Monday, January 5, 2015
Ποιος χάνει πραγματικά από την άμεση αποκατάσταση του βασικού μισθού στα 750 ευρώ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβάνει, στα 10 πράγματα που θα κάνει αμέσως μόλις αναλάβει την κυβέρνηση, την αποκατάσταση του βασικού μισθού στα 750 ευρώ. Είναι από τις ενέργειες εκείνες που, δυστυχώς, αντανακλούν το συνδυασμό ιδεοληψίας, άγνοιας της αγοράς και καιροσκοπισμού εκ μέρους των εκφραστών τους. Εμφανίζεται ως μια ακόμη κανονιά στην πάλη των τάξεων, ως η ανακατάληψη ενός υψώματος που είχε κερδίσει προσωρινά η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα και ο ταξικός εχθρός των εργοδοτών/ βιομηχάνων.
Η επαναφορά της βασικής συζήτησης για την αξία του νομοθετικώς κατοχυρωμένου μισθού θα είχε την αξία της σε πιο ομαλές περιόδους. Σήμερα, όμως, τα δεδομένα θα έπρεπε να οδηγήσουν σε δεύτερες σκέψεις ακόμη και τους αυτοανακηρυσσόμενους προστάτες της εργατιάς (ένα μέρος του πολιτικού φάσματος, επικαλούμενο ταξική συνείδηση και κοινούς ταξικούς αγώνες διεκδικεί την αποκλειστικότητα στη μέριμνα για τους εργαζομένους). Στο σενάριο που δικαιολογεί το μισθό που καθιερώνεται νομοθετικά, ο εργοδότης αποκομίζει υπερκέρδη από την υπεραξία του εργαζομένου - γιατί να μη δώσει στον εργαζόμενο ένα μέρος από τα κέρδη αυτά; Δεν είναι δίκαιο να μοιράζονται εργοδότες και εργαζόμενοι τα κέρδη που φέρνει η προσπάθεια του εργαζομένου;
Δυστυχώς σήμερα δεν μπορεί να γίνει συζήτηση επί της βάσεως αυτής. Οι περισσότερες επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζομένους με το νόμιμο, το βασικό μισθό είναι μικρομεσαίες. Οι περισσότερες από αυτές τις επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τεράστια οικονομικά προβλήματα και χρέη. Δεν αγωνίζονται τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία για το υπερκέρδος, αλλά για να διατηρηθούν στη ζωή. Έχουν χρέη προς τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, εφορία και, σε πολλές περιπτώσεις, και προς τους ίδιους τους εργαζομένους τους. Όποιος γνωρίζει την αγορά, αντιλαμβάνεται ότι πολλές από τις επιχειρήσεις αυτές είναι σε οριακό σημείο ως προς την επιβίωσή τους. Γνωρίζει ότι μια απότομη επιβάρυνση του εργατικού κόστους (της τάξεως του 15-20%, σύμφωνα με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ) απλώς θα οδηγήσει πολλές από αυτές στο κλείσιμο.
Δεν πρόκειται για εκβιασμό. Δεν πρόκειται για εργοδότες που θα έχουν την επιλογή είτε να συνεχίσουν να λειτουργούν την επιχείρησή τους, είτε να την κλείσουν. Δεν θα διαθέτουν πλέον την επιλογή να συνεχίσουν. Και θα υποχρεωθούν είτε να κλείσουν, είτε να αρχίσουν να απασχολούν αδήλωτους εργαζομένους. Δυστυχώς η παραγωγικότητα ή η κερδοφορία δεν μπορούν να προκύψουν από νομοθετικές διατάξεις.
Έτσι, δυστυχώς πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα κλείσουν. Πολλοί εργαζόμενοι, τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να βοηθήσει, δεν θα δουν αύξηση, απλώς θα χάσουν τη δουλειά τους. Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για το κράτος (ασφαλιστικές εισφορές, φορολογία). Όταν η νομοθεσία προσπαθεί να επιβάλει κάτι που είναι τόσο μακριά από το σημείο ισορροπίας της αγοράς, απλώς ακυρώνεται η οικονομική δραστηριότητα - και δεν μπορεί να υπάρχει "δικαίωμα στην εργασία" χωρίς οικονομική δραστηριότητα.
