υποθέσεις και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στο Κράτος. Στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ανατίθεται η "διοίκηση των τοπικών υποθέσεων". Ο συνταγματικός νομοθέτης, δηλαδή, θέλησε να διαχωρίσει την πολιτική εξουσία από την τοπική αυτοδιοίκηση και αυτό είναι σαφές σε ολόκληρο το κείμενο του άρθρου 102. Η κρίση του ΣτΕ ότι και οι τοπικές εκλογές είναι, κατ' ουσίαν, πολιτικές, και διότι "η εκλογή αυτή ανάγεται στην πολιτική ζωή της χώρας γενικώς", είναι μια αμπελοφιλοσοφία, η οποία αντιβαίνει την πρόθεση και το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη - είναι εντελώς αντίθετη με το διαχωρισμό που κάνει το άρθρο 102 του Συντάγματος, ανάμεσα στις τοπικές και τις κεντρικές υποθέσεις. Δηλαδή το Συμβούλιο της Επικρατείας επικαλείται ένα άρθρο του Συντάγματος, το ερμηνεύει εντελώς αυθαίρετα και "μπακάλικα" (εκτός κι εάν στην πλήρη απόφαση υπάρχει κάτι άλλο), καταπώς φαίνεται για να παράσχει προσχηματική νομική κάλυψη σε ένα αποτέλεσμα που είναι σύμφωνο με τις ιδεολογικές επιλογές της συνθέσεως.

Τι να πει κανείς; Άραγε η Ολομέλεια θα κάνει την ανατροπή;

Ψήφος και πολιτογράφηση των μεταναστών

Συνήθως τα δικαστικά ρεπορτάζ είναι αναξιόπιστα, όταν αναμεταδίδουν τα σκεπτικά αποφάσεων, ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Έτσι, τα παρακάτω γράφονται με επιφύλαξη (πηγές: τα σχετικά άρθρα της Καθημερινής και της Ελευθεροτυπίας). Για να συνεννοούμαστε καλύτερα, το κείμενο του Συντάγματος μπορείτε να το κατεβάσετε και να το διαβάσετε από εδώ.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι διατάξεις του νόμου που, αφ' ενός, επιτρέπει στους μετανάστες να συμμετέχουν στις τοπικές εκλογές και, αφ' ετέρου, προβλέπει διαδικασία κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας, αντίκειται σε ένα εντυπωσιακά μεγάλο πλήθος άρθρων του Συντάγματος - και, από καθαρά επαγγελματικό βίτσιο, είπα να δω ποια είναι αυτά τα φοβερά και τρομερά άρθρα που παραβιάζονται (και πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο κατάφωρη η παραβίασή τους!).

Λέει, λοιπόν, το ΣτΕ ότι η δυνατότητα ψήφου των μεταναστών στις εκλογές αντίκειται στα άρθρα 1, 52 και 102 του Συντάγματος. Το άρθρο 1 ορίζει ως θεμέλιο του πολιτεύματος τη λαϊκή κυριαρχία, το άρθρο 52 ορίζει ότι οι (βουλευτικές) εκλογές είναι έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, ενώ το άρθρο 102 (χωρίς να αναφέρεται στη λαϊκή κυριαρχία) αναφέρεται στην αυτοδιοίκηση. Κρίνουν ότι λαϊκή κυριαρχία ασκείται μόνο από τους Έλληνες πολίτες και ότι απαγορεύεται η άσκηση των συναφών δικαιωμάτων από αλλοδαπούς. Προσθέτουν, μάλιστα, ότι η ψήφος στις τοπικές εκλογές έχει να κάνει με άσκηση λαϊκής κυριαρχίας, μολονότι η αυτοδιοίκηση έχει στενά τοπικό περιεχόμενο, διότι, λέει, οι εκλογές για την ανάδειξη αιρετών οργάνων των ΟΤΑ έχουν «καθαρά πολιτικό χαρακτήρα εν όψει των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι οργανισμοί αυτοί, αλλά και διότι η εκλογή αυτή ανάγεται στην πολιτική ζωή της χώρας γενικώς». Και, ας πούμε, ότι η αόριστη αυτή διατύπωση (που μπορεί να μην είναι ακριβής - από το ρεπορτάζ την διαβάζουμε) κάπως στέκει. Το ΣτΕ δεν είχε ποτέ αντιταχθεί στην ψήφο, στις τοπικές εκλογές, των πολιτών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που έχουν το σχετικό δικαίωμα στις τρεις, αν θυμάμαι καλά, τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις). Δεν ξέρω ποια διάταξη του Συντάγματος εξομοιώνει τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους Έλληνες και ποια διακρίνει μεταξύ των αλλοδαπών αναλόγως του εάν προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή όχι.

Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η παράθεση άρθρων, τα οποία παραβιάζει η δυνατότητα πολιτογραφήσεως των μεταναστών: 1 (ορισμός πολιτεύματος), 4 (ισότητα), 21 (οικογένεια, δημογραφική πολιτική, στέγαση), 25 (προστασία δικαιωμάτων, περιορισμοί αυτών κ.λπ.), 108 (απόδημος Ελληνισμός). Λέει, μάλιστα, η απόφαση ότι ο νομοθέτης διαχρονικά, στο δίκαιο της ιθαγενείας, προτιμούσε τους δεσμούς αίματος (ius sanguinis) ως βασικό κριτήριο για την απόδοση της ιθαγένειας. Ωστόσο, ακόμη και το γεγονός ότι ο νομοθέτης επαναλάμβανε τις ίδιες ρυθμίσεις για πολλές δεκαετίες, δεν καθιστά τις ρυθμίσεις αυτές υπερνομοθετικές, μη δυνάμενες να ανατραπούν με νεώτερο νομοθέτημα. Το ενδιαφέρον είναι ότι το ΣτΕ ζητεί ως αυτονόητη προϋπόθεση της πολιτογραφήσεως, στη συνέχεια, όχι τους δεσμούς αίματος, αλλά την εκ μέρους [του αιτούντος την πολιτογράφηση] εθελούσια αποδοχή των αξιών που συνάπτονται προς τον ελληνισμό και την εντεύθεν απόκτηση ελληνικής συνειδήσεως - δηλαδή τεκμαίρει ότι η ελληνική συνείδηση συνυπάρχει με όσους έχουν "ελληνικό" αίμα (γιατί, εάν αποδεικνυόταν ο δεσμός αίματος δεν φαίνεται να χρειαζόταν να προχωρήσει παραπέρα η έρευνα) και ότι γι' αυτούς δεν χρειάζεται κάτι περαιτέρω. Αν, δηλαδή, κριτήριο είναι η ελληνική συνείδηση, τότε όλοι οι πολίτες θα έπρεπε να δίνουν εξετάσεις ελληνοφροσύνης (με ποια κριτήρια δεν ξέρουμε, ίσως και με τα κριτήρια που έθεσε πρόσφατα ο κ. Αλαβάνος), ανεξαρτήτως του DNA που κουβαλούν. Αν, πάλι, το ζητούμενο είναι το DNA, δεν ξέρω εάν θα πρέπει κάπου να βρούμε δείγματα του Πλάτωνα και να τα συγκρίνουμε με τα δικά μας, για να ξεχωρίσει επιτέλους η ήρα από το στάρι. Εν πάση περιπτώσει, όμως, το βασικό δεν είναι η ιδέα που έχει το ΣτΕ για το ποιος πρέπει να είναι Έλληνας. Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του. Το ζήτημα είναι ότι, χωρίς να υπάρχει σχετικός συνταγματικός περιορισμός στη νομοθετική λειτουργία, το ΣτΕ έρχεται και υποκαθιστά, για πολλοστή φορά, μια λειτουργία (τη νομοθετική) που δεν του έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα (όσοι μπήκαν στον κόπο να το κατεβάσουν, ας διαβάσουν το άρθρο 26).