Wednesday, March 19, 2008
Σύγκριση κεφαλαιοποιητικού και διανεμητικού ασφαλιστικού συστήματος
Με το ζήτημα είχαμε ασχοληθεί και τον Αύγουστο, η Φιλελεύθερη Συμμαχία, μάλιστα, είχε οργανώσει εκδήλωση για την παρουσίαση της πρότασής της στη Θεσσαλονίκη. Σ' αυτό το κείμενο είχαμε μιλήσει για τη σύγκρουση των γενεών, στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα, ενώ σ' αυτή την ανάρτηση είχαμε παρουσιάσει κάποια από τα βασικά προτερήματα του κεφαλαιοποιητικού συστήματος.
Μια από τις λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τις διαφορές μεταξύ των δύο βασικών μορφών συστημάτων είναι και ποιος, και με ποια κριτήρια, καθορίζει το ύψος των εισφορών, το ύψος των συντάξεων και την ηλικία συνταξιοδότησης. Σε ένα διανεμητικό σύστημα είναι αναπόφευκτο (και υποχρεωτικό) όλα να καθορίζονται από το κράτος. Το κράτος έχει τη γενική εποπτεία του ασφαλιστικού συστήματος και νομοθετικά ορίζει τους όρους συμμετοχής σ' αυτό. Κανείς δεν μπορεί να δώσει μεγαλύτερες ή μικρότερες εισφορές από τις καθορισμένες, κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη λήψη μεγαλύτερης ή μικρότερης σύνταξης από τη νομοθετημένη. Αν δεχθούμε ότι οι αποφάσεις του κράτους καθορίζονται από πολιτικές πιέσεις, τότε είναι προφανές ότι ιδιαίτερη μεταχείριση επιφυλάσσεται για ομάδες με προνομιούχες/ πελατειακές σχέσεις με το κράτος, χαρακτηριστικό παράδειγμα οι συνταξιούχοι της ΔΕΗ ή οι προώρως αποχωρήσαντες υπάλληλοι του ΟΤΕ (ή με ομάδες, τις οποίες η κυβερνώσα παράταξη επιθυμεί να προσεταιρθσθεί - βλ. τρίτεκνοι). Ακόμη όμως κι εάν όλοι οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι πλήρωναν ακριβώς τις ίδιες εισφορές και λάμβαναν τις ίδιες συντάξεις, η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία θα υπέκειτο στις αντικρουόμενες πιέσεις των νεώτερων - ασφαλισμένων (που θα ζητούσαν μικρότερες εισφορές και ευκολότερη πρόσβαση στη συνταξιοδότηση) και των μεγαλύτερων στην ηλικία - συνταξιούχων (που θα ζητούσαν μεγαλύτερες συντάξεις). Οι αποφάσεις θα υπαγορεύονταν περισσότερο από τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες, παρά από υπολογισμούς και την επιδίωξη διατήρησης και ανάπτυξης του συστήματος, με γνώμονα το παρόν ή, έστω, τις προσεχείς εκλογές, και οπωσδήποτε χωρίς μακροχρόνιο ορίζοντα. Για παράδειγμα, το κράτος, θέλοντας να ικανοποιήσει και τους μεν και τους δε, θα μείωνε τις εισφορές, αυξάνοντας παράλληλα τις συντάξεις, με αποτέλεσμα το αναλογιστικό έλλειμμα των ταμείων να αυξάνεται ή να μην διατηρούνται αποθεματικά, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν καλές αποδόσεις.