Sunday, January 4, 2015
Η εθνική ανεξαρτησία και η κυριαρχία που χάθηκε
Αμέσως μετά το πρώτο Μνημόνιο είχε κυκλοφορήσει η «νομική» άποψη ότι δι' αυτού καταλύθηκε η εθνική μας κυριαρχία. Η άποψη αυτή βασιζόταν αφ' ενός στην παραίτηση του κράτους από την επίκληση του sovereign immunity (δηλαδή από τα κυριαρχικά του δικαιώματα) σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του Δημοσίου, αφ' ετέρου όμως (και κυρίως) στην άποψη ότι οι αποφάσεις για την πορεία της χώρας και για συγκεκριμένα μέτρα δεν θα λαμβάνονταν πια στην Ελλάδα, από το Κοινοβούλιο και την Κυβέρνηση, αλλά από την τρόικα, που εκπροσωπούσε τους δανειστές της χώρας μας.
Νομικά μιλώντας η άποψη αυτή είναι έωλη, όπως έκρινε και το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ' αριθμόν 668/2012 απόφασή του, επισημαίνοντας το προφανές, ότι κανένα μέτρο δεν επιβάλλεται απ' ευθείας, αλλά όλα εγκρίνονται από τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Πολιτείας. Ουσιαστικά, όμως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απειλή διακοπής της χρηματοδότησης είναι πολύ ισχυρό όπλο που χρησιμοποιείται από την τρόικα, ώστε να υποχρεώσει τη χώρα μας να περάσει τα μέτρα που αναφέρονται στο μνημόνιο. Η απειλή αυτή έχει αναγκάσει πολλούς βουλευτές να ψηφίσουν για διάφορα μέτρα έχοντας συνειδησιακό πρόβλημα.
Εν τοις πράγμασι, δηλαδή, όντως η χώρα υποχρεώνεται να κινηθεί σε ένα περιορισμένο πλαίσιο πολιτικών επιλογών. Αυτό το επικρίνουν σε κάθε δυνατή ευκαιρία οι εξ αριστερών υπέρμαχοι της εθνικής κυριαρχίας, ιδίως οι περισσότερο «πατριωτικοί» εξ αυτών. Δεν παραλείπουν, φυσικά, να χρεώσουν αυτή την επιταγή στον επάρατο νεοφιλελευθερισμό.
Φυσικά, όσο και να ψάχνουν δεν θα βρουν ούτε ένα φιλελεύθερο ή νεοφιλελεύθερο, ο οποίος να επικροτεί μια πολιτική ελλειμμάτων και να μη επιζητεί τουλάχιστον ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Εάν οι νεοφιλελεύθεροι κυβερνούσαν την Ελλάδα μπορεί να έκαναν πολύ άσχημα και ανάλγητα πράγματα, όμως δεν θα είχαν δανεισθεί από τις αγορές και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε να φθάσουν σε σημείο που αδυνατούν να αποπληρώσουν τα χρέη της χώρας. Αντιθέτως, οι εξ αριστερών κατά κανόνα κατηγορούσαν τις «νεοφιλελεύθερες» κυβερνήσεις ότι δεν δίνουν αρκετές παροχές - παροχές που θα απαιτούσαν ακόμη περισσότερο εξωτερικό δανεισμό, άρα ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση από τις αγορές.
Για να το πούμε με απλά λόγια: ας θεωρήσουμε «αγορά» ή «αγορές», χάριν της συζητήσεως, μόνο το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτούς τους τραπεζίτες που είναι χοντροί, φοράνε μαύρα (και μαύρα παπιγιόν) και καπνίζουν πούρα και όλη τους η μέριμνα είναι να απομυζήσουν το μεδούλι των πτωχών, πλην τιμίων, Ελλήνων. Τι λόγο θα είχαν στη ζωή μας, αν οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έβρισκαν εύκολες λύσεις για να στηρίξουν τις παροχές τους, δανειζόμενες από το εξωτερικό; Γιατί να μπούμε στην ανάγκη των αγορών; Γιατί να δώσουμε στους τύπους με τα πούρα το δικαίωμα να μας «τιμωρούν»; Επειδή θέλαμε ένα πολιτικό πελατειακό σύστημα. Επειδή δεν μας ενδιέφερε η αύξηση της παραγωγής, αλλά η εύκολη λύση, για να στηθεί ένα πελατειακό σύστημα. Επειδή στο όνομα του σοσιαλισμού ή της επανίδρυσης του κράτους προσλαμβάναμε και ξοδεύαμε δημιουργώντας όλο και περισσότερα αντικίνητρα για την παραγωγή, επιβραβεύαμε όσους ήθελαν να γίνουν υποτακτικοί του συστήματος και τιμωρούσαμε όσους παρήγαν.
Το έλλειμμα και το χρέος έχουν όνομα και επώνυμο (ή, μάλλον, ονόματα και επώνυμα). Η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είναι διαθέσιμη για όποιον θέλει να τα μάθει. Όνομα και επώνυμο έχουν όσοι καταβαράθρωσαν τα δημόσια οικονομικά. Όνομα και επώνυμο έχουν και όσοι ωφελήθηκαν (και δεν είναι οι πλέον αδύναμοι οικονομικά εκ των συμπολιτών μας, μάλλον το ανάποδο). Τα νούμερα έχουν αρχίσει να γίνονται γνωστά. Σκεφθείτε πόσους ΕΝΦΙΑ θα είχαμε γλιτώσει, εάν είχε αποκρατικοποιηθεί ο ΟΣΕ το 1993. Το ίδιο και η Ολυμπιακή Αεροπορία. Εάν δεν έπρεπε να πληρώνουμε κάθε χρόνο πάνω από 10.000 ευρώ ενίσχυση για κάθε συνταξιούχο της ΔΕΗ. Εάν οι καθηγητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δίδασκαν δύο διδακτικές ώρες παραπάνω την εβδομάδα. Και πόσοι θα είχαν στραφεί στην παραγωγή, την πραγματική παραγωγή, εάν η ευκολότερη ανέλιξη δεν ήταν μια θέση σε ΔΕΚΟ ή σε κάποια κρατικοδίαιτη ιδιωτική εταιρεία.
Και ξαναπάμε στο αρχικό ερώτημα - ναι, έχει εν τοις πράγμασι περιορισθεί η κυριαρχία. Ναι, είμαστε στο έλεος των κακών τύπων με τα πούρα. Μόνο που θα δείτε ότι αυτοί που γκρινιάζουν περισσότερο, αυτοί που μας καλούν να μην είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, είναι αυτοί που υποστήριξαν τις πολιτικές, οι οποίες μας έφεραν στο έλεος των κακών και ανάλγητων αγορών.
Friday, November 21, 2014
Οι αντικειμενικές, οι πλούσιοι κι ένας παλιός υπέρμαχος της νομιμότητας που την απαρνείται
Κάνει εντύπωση η στάση που τήρησε ο κ. Φλωρίδης απέναντι
στην έκδοση της υπ’ αριθμόν 4003/2014 αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου
της Επικρατείας (που εξεδόθη κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως που κατέθεσαν μέλη της Δράσης). Φαίνεται ότι ο πρώην Υπουργός δεν κατάλαβε τι ουσιαστικά έκρινε
η απόφαση, με την οποία υποχρεώνεται η Διοίκηση να καθορίσει ξανά (για πρώτη
φορά μετά το 2007) τις αντικειμενικές αξίες, ώστε να μπορεί ο φόρος που επιβάλλει
στους ιδιοκτήτες ακινήτων να αντιστοιχεί στην πραγματική τους. Σχεδόν
διαμαρτύρεται για τη νομοθετική πρόβλεψη, κατά την οποία οι αντικειμενικές
αξίες πρέπει να αναπροσαρμόζονται ανά διετία, για να είναι επίκαιρες - θα ήθελε
να προσδιορίζονται σε πιο αραιό χρονικό διάστημα, με μοναδικό σκοπό (εν
προκειμένω) να φορολογούνται οι ιδιοκτήτες περισσότερο. Όμως κάτι τέτοιο είναι
αντίθετο με το Σύνταγμα, που ορίζει ότι οι πολίτες μετέχουν στα δημόσια βάρη
ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Προτιμά ο κ. Φλωρίδης να υποκαταστήσει αυτή τη
συνταγματική επιταγή με την αυθαίρετη αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων μιας κοινωνικής
κατηγορίας, προς την οποία διάκειται δυσμενώς.