Έστω, όμως, ότι το κράτος κάνει ορθολογική διαχείριση. Σε τι θα συνίστατο αυτή; Στον καθορισμό του ύψους των εισφορών και των συντάξεων βάσει των δημογραφικών μεγεθών (και με πρόβλεψη για το μέλλον), ώστε το σύστημα να εξακολουθεί να διατηρείται. Δηλαδή θα υπολόγιζε εισροές και εκροές, καθώς και υποχρεώσεις: εάν έκρινε ότι η δημογραφική συγκυρία το απαιτούσε, μια ορθολογική διαχείριση του διανεμητικού συστήματος θα οδηγούσε σε αύξηση των εισφορών (που, μεσοπρόθεσμα, θα μπορούσαν να γίνουν και αβάστακτες) και μείωση των συντάξεων (που θα γινόταν εξευτελιστικές) - και φαίνεται ότι η δημογραφική κατάσταση μάλλον προς τα εκεί ωθεί. Δηλαδή, στο διανεμητικό σύστημα (υπό ορθολογική διαχείριση) ο ασφαλισμένος δεν έχει συγκεκριμένη προσδοκία για το ύψος της σύνταξης που θα λάβει, δεν θα μπορεί να ξέρει καν εάν με τη σύνταξη αυτή θα μπορεί να διατηρήσει ένα συγκεκριμένο επίπεδο ζωής, αλλά το επίπεδο ζωής του θα εξαρτάται από τη δημογραφική συγκυρία.
Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αντιθέτως, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να αδικηθεί - ό,τι έβαλε στο σύστημα, αυτό θα πάρει. Δεν επηρεάζεται αυτό ούτε από κυβερνητικές αποφάσεις, ούτε από πολιτικές σκοπιμότητες. Ακόμη περισσότερο, δεν επηρεάζεται το ποσόν του κατατεθειμένου κεφαλαίου που αντιστοιχεί σε κάθε συνταξιούχο από δημογραφικά μεγέθη. Καθορίζεται, βάσει αναλογιστικών μελετών, ένα ελάχιστο ποσό εισφορών (που είναι υποχρεωτικό), αλλά ο κάθε ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα να προσθέτει, με επιπλέον εισφορές, και μεγαλύτερα ποσά για το σχηματισμό του αποθεματικού κεφαλαίου που του αντιστοιχεί. Επίσης, αφήνεται σημαντικό περιθώριο επιλογής για το χρόνο συνταξιοδότησης (με αντίστοιχες αυξομειώσεις του ποσού της μηνιαίας σύνταξης και με δυνατότητα καταβολής εφ' άπαξ ποσού στο συνταξιοδοτούμενο). Οι εισφορές, δηλαδή, καθίστανται περιουσία του ασφαλισμένου, έστω και με τους περιορισμούς που τίθενται (και το κεφάλαιο του λογαριασμού του μπορεί να κληρονομηθεί!).
Συνέπεια αυτών των διαφορών είναι και ότι η απόδοση των εισφορών στο διανεμητικό σύστημα είναι εξ ανάγκης μικρή, γιατί αμέσως διοχετεύονται στην καταβολή συντάξεων. Αντιθέτως, στο κεφαλαιοποιητικό οι εισφορές συσσωρεύονται και τοκίζονται για όλο το διάστημα του ασφαλιστικού βίου του εργαζομένου, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να είναι πολύ μεγαλύτερες.
Άλλη συνέπεια του χαρακτήρα των συσσωρευμένων εισφορών ως περιουσίας του ασφαλισμένου είναι ότι δεν μπορεί να επεμβαίνει το κράτος και να ασκεί επιδοματική πολιτική εις βάρος των ασφαλιστικών ταμείων και των αποθεματικών τους. Εάν η Πολιτεία κρίνει ότι μια κοινωνική ομάδα ή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει ανάγκη υποστήριξης, η υποστήριξη αυτή καλύπτεται υποχρεωτικά (εάν έχουμε κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα) από το γενικό προϋπολογισμό, όπως και θάπρεπε. Ο χαρακτήρας των κεφαλαίων που σχηματίζονται ως αποθεματικά, από τα οποία θα προέλθει η συνταξιοδότηση (και παράλληλα ο χαρακτήρας του ασφαλιστικού συστήματος) δεν αλλοιώνεται στα πλαίσια ενός κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού συστήματος.
Να επισημάνω πάλι το εξής (που θα αναπτυχθεί στην ανάρτηση την αφιερωμένη στην αντιμετώπιση της κριτικής κατά του κεφαλαιοποιητικού συστήματος): η υιοθέτηση του κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού συστήματος δεν σημαίνει και άρνηση του κράτους να συνδράμει τους ανθρώπους εκείνους που, για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορούν να ενταχθούν σ' αυτό (λ.χ. λόγω αναπηρίας). Απλώς, η συνδρομή αυτή πρέπει να επιβαρύνει το σύνολο της κοινωνίας, διά της φορολογίας, και να μην θέτει σε κίνδυνο τις μελλοντικές συντάξεις των ασφαλισμένων.