Τόσο πολύ φαίνεται ότι έχει μανία κατά των ιδιοκτητών και
μάλιστα των μεγαλοϊδιοκτητών, όπως τους εννοεί ο ίδιος, ώστε να θεωρεί ότι δεν
είναι άξιοι δικαστικής προστασίας τουλάχιστον στο βαθμό του ορθού προσδιορισμού
της φορολογητέας ύλης τους και στενοχωριέται που έλαβαν την προστασία αυτή. Εκφράζοντας
τη δυσαρέσκειά του ανακατεύει τη φορολογία του εισοδήματος που αποδίδει η
ακίνητη περιουσία με τη φορολογία της κατοχής της περιουσίας καθ’ αυτήν. Στο
σχολιασμό του για την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρει τη θέση
του, ότι εισοδήματα από «παραγωγικές» δραστηριότητες θα πρέπει να φορολογούνται
περισσότερο από τα εισοδήματα από μισθώματα.
Το ότι η αγορά ακινήτων είναι ουσιαστικά νεκρή δεν τον κάνει
να συμφωνήσει ότι η πραγματική ανταλλακτική αξία των ακινήτων είναι μηδαμινή,
αλλά να το εκλάβει ως αφορμή για να υποστηρίξει τη φορολογία της ακίνητης
περιουσίας χωρίς, τελικά, να υπολογίζεται η πραγματική της αξία. Διερωτάται
ποιοι θα ωφεληθούν από τις αναμενόμενες πτώσεις στις αντικειμενικές αξίες,
χωρίς να δέχεται ως βασική αξία κράτους δικαίου τη δράση της Διοικήσεως με βάση
κανόνες και όχι αυθαίρετα. Με άλλα λόγια, επειδή θεωρεί ότι οι πλούσιοι
ιδιοκτήτες δεν πληρώνουν αρκετά, ας παραμερίσουμε τη νομιμότητα, για να τους
κάνουμε να πληρώσουν όσα πρέπει.
Και, φυσικά, η μονομανία του κρύβεται πίσω από την
καταπληκτική συλλογιστική, ότι ο φόρος επί της ακίνητης περιουσίας, το μέτρο που
ουσιαστικά έχει πλήξει την κυβέρνηση περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στα
χρόνια της κρίσης (σε συνδυασμό με το αντίστοιχης εμπνεύσεως τέλος του κου.
Βενιζέλου), είναι σωστός, επειδή είναι «μισητός». Κατά τον κο. Φλωρίδη σωστό
και δίκαιο κράτος είναι αυτό που φορολογεί τόσο, ώστε να είναι μισητό από αυτούς
που «πρέπει». Η φορολογία αναγορεύεται σε καθήκον, η αναδιανομή σε αποστολή του
κράτους, η επέμβαση στην ελευθερία (προς χάρη, κατά κανόνα, των πελατειακών
συμφερόντων) καταλήγει να είναι η raison d'être της πολιτικής εξουσίας.
Δεν είναι εδώ το σημείο να γίνει η συζήτηση για τη
φορολόγηση της κατοχής της ακίνητης περιουσίας, για το ότι η περιουσία έχει
αποκτηθεί με εισοδήματα που έχουν ήδη φορολογηθεί, ότι οι πρόσοδοι από την
περιουσία, όταν υπάρχουν, φορολογούνται, για το κατά πόσον είναι δίκαιο να
φορολογείται μια περιουσία χωρίς να αποδίδει (πράγμα που είναι εντελώς
διαφορετικό από την επιβολή ανταποδοτικών τελών για υπηρεσίες, δημοτικές ή
άλλες, που συναρτώνται με την περιουσία και την εκμετάλλευσή της). Αντιθέτως,
αυτό που στενοχωρεί από τη στάση ενός πολιτικού που είχε σε κάποια στιγμή
ταυτισθεί με τη μάχη για τη νομιμότητα στο ποδόσφαιρο είναι η υποστήριξη της
αυθαιρεσίας επειδή, κατά την κρίση του, το αποτέλεσμα την δικαιολογεί.
Πρόκειται για μια στάση, η οποία δεν συνάδει με το δημοκρατικό ήθος που θα
αναμέναμε από το συγκεκριμένο πολιτικό.
Thursday, April 25, 2013
Η εμπορία της ελπίδας
Το 2001, με την αναθεώρηση του Συντάγματος, προβλέφθηκε ότι απαγορεύεται να μετατρέπονται οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Επίσης, ότι όλες οι προσλήψεις μονίμου και αορίστου χρόνου προσωπικού θα γίνονται μέσω ΑΣΕΠ, εφαρμόζοντας την αρχή της αξιοκρατίας. Γιατί μπήκε μια τόσο λεπτομερειακή διάταξη στο Σύνταγμα της χώρας; Επειδή κρίθηκε ότι δεν θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί διαφορετικά το φαινόμενο των διαδοχικών προσλήψεων προσωπικού με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (άρα εκτός ΑΣΕΠ εκείνη την εποχή, ο κ. Γιάννης Ραγκούσης νομοθέτησε την υπαγωγή και των συμβάσεων ορισμένου χρόνου στη διαδικασία του ΑΣΕΠ με το ν. 3812/2009), οι οποίες στη συνέχεια είτε δικαστικώς είτε με νομοθετήματα τρέπονταν σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Για τους μέχρι τότε συμβασιούχους προβλέφθηκε μια μεταβατική διαδικασία μονιμοποίησης με το π.δ. 164/2004 (το γνωστό ως «διάταγμα Παυλόπουλου»). Αλλά το ίδιο αυτό διάταγμα ώριζε ότι απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ουσιαστικά, βάζοντας προϋποθέσεις και μέγιστο χρονικό όριο γι' αυτές. Όμως, η τοπική αυτοδιοίκηση κατέφυγε σε μιαν άλλη μέθοδο, κάνοντας ψευδεπίγραφες συμβάσεις έργου, οι οποίες στην πραγματικότητα υπέκρυπταν σύμβαση εργασίας και ήσαν οι μόνες που ταυτοχρόνως παρέμεναν εκτός διαδικασιών ΑΣΕΠ και δεν ενέπιπταν στις περιοριστικές διατάξεις του π.δ. 164/2004. Προϋπόθεση για να συναφθούν οι συμβάσεις έργου ήσαν να μην καλύπτονται δι' αυτών πάγιες και διαρκείς ανάγκες των εργοδοτών και να διαρκούν το πολύ μέχρι ένα έτος, χωρίς δυνατότητα ανανέωσης. Όμως οι προϋποθέσεις αυτές παρακάμπτονταν με υπηρεσιακές βεβαιώσεις ψευδείς, ότι δήθεν δεν καλύπτονταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, και με αλλαγές μεταξύ των συμβασιούχων ως προς το τι έργο θα προσέφεραν στο τέλος κάθε έτους.
Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί γνώριζαν ότι παρέκαμπταν το νόμο, ότι με ψεύτικες βεβαιώσεις συνέχισαν να δουλεύουν, ενώ υπό κανονικές συνθήκες δεν θα μπορούσαν να προσληφθούν. Ακόμη, ο Άρειος Πάγος ήδη από το 2007 έκρινε ότι σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι συνεχιζόμενες αυτές συμβάσεις θα μπορούσαν να μετατραπούν ή ισχύσουν ως νόμιμη ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, όπως γινόταν πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Εκτός αυτού, ο κακός κύριος Γιάννης Ραγκούσης σε εκείνο το νομοθέτημα που ενέταξε και την πρόσληψη συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στις διαδικασίες του ΑΣΕΠ, προέβλεψε ότι το ίδιο θα ισχύει και για τις συμβάσεις έργου. Κατά συνέπεια, μετά το Νοέμβριο του 2009 δεν μπορούσαν να γίνουν άλλες τέτοιες προσλήψεις ημετέρων από το παράθυρο, ούτε μπορούσαν να ανανεωθούν αυτές που θα έληγαν (είπαμε, μέχρι ένα έτος το πολύ).
Τι μηχανεύθηκαν λοιπόν οι δικηγόροι τους όταν έληγαν οι συμβάσεις και οι άνθρωποι αυτοί έπρεπε να παύσουν να εργάζονται (και όχι να «απολυθούν», όπως καταχρηστικώς επεκράτησε να λέγεται); Έπρεπε να κάνουν αγωγή. Όμως η αγωγή σχεδόν σίγουρα θα απορρίπτονταν αν όχι στον πρώτο, οπωσδήποτε σχεδόν στο δεύτερο βαθμό και σίγουρα στον Άρειο Πάγο, δεδομένης της παγιωμένης νομολογίας του. Οπότε έπρεπε να βρεθεί άλλος τρόπος για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους. Έκαναν την αγωγή, έκαναν και αίτηση για ασφαλιστικά μέτρα (που να ισχύουν μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αγωγής), έκαναν και αίτημα για προσωρινή διαταγή (μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί των ασφαλιστικών μέτρων). Εάν βοηθούσε και ο φορέας του Δήμου (συνηθέστατα κάποιος Δήμος) παρείχετο προσωρινή διαταγή, η οποία επέβαλλε στο δημόσιο φορέα την απασχόληση του αιτούντος τέως συμβασιούχου μέχρι τη συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων. Αν έχαναν την προσωρινή διαταγή, επανέρχονταν την επόμενη μέρα, ελπίζοντας να πετύχουν διαφορετικό Πρόεδρο Υπηρεσίας, ωσότου κάποτε να πετύχουν την προσωρινή διαταγή. Και μετά, με διάφορα προσχήματα, ανέβαλλαν τα ασφαλιστικά μέτρα.
Σημειωτέον ότι όλα αυτά γίνονταν, ενώ ο Άρειος Πάγος είχε νομολογία σύμφωνα με την οποία το αίτημα των συμβασιούχων ήταν παράνομο και επειδή δεν μπορούσαν να μονιμοποιηθούν, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και επειδή δεν μπορούσε με ασφαλιστικά μέτρα ή, πολύ περισσότερο, με προσωρινή διαταγή ουσιαστικά να υποχρεωθεί ο εργοδότης να εκτελέσει πλήρως μια σύμβαση (αφού τα ασφαλιστικά μέτρα ρυθμίζουν μόνο προσωρινά την κατάσταση). Εν τούτοις, με τη διαδικασία που αναφέρθηκε πιο πάνω, πάρα πολλοί συμβασιούχοι κατέληξαν να απασχολούνται δυνάμει «προσωρινών» διαταγών για δυο και τρία έτη. Κάποια στιγμή δεν μπορούσε να δοθεί άλλη αναβολή και συζητείτο το αίτημα των ασφαλιστικών μέτρων. Εάν μεν έβγαινε απορριπτική απόφαση, νέα αίτηση, νέα προσωρινή διαταγή (συχνά σε συμπαιγνία με τον εργοδότη για την απόκρυψη της απορριπτικής απόφασης, που θα δημιουργούσε προσωρινό δεδικασμένο) - εάν τα ασφαλιστικά μέτρα γίνονταν δεκτά, ακολουθούσε παραίτηση από την αγωγή και προσδιορισμός νέας αγωγής σε πολύ μακρινή δικάσιμο, ώστε να συνεχίσει η απασχόληση με βάση την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων.
Είχε στηθεί, δηλαδή, μια βιομηχανία με πελάτες (και πληρώνοντες) τους συμβασιούχους, μολονότι μέχρι στιγμής ούτε ένας (που να έχει προσληφθεί μετά το 2001) δεν έχει δικαιωθεί τελικώς. Ένα ολόκληρο σύστημα με δικηγόρους και «αντισυστημικούς» δικαστές, με αλλεπάλληλα δικόγραφα, με προσωρινή απασχόληση παρά τη δικονομία και τη νομολογία του Αρείου Πάγου, ένα εμπόριο ελπίδας ψεύτικης, μια απίστευτη χρηματική εκμετάλλευση των συμβασιούχων. Με πολλά χρήματα (αμοιβή «με το κεφάλι») σε δικηγόρους. Μια προφανής παράκαμψη του δικονομικού συστήματος, απόδοση δικαιοσύνης με προσωρινά μέτρα και επιβεβαίωση της ρήσης «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Και φυσικά πήγαινε περίπατο η αξιοκρατία αλλά και τα οικονομικά των φορέων - εργοδοτών.
Αλλά φαίνεται ότι κάποιοι στην κυβέρνηση, που γενικώς τα πήγαιναν καλά με διάφορες συντεχνίες και συστήματα, φρόντισαν και για το σύστημα των δικηγόρων που κερδίζουν από το εμπόριο ελπίδας. Φρόντισαν πριν από τρεις εβδομάδες να επιβάλουν νομοθετικά αυτό που ο Άρειος Πάγος είχε απορρίψει, τη δυνατότητα να υποχρεώνονται με ασφαλιστικά μέτρα οι εργοδότες να απασχολούν τους εργαζομένους με τους οποίους είναι σε αντιδικία - για να επισημοποιηθεί το σύστημα απονομής δικαιοσύνης όχι με κανονικές, αλλά με συνοπτικές αποφάσεις (τα ασφαλιστικά μέτρα απαιτούν πλέον συνοπτική αιτιολογία). Από τις υποθέσεις που εκκρεμούν στα δικαστήρια σήμερα και τη χρονική στιγμή αυτής της νομοθετικής παρέμβασης η στόχευσή της ήταν σαφής: να μπορέσουν οι συμβασιούχοι του Δημοσίου να εξακολουθήσουν να απασχολούνται με προσωρινές διαταγές. Να βγάζουν τα χρήματά τους τα μεγάλα εργατικά γραφεία που τους υποστηρίζουν. Αξίζει να επισημανθεί και ότι η συγκεκριμένη διάταξη περιελήφθη, χωρίς να το ξέρει κανείς, ούτε καν ο Υπουργός Εργασίας, στο νομοσχέδιο για τα ναρκωτικά.
Και όχι μόνο αυτό: όταν ο κ. Μανιτάκης προσπάθησε να εξορθολογήσει αυτό το καθεστώς, βάζοντας χρονικά όρια στην απασχόληση με προσωρινή διαταγή και ασφαλιστικά μέτρα, δηλαδή παρέχοντας κίνητρο για προσφυγή στον τελικό δικαστή, αυτόν της κανονικής υποθέσεως και όχι στο δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, ο πάτρων των περί τη δικαιοσύνη συντεχνιών κ. Ρουπακιώτης αντέδρασε και επέτυχε τη ματαίωση της κατάθεσης της σχετικής τροπολογίας. Η εισαγωγή της ρύθμισης αυτής μετατέθηκε για μετά το Πάσχα με την προφανή ελπίδα να ματαιωθεί εντελώς στο τέλος. Και σύσσωμο το ευεργετηθέν σύστημα, με πρωταγωνιστές τους συνδικαλιστές και τους εργατολόγους, ένιωσε ανακούφιση και υποσχέθηκε αγώνα για να διατηρήσει το συνταγματικό, όπως το ονομάζει, δικαίωμα στις πολλές αναβολές και στην απασχόληση με ασφαλιστικά μέτρα.
Στην πραγματικότητα απλώς πανηγύρισε, εις βάρος των κορόιδων (συμβασιούχων που πληρώνουν δικηγοριές αμοιβές και φορολογουμένων που πληρώνουν μισθούς), το δικαίωμά του να συνεχίσει το ανήθικο εμπόριο ελπίδας.
Labels:
δημόσιο,
εκμετάλλευση,
εμπορία ελπίδας,
εργατολόγοι,
Μανιτάκης,
Ραγκούσης,
Ρουπακιώτης,
συμβασιούχοι
Saturday, January 5, 2013
Ο Δήμαρχος, ο κ. Δένδιας, η βία και η συζήτηση
Ο δήμαρχος Αθηναίων, ο κ. Γιώργος Καμίνης, από την αρχή της θητείας του δηλώνει ότι ο καθένας πρέπει να κάνει τη δουλειά του. Δουλειά δική του είναι να διαχειρίζεται τη δημοτική περιουσία. Δουλειά του κ. Δένδια, Υπουργού Δημοσίας Τάξεως και Προστασίας του Πολίτη, είναι να φροντίζει, ώστε οι αστυνομικές δυνάμεις να επεμβαίνουν σε περίπτωση παρανομιών. Στην περίπτωση της Βίλλας Αμαλίας οι δυνάμεις επενέβησαν σε μια παράνομη κατάληψη, για να αποδώσουν το κτήριο στο Δήμο, στον οποίο ανήκει. Και ο Δήμος, φυσικά, αναλαμβάνει τη διοίκηση και τη διαχείριση της περιουσίας του.
Όσο αυτονόητο είναι ότι και οι δύο παράγοντες, τόσο ο κ. Καμίνης (εκπροσωπώντας το Δήμο), όσο και ο κ. Δένδιας (ως πολιτικός προϊστάμενος της αστυνομίας), έκαναν τη δουλειά τους, τόσο προσπαθούν όσοι υποστηρίζουν το κλίμα της γενικευμένης ανομίας να θολώσουν τη συζήτηση. Γιατί να γίνει η επέμβαση, ενώ τόσος κόσμος πεινάει, διερωτώνται στην αντιπολίτευση; Δηλαδή ο κ. Δένδιας δεν πρέπει να κάνει τίποτε, μέχρις ότου ο κ. Στουρνάρας ανορθώσει τα οικονομικά της χώρας, ο κ. Λυκουρέντζος και ο κ. Βρούτσης πετύχουν κάποια αξιοπρόσεκτη πρόοδο στην κοινωνική πρόνοια. Αντιστοίχως, γιατί ο κ. Καμίνης να ενδιαφερθεί να ανακαταλάβει ένα δημοτικό χώρο, ενώ υπάρχουν άστεγοι κ.λπ.;
Φυσικά, η επέκταση της συζήτησης είναι εσκεμμένη, γίνεται με σκοπό να αποφευχθεί η ουσιαστική καταγγελία της ανομίας και της παράτασης και διατήρησης αυτής, επειδή πλέον είμαστε εθισμένοι στον τσαμπουκά, στην αυτοδικία. Αλλά τόσο ο κ. Δένδιας, όσο και ο κ. Καμίνης μπορούν άνετα να απαντήσουν στην ουσία της μομφής: ο καθένας κάνει τη δουλειά του. Αν όλοι έκαναν τη δουλειά τους, πιθανότατα να μην είχαμε εισέλθει καν σε κρίση.
Ο κ. Καμίνης, όμως, κάνει τη δουλειά του εν προκειμένω και ξεπερνώντας τα τυπικά καθήκοντά του ως Δημάρχου, μιλώντας ως εκπρόσωπος των Αθηναίων που τον εξέλεξαν. Με την άφοβη δημόσια στάση του (ενώπιον προπηλακισμών που δέχθηκε μπροστά στα παιδιά του και απειλών ότι θα είναι το επόμενο θύμα τρομοκρατικής επίθεσης), με την ανυποχώρητη επιμονή του στην τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας εμψυχώνει, επιβεβαιώνει, εκφράζει όσους επιθυμούν να ζουν σε καθεστώς ευνομούμενης δημοκρατίας - όσους δέχονται τον περιορισμό στις πράξεις μας και την επιδίωξη των ατομικών μας επιθυμιών, που επιβάλλει ο νόμος, ως το τίμημα για την αρμονική συμβίωση στην κοινωνία - όσους θεωρούν ότι οι διαφωνίες στην κοινωνία πρέπει να επιλύονται με βάση την αρχή της πλειοψηφίας και με σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα.
Η μάχη μεταξύ της νομιμότητας και της παρανομίας έχει πολλά μέτωπα. Το πιο επικίνδυνο είναι αυτό, στο οποίο η συστηματική παρανομία επιδιώκεται να γίνει κοινωνικώς αποδεκτή. Στο μέτωπο αυτό τασσόμαστε ανεπιφύλακτα με το Δήμαρχο Αθηναίων.
Labels:
Βίλλα Αμαλίας,
Γιώργος Καμίνης,
Νίκος Δένδιας,
νομιμότητα,
παρανομία
Subscribe to:
Posts (Atom)