Μια από τις λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τις διαφορές μεταξύ των δύο βασικών μορφών συστημάτων είναι και ποιος, και με ποια κριτήρια, καθορίζει το ύψος των εισφορών, το ύψος των συντάξεων και την ηλικία συνταξιοδότησης. Σε ένα διανεμητικό σύστημα είναι αναπόφευκτο (και υποχρεωτικό) όλα να καθορίζονται από το κράτος. Το κράτος έχει τη γενική εποπτεία του ασφαλιστικού συστήματος και νομοθετικά ορίζει τους όρους συμμετοχής σ' αυτό. Κανείς δεν μπορεί να δώσει μεγαλύτερες ή μικρότερες εισφορές από τις καθορισμένες, κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη λήψη μεγαλύτερης ή μικρότερης σύνταξης από τη νομοθετημένη. Αν δεχθούμε ότι οι αποφάσεις του κράτους καθορίζονται από πολιτικές πιέσεις, τότε είναι προφανές ότι ιδιαίτερη μεταχείριση επιφυλάσσεται για ομάδες με προνομιούχες/ πελατειακές σχέσεις με το κράτος, χαρακτηριστικό παράδειγμα οι συνταξιούχοι της ΔΕΗ ή οι προώρως αποχωρήσαντες υπάλληλοι του ΟΤΕ (ή με ομάδες, τις οποίες η κυβερνώσα παράταξη επιθυμεί να προσεταιρθσθεί - βλ. τρίτεκνοι). Ακόμη όμως κι εάν όλοι οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι πλήρωναν ακριβώς τις ίδιες εισφορές και λάμβαναν τις ίδιες συντάξεις, η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία θα υπέκειτο στις αντικρουόμενες πιέσεις των νεώτερων - ασφαλισμένων (που θα ζητούσαν μικρότερες εισφορές και ευκολότερη πρόσβαση στη συνταξιοδότηση) και των μεγαλύτερων στην ηλικία - συνταξιούχων (που θα ζητούσαν μεγαλύτερες συντάξεις). Οι αποφάσεις θα υπαγορεύονταν περισσότερο από τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες, παρά από υπολογισμούς και την επιδίωξη διατήρησης και ανάπτυξης του συστήματος, με γνώμονα το παρόν ή, έστω, τις προσεχείς εκλογές, και οπωσδήποτε χωρίς μακροχρόνιο ορίζοντα. Για παράδειγμα, το κράτος, θέλοντας να ικανοποιήσει και τους μεν και τους δε, θα μείωνε τις εισφορές, αυξάνοντας παράλληλα τις συντάξεις, με αποτέλεσμα το αναλογιστικό έλλειμμα των ταμείων να αυξάνεται ή να μην διατηρούνται αποθεματικά, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν καλές αποδόσεις.
Έστω, όμως, ότι το κράτος κάνει ορθολογική διαχείριση. Σε τι θα συνίστατο αυτή; Στον καθορισμό του ύψους των εισφορών και των συντάξεων βάσει των δημογραφικών μεγεθών (και με πρόβλεψη για το μέλλον), ώστε το σύστημα να εξακολουθεί να διατηρείται. Δηλαδή θα υπολόγιζε εισροές και εκροές, καθώς και υποχρεώσεις: εάν έκρινε ότι η δημογραφική συγκυρία το απαιτούσε, μια ορθολογική διαχείριση του διανεμητικού συστήματος θα οδηγούσε σε αύξηση των εισφορών (που, μεσοπρόθεσμα, θα μπορούσαν να γίνουν και αβάστακτες) και μείωση των συντάξεων (που θα γινόταν εξευτελιστικές) - και φαίνεται ότι η δημογραφική κατάσταση μάλλον προς τα εκεί ωθεί. Δηλαδή, στο διανεμητικό σύστημα (υπό ορθολογική διαχείριση) ο ασφαλισμένος δεν έχει συγκεκριμένη προσδοκία για το ύψος της σύνταξης που θα λάβει, δεν θα μπορεί να ξέρει καν εάν με τη σύνταξη αυτή θα μπορεί να διατηρήσει ένα συγκεκριμένο επίπεδο ζωής, αλλά το επίπεδο ζωής του θα εξαρτάται από τη δημογραφική συγκυρία.
Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αντιθέτως, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να αδικηθεί - ό,τι έβαλε στο σύστημα, αυτό θα πάρει. Δεν επηρεάζεται αυτό ούτε από κυβερνητικές αποφάσεις, ούτε από πολιτικές σκοπιμότητες. Ακόμη περισσότερο, δεν επηρεάζεται το ποσόν του κατατεθειμένου κεφαλαίου που αντιστοιχεί σε κάθε συνταξιούχο από δημογραφικά μεγέθη. Καθορίζεται, βάσει αναλογιστικών μελετών, ένα ελάχιστο ποσό εισφορών (που είναι υποχρεωτικό), αλλά ο κάθε ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα να προσθέτει, με επιπλέον εισφορές, και μεγαλύτερα ποσά για το σχηματισμό του αποθεματικού κεφαλαίου που του αντιστοιχεί. Επίσης, αφήνεται σημαντικό περιθώριο επιλογής για το χρόνο συνταξιοδότησης (με αντίστοιχες αυξομειώσεις του ποσού της μηνιαίας σύνταξης και με δυνατότητα καταβολής εφ' άπαξ ποσού στο συνταξιοδοτούμενο). Οι εισφορές, δηλαδή, καθίστανται περιουσία του ασφαλισμένου, έστω και με τους περιορισμούς που τίθενται (και το κεφάλαιο του λογαριασμού του μπορεί να κληρονομηθεί!).
Συνέπεια αυτών των διαφορών είναι και ότι η απόδοση των εισφορών στο διανεμητικό σύστημα είναι εξ ανάγκης μικρή, γιατί αμέσως διοχετεύονται στην καταβολή συντάξεων. Αντιθέτως, στο κεφαλαιοποιητικό οι εισφορές συσσωρεύονται και τοκίζονται για όλο το διάστημα του ασφαλιστικού βίου του εργαζομένου, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να είναι πολύ μεγαλύτερες.
Άλλη συνέπεια του χαρακτήρα των συσσωρευμένων εισφορών ως περιουσίας του ασφαλισμένου είναι ότι δεν μπορεί να επεμβαίνει το κράτος και να ασκεί επιδοματική πολιτική εις βάρος των ασφαλιστικών ταμείων και των αποθεματικών τους. Εάν η Πολιτεία κρίνει ότι μια κοινωνική ομάδα ή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει ανάγκη υποστήριξης, η υποστήριξη αυτή καλύπτεται υποχρεωτικά (εάν έχουμε κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα) από το γενικό προϋπολογισμό, όπως και θάπρεπε. Ο χαρακτήρας των κεφαλαίων που σχηματίζονται ως αποθεματικά, από τα οποία θα προέλθει η συνταξιοδότηση (και παράλληλα ο χαρακτήρας του ασφαλιστικού συστήματος) δεν αλλοιώνεται στα πλαίσια ενός κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού συστήματος.
Να επισημάνω πάλι το εξής (που θα αναπτυχθεί στην ανάρτηση την αφιερωμένη στην αντιμετώπιση της κριτικής κατά του κεφαλαιοποιητικού συστήματος): η υιοθέτηση του κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού συστήματος δεν σημαίνει και άρνηση του κράτους να συνδράμει τους ανθρώπους εκείνους που, για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορούν να ενταχθούν σ' αυτό (λ.χ. λόγω αναπηρίας). Απλώς, η συνδρομή αυτή πρέπει να επιβαρύνει το σύνολο της κοινωνίας, διά της φορολογίας, και να μην θέτει σε κίνδυνο τις μελλοντικές συντάξεις των ασφαλισμένων.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment